Κανείς από τους 1.500 θεατές της πρώτης βραδιάς, την Πέμπτη, δεν γνώριζε εκ των προτέρων την ταυτότητα της παράστασης. Και μόνο διαισθητικά μπορούσε να φτάσει σε όσα υποσχόταν η περιγραφή της ίδιας της κολεκτίβας για το «Correspondences»: «ένα διαρκώς εξελισσόμενο πρότζεκτ που… διασχίζει μια ποικιλία διαφορετικών γεωγραφιών και τους φυσικούς τους χώρους, αποκαλύπτοντας ηχητικά χνάρια που έχουν αφήσει πίσω τους ποιητές, κινηματογραφιστές και επαναστάτες αναδεικνύοντας παράλληλα τον αντίκτυπο της κλιματικής αλλαγής». Μήπως παραήταν ακτιβιστικό; Θα είχε ευαισθησία στην ίδια δόση που υποσχόταν τη λογική; Θα επικρατούσε η φόρμα στο περιεχόμενο;
Τα ερωτήματα διαλύθηκαν με την εμφάνιση της Πάτι Σμιθ και τις πρώτες συλλαβές της πάνω στα στιγμιότυπα ταριχευμένων πουλιών σε προθήκες (ενός μουσείου;). Θα ήταν ποίηση, λοιπόν, πάνω σε νεκρή φύση. Στίχοι φαινομενικά ατάκτως ερριμμένοι για έναν κόσμο σε μόνιμη κρίση, για τα χαμένα όνειρα των πουλιών, τη δυστοπία που είναι ήδη εδώ, το αίσθημα ασφυξίας για έναν πλανήτη που τρώει τις σάρκες του. Καλωσήρθατε στη Γη, έλεγε με τον τρόπο της η Πάτι Σμιθ. Αφήστε κάθε ελπίδα εσείς που μέσα μπαίνετε.
Η ίδια η «όψη» της περφόρμανς δανειζόταν στοιχεία από την τελετουργία μιας απαγγελίας, από την ποίηση των μπίτνικ, από τη ραψωδική παράδοση που καταργεί σύνορα και ηπείρους. Η Πάτι Σμιθ γινόταν η «φωνή» γύρω από τη φωτιά που έπρεπε να συλλαβίσει τα ποιήματα. Με λόγια αιχμηρά για τη συνείδηση των ανθρώπων, για τη φύση που πληγώνεται, για τα αστέρια που πλέον δεν βλέπουμε, για τους λύκους που ερωτεύονται. «Μπορεί να σε κοιτάξει ένας λύκος με βλέμμα που να μοιάζει ανθρώπινο;» αναρωτιόταν πατώντας από στίχο σε στίχο και η ανθρωπομορφική εικόνα έμενε τυπωμένη στο μυαλό.
Η διάθεση της αφήγησης άλλαζε καθώς στο φόντο εναλλάσσονταν τα ηχοτοπία και οι εικόνες των προβολών: αυτές που συνέλεξε ο ιδρυτής της «Soundwalk Collective», Stephan Crasneanscki, από τα πιο απομακρυσμένα σημεία του πλανήτη με σκοπό να αφυπνίσει την «ηχητική μνήμη» τους. Από το παγωμένο τοπίο -την ίδια στιγμή που ένα μέλος των Soundwalk Collective «γρατσούνιζε» με σκαρπέλο ένα κομμάτι πάγου επί σκηνής- έως τα φωσφορίζοντα μάτια της αγέλης των λύκων μέσα στο χιονισμένο σκότος και τις αγιογραφίες του Αντρέι Ρουμπλιόφ. Όλα αυτά με «βρωμισμένο» σελιλόιντ, τριξίματα και θορύβους, visuals που παρέπεμπαν σε αυτό που δεν περιγράφεται με λόγια. Ακόμη και σε ορισμένες στιγμές που η «ιέρεια» ακούγεται κάπως πιο «σκληρή» (διδακτική, θα ήταν μια άλλη λέξη), το μέσο παραμένει το μήνυμα: έχουμε αφήσει προ πολλού την αίσθηση της κλιματικής αλλαγής και περπατάμε στην επικράτεια της κλιματικής κρίσης. Οι ήχοι από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα μπορούν να γίνουν ποίηση μέσω της Πάτι Σμιθ, όχι για να παρηγορήσουν, αλλά να θυμίσουν για ποιον χτυπά η καμπάνα. Η ποιήτρια θρηνούσε το έδαφος, τη θάλασσα και τον αέρα αντλώντας υλικά από τις μακρινές πηγές των Ρεμπό, Ζαν Ζενέ, Σίλβια Πλαθ και, φυσικά, του Μπομπ Ντίλαν.
Η αντίστροφη μέτρηση για το τέλος άλλαξε ρυθμό όταν στα πλάνα άρχισε να εμφανίζεται η μορφή της Μαρίας Κάλλας ως Μήδειας στην ομότιτλη ταινία του Παζολίνι —υποβλητικές και εδώ οι μορφές των ηθοποιών σαν ένας άλλος θίασος που παρακολουθεί τους θεατές. Η Πάτι Σμιθ φαντάστηκε από την αρχή τη ζωή της Μήδειας στη Μαύρη Θάλασσα, ως εγγονής του Ήλιου που θυσίασε τα πάντα για την αγάπη του Ιάσονα και περιφερόταν σαν σκιά στη μαύρη γη.
Λίγο αργότερα η Μαργκερίτα Καρούζο κυριάρχησε στην οθόνη ως νεαρή Μαρία στο «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο» (1964) του Ιταλού σκηνοθέτη. Κι ύστερα εμφανίστηκε στο κάδρο ο Γουίλεμ Νταφόε από την ταινία «Παζολίνι» (2014) του Έιμπελ Φεράρα, υποδυόμενος τον δημιουργό που έφτασε στα όριά της τη σεξουαλική και πολιτική απεικόνιση. Η Πάτι Σμιθ βρήκε εκεί το εύφορο έδαφος για να απαγγείλει μία ωδή προς την ελευθερία του εικονοκλάστη και μεγάλου αιρετικού της κινηματογραφικής ευαισθησίας. Ταυτίστηκε η ίδια με τον χρονικογράφο του Κακού, τον ποιητή και ουσιαστικό αναγνώστη της κλασικής λογοτεχνίας. Ο θάνατος που τον βρήκε στην Όστια το 1975 ήταν το τέλος στην ερωτογραφική δημιουργικότητά του.
Αυτό το τελευταίο μέρος της παράστασης έμοιαζε με ένα hommage στο δημιουργικό «σκάνδαλο» που υπήρξε ο Παζολίνι για τους τίμιους οικογενειάρχες της πατρίδας του και στην ελευθεριότητα με την οποία κοιτάζει ο καλλιτέχνης τον κόσμο του (ένα μάθημα που η αμερικανίδα καλλιτέχνις έχει πάρει, κατά δήλωσή της, από τον ποιητή Γουίλιαμ Μπάροουζ). Ακόμη και το τραγούδι που επέλεξε για φινάλε ταίριαζε απολύτως στη βραδιά της Όστιας. Kαι της Αθήνας: «Because the night belongs to lovers». Το τραγούδι που έγραψε το 1977 περιμένοντας να της τηλεφωνήσει ο φίλος -και μελλοντικός της σύζυγος- Fred “Sonic” Smith, που έφυγε από τη ζωή το 1994.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News