565
Σκηνή από το «Megalopolis». Η ταινία του Κόπολα ήταν εξαρχής καταδικασμένη από τις ίδιες της τις προθέσεις | American Zoetrope

«Μegalopolis», ένα μεγαλόπνοο φιάσκο

Τέο Ιωάννου Τέο Ιωάννου 11 Δεκεμβρίου 2024, 13:15
Σκηνή από το «Megalopolis». Η ταινία του Κόπολα ήταν εξαρχής καταδικασμένη από τις ίδιες της τις προθέσεις
|American Zoetrope

«Μegalopolis», ένα μεγαλόπνοο φιάσκο

Τέο Ιωάννου Τέο Ιωάννου 11 Δεκεμβρίου 2024, 13:15

Δεν χρειάζεται κάποιος ιδιαίτερες κινηματογραφικές γνώσεις ή προσόντα κριτικού για να αντιληφθεί από το πρώτο τέταρτο της προβολής της νέας ταινίας του Φράνσις Φορντ Κόπολα ότι πρόκειται για φιάσκο. Το «Megalopolis», που κυκλοφόρησε και στις ελληνικές αίθουσες στα τέλη Νοεμβρίου, είναι μια ασύνδετη, εικαστικά φλύαρη και εν τέλει αποτυχημένη απόπειρα του θρυλικού σκηνοθέτη να σχολιάσει το σύγχρονο κοινωνικό γίγνεσθαι και το μέλλον της ανθρωπότητας.

Παρά τη 40ετή σπουδή του πάνω στο σενάριο, η απόπειρά του ήταν μάλλον καταδικασμένη εξαρχής, κυρίως λόγω των υπέρμετρων φιλοδοξιών της. Επιχειρώντας να συνδυάσει τη σύγχρονη, μαζικών διαστάσεων ευδαιμονία της στιγμιαίας ικανοποίησης, με κοινωνικά μηνύματα από την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και φουτουριστικά οράματα της ιδανικής πλατωνικής «Πολιτείας», η αυτοκαταστροφική μοίρα της ταινίας ήταν μάλλον προδιαγεγραμμένη.

Αυτό που παρουσιάζει ενδιαφέρον, όμως, είναι ο λόγος για τον οποίο –με εξαίρεση την οσκαρικού επιπέδου φωτογραφία του ρουμάνου Μιχάι Μαλαϊμέρε– η ταινία απέτυχε σε όλα σχεδόν τα επίπεδα ακόμα και να δώσει ένα ελαφρώς πειστικό δείγμα των προθέσεών της. Και η απάντηση ίσως κρύβεται πίσω από μια –ακόμα– ανατροπή στο κινηματογραφικό ύφος του Κόπολα.

Ο ιταλικής καταγωγής 85χρονος κινηματογραφικός δημιουργός έχει γράψει ιστορία στην Εβδομη Τέχνη, με μια σειρά αριστουργηματικών ταινιών διαφορετικών θεματικών, οι οποίες, όμως, έχουν κοινό παρονομαστή – και αυτός είναι η μόνιμη διάθεση αποδόμησης των ιστοριών και των χαρακτήρων που καταγράφει.

Στους τρεις «Νονούς» σχολιάζει τη συνωμοτική δομή της αμερικανικής οικογένειας μέσω του οργανωμένου εγκλήματος, που παρότι διαθέτει γοητεία και έχει κοινωνικά νομιμοποιηθεί, δεν μπορεί να αποφύγει την πορεία της προς την παρακμή και την πτώση. Η επικών διαστάσεων «Αποκάλυψη Τώρα», παράλληλα με το αντιπολεμικό μανιφέστο της, αποδομεί την «εντιμότητα» του πολέμου, παρουσιάζοντάς τον ως νομοτελειακή πορεία του ανθρώπινου ενστίκτου επιβίωσης.

Ακόμα και στον μη εμπορικό, αλλά κατεξοχήν σινεφίλ, ασπρόμαυρο «Αταίριαστο», ο Κόπολα καταπιάνεται με τον μύθο του απρόθυμου επαναστάτη χωρίς αιτία, οδηγώντας τον νομοτελειακά στην αυτοκαταστροφή. Ο σκηνοθέτης διαχρονικά αισθάνεται στο στοιχείο του όταν γκρεμίζει μύθους, τάσεις και πεποιθήσεις, εν είδει πνεύματος κοινωνικού αντιρρησία, προβάλλοντας εύστοχα το ιδιοφυές δαιμόνιό του στον χώρο της κινηματογραφικής μυθοπλασίας.

Ως πνεύμα αντιλογίας, στο «Megalopolis» επιχειρεί το αντίστροφο. Σε μια δυστοπική σύγχρονη εποχή όπου η συλλογική απαισιοδοξία για τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις και οι μαύρες σκέψεις για το μέλλον του ανθρώπινου γένους είναι κοινός τόπος και επικρατούσα θεώρηση, ο Κόπολα επιλέγει να προωθήσει την ιδέα μιας φουτουριστικής ουτοπίας βασισμένης στην ιδιοφυΐα ενός δημιουργού-εφευρέτη, στο πρόσωπο του οποίου ίσως βλέπει τον εαυτό του.

Μια φράση-κλειδί από τα πάμπολλα αποφθέγματα του μαέστρου της οθόνης είναι ότι «ο σκηνοθέτης είναι ο τελευταίος νομιμοποιημένος δικτάτορας της εποχής μας». Δεν έχει καθόλου άδικο, δυστυχώς όμως συγχέει τη «δικτατορία» του καλλιτεχνικού δημιουργού με εκείνη του κοινωνικού οραματιστή. Εκεί όπου η ιδεατή πλατωνική «Πολιτεία» βασίζεται στην ιδέα της συναίνεσης, ο Κόπολα βλέπει αυθαίρετη δημιουργία, βασισμένη στην ευφυΐα και τη δημιουργική σύλληψη.

Το «Megalopolis» επιχειρεί να «νομιμοποιήσει» τον οραματιστή εφευρέτη-διανοούμενο, βάζοντάς τον να υπερβαίνει τεράστια κοινωνικοοικονομικά εμπόδια, ερωτικές επιθυμίες, σεξουαλικές διαστροφές και πλήθος προκαταλήψεων – και στο τέλος τον δικαιώνει. Αυτή είναι, ίσως, η πρώτη ταινία στο πλούσιο βιογραφικό του, όπου ο Κόπολα επιδιώκει ανερυθρίαστα, και σε πείσμα των καιρών, το απόλυτο happy end.

Η ιδέα του είναι καταδικασμένη από τις ίδιες τις προθέσεις της: ο δημιουργός της αποδόμησης δεν γνωρίζει πώς να καταπιαστεί με τη δόμηση. Ετσι, εκθέτει και τις φιλότιμες προσπάθειες των ταλαντούχων πρωταγωνιστών του, μαζί με τις δημιουργικές αρετές των έξοχων συνεργατών του – και το προσωπικό οικονομικό στοίχημα του αυτοχρηματοδοτούμενου πονήματος του. Ποντάρει τα πάντα σε μια ζαριά και στο τέλος έχει τη μοίρα του κοινού τζογαδόρου.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...