Ο Αλμπερτο Τζιακομέτι πέθανε το 1966, σε ηλικία 65 ετών, από περικαρδίτιδα την οποία του προκάλεσε η χρόνια… κούραση. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, στο Παρίσι, δούλευε ασταμάτητα. Το 1965 ολοκλήρωσε 10 προτομές της συζύγου του Ανέτ Αρμ. Η Ανέτ του πόζαρε όλες τις ημέρες εκείνης της χρονιάς. Όταν εκείνη έφευγε από το ατελιέ το βράδυ, ο Τζιακομέτι έπιανε την προτομή της ερωμένης του και τη δούλευε όλη νύχτα.
Η ερωμένη ήταν 20 χρόνια νεότερη από την Ανέτ και την έλεγαν Καρολίν. Την προτομή της, ο γλύπτης την επαναλάμβανε πολλές φορές – σαν προτομή φάντασμα. Επίσης, παράλληλα ζωγράφιζε μανιωδώς πολλά πορτρέτα της. Όλα με την ίδια έκφραση. Όπως και η επαναλαμβανόμενη προτομή της.
Η Ανέτ και η Καρολίν σε εκείνα τα τελευταία έργα του σπουδαίου γλύπτη μοιάζουν εκκωφαντικά ίδιες. Και σε όλα, τα μάτια είναι ρουφηγμένα, τρύπες. Αυτές οι τρύπες και η βαθιά ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια της Καρολίν (στην πραγματικότητα δεν ήταν τόσο βαθιά) κάνουν τις προτομές να δείχνουν εξαντλημένες από την κούραση.
Ο Αλμπέρτο Τζιακομέτι γεννήθηκε το 1901 και ήταν γιος ενός διάσημου, την εποχή εκείνη στην Ελβετία, ρεαλιστικού ζωγράφου. Το πρώτο γλυπτό του το κατασκεύασε σε ηλικία 13 ετών, με μοντέλο τον μικρότερο αδελφό του, Ντιέγκο. Ο Ντιέγκο, παρεμπιπτόντως, βασανίστηκε πολύ σε όλη του τη ζωή, να ποζάρει στον Αλμπέρτο. Ο γλύπτης απαιτούσε πολύωρη πόζα και απόλυτη συγκέντρωση στο βλέμμα. Ανάλογο βασανισμό με του Ντιέγκο έζησε ως μοντέλο και η Ανέτ.
Όταν ο Τζιακομέτι ήταν έφηβος στην Ελβετία, έπαθε μαγουλάδες. Αυτή η ασθένεια τον άφησε στείρο. Μεγαλώνοντας ως νέος είχε σοβαρά προβλήματα στύσης. Ο ίδιος θεωρούσε πως αυτά οφείλονταν στην ανικανότητα. Ετσι απέφευγε να έχει σεξουαλικές επαφές με τα κορίτσια του – σεξ έκανε ως επί το πλείστον με πόρνες, επειδή όπως έλεγε, εκείνες δεν απογοητεύονταν.
Το 1922, σε ηλικία 21 ετών, μετοίκισε στο Παρίσι για να αφοσιωθεί στη γλυπτική. Εκεί πειραματίστηκε με τον κυβισμό και τον σουρεαλισμό. Γνώρισε και έκανε παρέα με τον Χοάν Μιρό, τον Μαξ Ερνστ, τον Πάμπλο Πικάσο και τον Μπαλτύς. Με αυτούς τους εικαστικούς τον είχε φέρει σε επαφή ο φίλος του Αντρέ Μπρετόν – λογοτέχνης, αναρχικός και κύριος θεωρητικός του υπερρεαλιστικού κινήματος.
Τα θέματα στη γλυπτική του Τζιακομέτι τα χρόνια του Μεσοπολέμου ήταν το σεξ και ο θάνατος. Τα πιο χαρακτηριστικά από εκείνη την περίοδο είναι η «Γυναίκα με κομμένο λαιμό» (1932), τα «Χέρια που κρατάνε το κενό» (1934-35) και το «Φανταστικό αντικείμενο» (1931). Το πρώτο είναι εντυπωσιακά βίαιο – παραπέμπει σε βιασμό, σε ξυράφια, σε δολοφονία. Το δεύτερο απεικονίζει την ανυπαρξία, το κενό. Το τρίτο είναι ένας φαλλός με αγκάθια.
Το 1942, ο Αλμπέρτο Τζιακομέτι έφυγε από το κατεχόμενο Παρίσι για την Ελβετία. Εκεί γνώρισε την Ανέτ Αρμ (1923-1993), η οποία αμέσως αποφάσισε ότι ήθελε να μοιραστεί τη ζωή της μαζί του και τον περίμενε μέχρι εκείνος να το αποφασίσει και να την κάνει γυναίκα του. Τελικά παντρεύτηκαν το 1949.
Οσο πάντως έζησαν στη Γενεύη ο Τζιακομέτι φιλοτεχνούσε γλυπτά, ολοένα μικρότερα από εκείνα που έφτιαχνε στο Παρίσι – ο ίδιος έλεγε πως συρρικνώνονταν ανεξάρτητα από τη βούλησή του. Στο τέλος τα γλυπτά έφτασαν να έχουν ύψος όσο ένα δάχτυλο του χεριού.
Το 1945, ο γλύπτης επέστρεψε στο Παρίσι μαζί με την Ανέτ. Εκεί ένα βράδι, βγαίνοντας από έναν κινηματογράφο στη λεωφόρο Μονπαρνάς, ξαφνικά κοκάλωσε. Κοίταξε το πρόσωπο ενός περαστικού. Μετά ενός άλλου. Κι ενός άλλου. Και σκέφτηκε: η πραγματικότητα δεν είναι φωτογραφική. Δεν είναι αυτό που βλέπουμε. Είναι η αντίληψή μας γι’ αυτό που βλέπουμε.
Κοιτάζοντας γύρω του στον δρόμο ένιωσε να τον λούζει κρύος ιδρώτας. Τα κεφάλια των περαστικών του φαίνονταν απόκοσμα. Λίγο αργότερα μπήκε στην μπρασερί Lipp στη λεωφόρο Σεν Ζερμέν. Όταν έσκυψε ο σερβιτόρος για να πάρει την παραγγελία ο Τζιακομέτι ένιωσε τον χρόνο να παγώνει και το κεφάλι του υπαλλήλου να γίνεται γλυπτό. «Τα μάτια του κοίταζαν σε ένα συγκεκριμένο σημείο, σε απόλυτη ακινησία», είπε αργότερα ο ίδιος.
Εκείνη τη βραδιά άλλαξε εντελώς η καλλιτεχνική οπτική του. Τέρμα οι μινιατούρες. Τέρμα και τα προπολεμικά έργα, που έμοιαζαν επηρεασμένα από την τέχνη των Αζτέκων και των Ετρούσκων. Το ενδιαφέρον του γλύπτη πλέον είχε μετατοπιστεί αποκλειστικά στον άνθρωπο. Και οι φιγούρες γίνονταν μακρόστενες, αποστεωμένες, με αφοπλιστικό βλέμμα που έβγαινε από τις τρύπες των ματιών.
Αυτές οι φιγούρες, οι στενόμακρες, οι απόκοσμες, με τα τρύπια μάτια, με τα μακριά χέρια και τα εξωπραγματικά δάχτυλα, έκαναν τον Τζιακομέτι τελικά διάσημο γλύπτη.
Τότε άρχισε να κάνει και παρέα με τη γαλλική διανόηση. Με τον Ζαν-Πολ Σαρτρ και τη Σιμόν ντε Μποβουάρ, συναντιούνταν στα καφέ. Με τον Σάμιουελ Μπέκετ έκαναν μακρινούς περιπάτους αργά τη νύχτα, χωρίς πολλές κουβέντες. Επίσης, σε εκείνη τη φάση, συχνά πήγαινε στο ατελιέ του Πάμπλο Πικάσο, όπου κόντραραν ο ένας τον άλλο: «Η γλυπτική σου είναι μια διαρκής επανάληψη του ίδιου θέματος» έλεγε στον Τζιακομέτι ο Πικάσο. «Η ζωγραφική σου είναι διακοσμητική. Δεν υπάρχει τίποτα από κάτω» αντέτεινε ο Τζιακομέτι.
Το βαθύτερο νόημα της καλλιτεχνικής σκέψης του Τζιακομέτι το έχει ίσως διατυπώσει καλύτερα ο Μπέκετ, στη νουβέλα του με τίτλο «Worstward Ho» (1983): «Πάντα προσπαθείς. Πάντα αποτυγχάνεις. Δεν έχει σημασία. Προσπάθησε ξανά. Απότυχε ξανά. Απότυχε καλύτερα».
Γιατί μπορεί πράγματι οι φιγούρες του Τζιακομέτι ύστερα από εκείνο το βράδι έξω από το σινεμά στο Παρίσι, να είναι επαναλαμβανόμενες, ωστόσο και η ζωή αυτό ακριβώς είναι. Μια διαρκής προσπάθεια. Μια κούραση που σου ρουφάει τα μάτια. Μια παράνοια που νομίζεις πως θα σε παραλύσει. Αλλά δεν πειράζει. Μπορείς πάντα να προσπαθήσεις ξανά. Μπορείς πάντα να αποτύχεις ξανά. Μπορείς πάντα να αποτύχεις καλύτερα.
Μία από εκείνες τις 10 προτομές της Ανέτ που ο Τζιακομέτι είχε φιλοτεχνήσει προτού πεθάνει, τα μάτια του μοντέλου δεν είναι τρύπια. Υπάρχουν και κοιτάζουν μπροστά. «Σ΄αυτά τη γλυπτά της Ανέτ προσπαθούσα να πετύχω, έστω για μια φορά, το κεφάλι που είχα “δει”».
*Η έκθεση του Τζιακομέτι στην πινακοθήκη Tate Modern στο Λονδίνο θα διαρκέσει ως τις 10 Σεπτεμβρίου.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News