Για πρώτη φορά η Ιωάννα Παλιοσπύρου ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τη γυναίκα που της πέταξε το βιτριόλι, την 36χρονη Εφη Κακαράντζουλα, η οποία σε μια αιφνιδιαστική κίνηση, εμφανίστηκε την Πέμπτη στο δικαστήριο.
Σύμφωνα με περιγραφές μέσα από την αίθουσα του Μεικτού Ορκωτού, η Εφη Κακαράντζουλα δεν κάθισε στο εδώλιο, αλλά στην πρώτη σειρά των θέσεων του ακροατηρίου.
Λίγα λεπτά αργότερα, ξεκίνησε η κατάθεση της Ιωάννας Παλιοσπύρου για όσα έζησε την ημέρα της επίθεσης με το βιτριόλι. Η περιγραφή της για τη στιγμή της επίθεσης και τα πρώτα λεπτά που ακολούθησαν ήταν συγκλονιστική:
«Σηκώθηκα για να πάω στη δουλειά μου και ήμουν στην είσοδο της πολυκατοικίας των γραφείων. Πάτησα το κουμπί του ασανσέρ και περίμενα να κατέβει. Κοιτούσα προς τα κάτω περιμένοντας. Ακουσα κάποιους θορύβους. Δεν έδωσα σημασία. Σκέφτηκα ότι μπορεί να είναι η καθαρίστρια ή κάποιος άστεγος. Καθώς περίμενα το ασανσέρ, εμφανίστηκε μπροστά μου μια γυναίκα, σήκωσα το βλέμμα και με κοίταξε στα μάτια. Μου έριξε το βιτριόλι, που εκείνη τη στιγμή δεν κατάλαβα τι ήταν, και έφυγε τρέχοντας.
»Θέλω να σας πω ότι λούστηκα με αυτό το υγρό, το ένιωσα παντού πάνω μου. Ημουν παντού στο σώμα μου λουσμένη και κατευθείαν μου ήρθε η μυρωδιά.
»Το πρώτο πράγμα ήταν να τρέξω για κάποια βοήθεια. Θυμήθηκα ότι είχε φαρμακείο δίπλα και έτρεξα προς το φαρμακείο. Οι πόνοι ήταν φρικτοί, δεν έβλεπα καθόλου από το ένα μάτι. Μπήκα μέσα στο φαρμακείο ουρλιάζοντας, οι άνθρωποι δεν καταλάβαιναν τι έλεγα, πανικοβλήθηκαν. Τους έλεγα “δώστε μου λίγο νερό, πεθαίνω, βοήθεια” φώναζα. Πήγα στον νιπτήρα, έριχνα νερό.
»Τα μαλλιά μου πέφτανε μέσα στον νιπτήρα. Έπιανα το πρόσωπο μου και καταλάβαινα ότι καιγόμουν, λιώνω.
»Φώναζα για βοήθεια, οι άνθρωποι τρόμαζαν. Καταλάβαινα ότι εκείνη τη στιγμή κάτι χάνω…
»Κάλεσαν σε βοήθεια το 166. Μου είπανε να βγάλω τα ρούχα μου γιατί λιώνανε πάνω μου. Εγώ το μόνο που σκεφτόμουν ήταν να μη χάσω τις αισθήσεις μου. Γιατί καταλάβαινα ότι μόνο εγώ μπορούσα να σώσω τον εαυτό μου. Φώναζα, “Θεέ μου, βοήθησέ με γιατί μόνο εσύ μπορείς”».
«Η πιο δύσκολη περίοδος της ζωής μου στο νοσοκομείο»
Η περιγραφή της Ιωάννας συνεχίστηκε με όσα βίωσε μετά τη διακομιδή της στο νοσοκομείο. Εκεί, μεταφέροντας τις αντιδράσεις όσων την έβλεπαν καμένη από το βιτριόλι, δεν άντεξε και έβαλε τα κλάμματα.
«Θυμάμαι απλά να με βρέχουνε, να ουρλιάζω, να πονάω, να ξανακοιμάμαι, να ξαναξυπνάω, μου έκαναν τομές στο μάτι και στο αυτί. Αυτά, δεν θυμάμαι παραπάνω. Προσπαθούσα απλά να αντέχω, για να μην πονάω.
»Την επόμενη μέρα με ενημέρωσαν ότι θα διακομιστώ στο “Θριάσιο”. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τη διακομιδή μου, επειδή δεν μπορούσα να δω, μπορούσα μόνο να ακούω, θυμάμαι την ώρα που περνούσαν τα φορεία στους διαδρόμους.
»Μια κυρία αναφώνησε “Θεέ μου” και κατάλαβα ότι το είπε για μένα (κλαίει), κατάλαβα ότι η κατάσταση δεν είναι καλή. Κατάλαβα ότι έχω σοβαρά εγκαύματα και απλά παρακαλούσα να επιβιώσω.
»Μέσα στο νοσοκομείο ήταν η πιο δύσκολη περίοδος της ζωής μου, έκανα επτά χειρουργεία. Θυμάμαι ότι δεν άντεχα το φως γιατί τα μάτια μου ήταν τραυματισμενα, ακόμα και το φως του δωματίου ήταν επίπονο».
«Για όσα διάστημα ήμουν στο νοσοκομείο έλεγα στους αστυνομικούς ότι δεν έχω πειράξει κανέναν. Προσπαθούσα να τους βοηθήσω αλλά δεν μπορούσα. Δεν πίστευα ότι κάποιος μπορεί να κάνει τέτοιο κακό. Κάποια στιγμή λοιπόν μου είπαν ότι είχαν καταλήξει ποιος έκανε την επίθεση. Μου μιλούσαν για την κατηγορούμενη και μου έλεγαν ότι εκείνη μου επιτέθηκε. Μαζί με αυτούς προσπαθούσα και εγώ να καταλάβω και να τους βοηθήσω. Αν ισχύει, τους έλεγα, αυτό που μου λέτε, ότι με παρακολουθεί εδώ και 1,5 χρόνο, άρα ξέρει ότι δεν έχω καμία σχέση με αυτόν τον σύντροφο που είχε. Δεν μπορούσαν να απαντήσουν σε αυτό το ερώτημα. Δεν ήξεραν αν ισχύουν όλα αυτά, γιατί το έκανε αυτή, τι μου έχει συμβεί, δεν καταλάβαιναν και δεν μπορούσαν να μου απαντήσουν», ανέφερε για τη επικοινωνία που είχε με τους αστυνομικούς.
«Κινδύνεψε η ζωή μου»
Μετά την προφυλάκιση της Εφης Κακαράντζουλα, το μόνο που σκεφτόταν η Ιωάννα ήταν πώς θα αντέξει, πώς θα καταφέρει να βγει από το νοσοκομείο.
«Προσπάθησα να εστιάσω στις δυνάμεις μου για να μπορέσω να βγω από το νοσοκομείο και να φέρω εις πέρας τα χειρουργεία που έπρεπε. Στα μισά των χειρουργείων ο οργανισμός μου δεν άντεξε. Ανέβαζα πυρετό, είχα πάθει λοίμωξη. Οι γιατροί μου είπαν ότι κινδύνεψε η ζωή μου. Έπαθα και δεύτερη λοίμωξη στο μάτι, που κινδύνεψα για δεύτερη φορά να το χάσω. Κάποια στιγμή, με τη βοήθεια των γιατρών, τα ξεπεράσαμε. Ήρθε η στιγμή που μου ανακοίνωσαν ότι θα πάρω εξιτήριο», περιέγραψε.
«Για να αντέξω προσπαθούσα να κοροϊδέψω εαυτό μου», είπε με δάκρυα στα μάτια, «ότι ζω ένα όνειρο. Το βράδυ, μετά τις 9, αφού πέρασαν όλοι οι γιατροί, έλεγα «Ιωάννα, θα ξυπνήσεις». Προσπαθούσα να με πείσω, για να αντέξω, ότι τα όνειρά μου είναι πραγματικά και η πραγματικότητα είναι ο εφιάλτης».
«Μου είπαν ότι επούλωσαν τα τραύματα που είχα ότι ξεκινάει ένας μαραθώνιος και ότι χρειάζονται πολλά χειρουργεία για να είμαι λειτουργική, να κουνάω τα χέρια μου, τον λαιμό μου. Μου λέγανε ότι είναι ένας μαραθώνιος με διάρκεια.
»Κάποια στιγμή αφού επέστρεψα στο σπίτι μου η έρευνα συνεχιζόταν. Κάποια στιγμή οι αστυνομικοί με ενημέρωσαν για κάποια στοιχεία που βρίσκονταν στο υπολογιστή της και με ρώτησαν αν γνωρίζω κάτι. Είμαστε από διπλανά χωριά, αλλά ποτέ δεν κάναμε παρέα με την κατηγορούμενη, γνωριστήκαμε εδώ στην Αθήνα. Βρεθήκαμε σε κάποιες γιορτές, γενέθλια στο σπίτι συγγενών μου και ανταλλάζαμε κάποιες κουβέντες. Μου είπανε για κάποιες κουβέντες που είχαν γίνει μεταξύ της ξαδέλφης μου και της κατηγορουμένης μετά την επίθεση. Οι αστυνομικοί με ρώτησαν αν γνωρίζω κάτι. Μου ζητήθηκε αν μπορώ να μάθω τι είχε ειπωθεί μεταξύ τους. Κάλεσα τη ξαδέλφη μου στο τηλέφωνο και τη ρώτησα τι έχουν πει. Τη ρώτησα αν ισχύει και τι ακριβώς είχε ειπωθεί. Μου είπε ότι ισχύει ότι υπήρχε επικοινωνία μεταξύ τους, ότι δεν μου το είπε για να μη με φέρει σε δύσκολη θέση. Μου είπε ότι μεταξύ των συζητήσεων ότι είχαν μιλήσει και για μένα, όπως όλοι φίλοι και γνωστοί μιλούσαν για μένα. Τη ρωτούσε η κατηγορουμένη πως είμαι αν με είδε και πως ήταν τα μέτρα στο νοσοκομείο λόγω covid. Εκείνη της είπε ότι δεν μπορούσε να μπει στο νοσοκομείο και ότι είχε δει μόνο τη μητέρα μου στο προαύλιο. Επίσης μου ανέφερε ένα συγκεκριμένο περιστατικό που της είχε κάνει εντύπωση».
«Δεν έχει μετανιώσει – χόρευε πάνω στα τραπέζια»
Στη συνέχεια της κατάθεσής της η Ιωάννα μίλησε για τον κυνισμό της Εφης Κακαράντζουλα, ακόμα και λίγες ώρες μετά την πράξη της:
«Εκανε ένα σχόλιο πολύ προσβλητικό για μένα. Της είπε η Έφη, οk, αν δεν μπορεί να δουλέψει, θα πάρει την αποζημίωση και θα ζήσει. Δεν έγινε κάτι. Αυτό θύμωσε τη ξαδέλφη μου. Αυτό το περιστατικό σε συνδυασμό με τις αναζητήσεις που με ενημέρωσαν πως είχε κάνει μετά την επίθεση και σε συνδυασμό με άλλα τουλάχιστον δύο περιστατικά που έλαβαν χώρα στο νοσοκομείο –η μητέρα μου μού είπε ότι κάποιοι ήλθαν στο νοσοκομείο να με δουν, αλλά δεν τους επετράπη η είσοδος–, όλα αυτά με έκαναν να πιστέψω ότι ήθελε πραγματικά να με σκοτώσει και δεν σταμάτησε ούτε και μετά. Ολα αυτά, αν τα συνδυάσει κανείς και σύμφωνα με το συμπέρασμα των αστυνομικών, ήταν να με σκοτώσει.
»Εμαθα εκ τω υστέρων ότι έγιναν άλλες τρεις απόπειρες. Αλλες δύο έξω από το σπίτι μου, την είδαν οι γείτονες να καβαλάει κάτι ύποπτο πάνω της. Σύμφωνα με τα στοιχεία, είχε γίνει μια ακόμη απόπειρα την προηγούμενη ημέρα, η οποία απλά απετράπη διότι δεν με πρόλαβε. Δεν κατάφερε να με σκοτώσει».
«Επίσης, θέλω να επισημάνω, πάλι σύμφωνα με την αστυνομική έρευνα, ότι με τρομάζει το γεγονός ότι η κατηγορούμενη είχε μια συμπεριφορά ανθρώπου –είχε αναστατωθεί όλος κόσμος για το ποιος το έκανε– και αυτή έβγαινε διασκέδαζε και χόρευε πάνω στα τραπέζια. Αντί να πει τι πήγα κι έκανα, ενθαρρύνεται ακόμη περισσότερο και αρχίζει και αναζητά τρόπους και όπλα. Βλέπουμε έναν άνθρωπο που δεν πτοείται, που γίνεται ακόμη χειρότερος. Αυτό είναι που με φοβίζει. Και δεν ξέρω ακόμη ούτε τα κίνητρα ούτε ποιοι άλλοι γνώριζαν, γιατί υπάρχουν και άλλοι. Σίγουρα ξέρω ότι δεν έχει μετανιώσει», υπογράμμισε η Ιωάννα Παλιοσπύρου.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News