Η Τήνος, όπως όλες οι Κυκλάδες, αλλάζει πρόσωπο τον χειμώνα. Το καλοκαίρι η καρδιά του νησιού χτυπά στη Μεγάλη Κολυμπήθρα, την ημέρα, και στο μπαρ του Κουρσάρου, τη νύχτα. Οταν όμως επιβληθεί το φθινόπωρο και οι επισκέπτες εγκαταλείψουν το τοπίο των θερινών τους αναμνήσεων, το νησί βρίσκει τους δικούς του ρυθμούς. O παλμός του πλέον εναρμονίζεται με τα χτυπήματα των καλεμιών που σμιλεύουν το μάρμαρο στον Πύργο, ένα χωριό 24 χιλιόμετρα ανατολικά του λιμανιού της Χώρας.
Εκεί λειτουργεί, από το 1955, το Προπαρασκευαστικό Επαγγελματικό Σχολείο Καλών Τεχνών Πανόρμου στο οποίο αυτή τη στιγμή φοιτούν 25 σπουδαστές. Βέβαια, η Ιστορία αυτού του χωριού, αλλά και ολόκληρης της Οξω Μεριάς της Τήνου, είναι σφυρηλατημένη με το μάρμαρο και την επεξεργασία του πολλά χρόνια πριν από την ίδρυση του Σχολείου. Η περιοχή υπήρξε κέντρο μαρμαροτεχνικής ήδη από την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και το χωριό γέννησε κάποιους από τους πιο σπουδαίους καλλιτέχνες του 19ου αιώνα: τον Νικηφόρο Λύτρα, τον Δημήτρη Φιλιππότη και, φυσικά, τον Γιαννούλη Χαλεπά.
Ο Λεωνίδας Χαλεπάς, διευθυντής του Σχολείου, γλύπτης και καθηγητής Γλυπτικής, είναι δισέγγονος του αδελφού του Γιαννούλη. Εξηγεί όμως ότι ο λόγος για τον οποίο αποφάσισε να έρθει στην Τήνο πριν από οκτώ χρόνια δεν έχει να κάνει με την καταγωγή του. «Το γνώριζα από πολύ παλιά το Σχολείο γιατί είχα συμφοιτητές στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας που ήταν αριστούχοι απόφοιτοι του Σχολείου μας. Ηταν εξαιρετικοί συνάδελφοι».
Οι δύο πρώτοι στη βαθμολογία απόφοιτοι από το Σχολείο της Τήνου, τότε όπως και τώρα, μπορούν να συνεχίσουν τις σπουδές τους στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών χωρίς εξετάσεις. Φοιτώντας στην ΑΣΚΤ έφερναν εκτός από την προσωπική τους ιδιοσυγκρασία και τη μέθοδο που διδάχτηκαν στο Σχολείο.
«Είχαν μια αφοβία με το υλικό», εξηγεί ο κ. Χαλεπάς. «Το ξέραν, το κατείχαν, είχε περάσει βαθιά μέσα τους και η συνύπαρξη μαζί τους ήταν πολύ εποικοδομητική. Θα ξυπνούσαν το πρωί και οκτώ η ώρα θα ήταν εκεί. Ηταν δουλευταράδες τα παιδιά, ήταν εργάτες, δουλεύανε πειθαρχημένα, με τα χέρια. Και είναι σημαντικό στην τέχνη –χωρίς να σημαίνει ότι μέσα από αυτό προκύπτει κάποιος ορισμός της– να βλέπεις αυτόν τον συνδυασμό, το διανοητικό και το ψυχικό, μαζί με το χειρωνακτικό κομμάτι, ας το πούμε συμβολικά “μυαλό”, “καρδιά” και “χέρια” να συνεργάζονται».
Αυτός είναι και ο βασικότερος λόγος για τον οποίο επέλεξε το Σχολείο στην Τήνο η Αλεξάνδρα, που είναι στο τρίτο και τελευταίο έτος των σπουδών της. «Χρειάζεται πειθαρχία και χρειάζεται δύναμη, δύο στοιχεία που ένιωθα ότι μου λείπουν και πιστεύω ότι μέσα από το σώμα μου θα τα αποκτήσω και στον χαρακτήρα μου».
Γεννημένη στη Χίο, αλλά έχοντας ζήσει δέκα χρόνια στην Αθήνα, ήρθε στην Τήνο σε ηλικία 29 ετών για να εμπλουτίσει το πτυχίο της στην Ανθρωπολογία, να εγκαταλείψει την πόλη και να αντλήσει τις πνευματικές αρετές που συνεπάγεται η μαρμαροτεχνία: «Χρειάζεται ψυχραιμία ώστε αν πάει κάτι στραβά, να βρεις αμέσως μια λύση για να το διορθώσεις ή, αν δεν διορθώνεται, να το χωνέψεις και με το ίδιο πάθος να ξεκινήσεις κάτι καινούργιο».
Εκείνη, όπως και οι περισσότεροι συμφοιτητές της, παίρνουν πολύ συνειδητά την απόφαση να φοιτήσουν στο Σχολείο και για αυτό στην πλειονότητά τους δεν είναι φρέσκοι απόφοιτοι Λυκείου. Ο Ηλίας ήρθε στην Τήνο από την Αθήνα στα 32 του και είναι στο δεύτερο έτος των σπουδών του. Τον ενδιέφερε η γλυπτική και συγκεκριμένα το μάρμαρο, οπότε θεώρησε το Σχολείο στην Τήνο, βάσει και της ιστορικότητάς του, πιο κατάλληλη επιλογή «σε σχέση με όλες τις άλλες Σχολές Καλών Τεχνών όπου το κομμάτι του μαρμάρου δεν υπάρχει» λέει χαρακτηριστικά. «Στα 18 μου όμως δεν ξέρω αν θα το επέλεγα, μάλλον όχι. Δηλαδή αν θέλει κάποιος να κάνει “φοιτητική ζωή”, προφανώς εδώ θα τη βρει».
Η Κατερίνα όμως είναι 19 χρόνων και έκανε ακριβώς αυτήν την επιλογή. Εχοντας μεγαλώσει στην Εύβοια και μη καταφέρνοντας να μπει στην ΑΣΚΤ με την πρώτη, ήρθε στην Τήνο, έπειτα από παρότρυνση της μητέρας της, καθώς η ίδια δεν ήξερε για την ύπαρξη του Σχολείου. Στην ερώτηση αν την απασχόλησε ότι δεν θα περάσει μια «τυπική» φοιτητική ζωή, απαντά με άνεση «καθόλου». «Δεν με δυσκόλεψε κάτι εδώ. Ολα στο χωριό είναι πολύ ωραία. Το κρύο μόνο λίγο, αλλά αυτό υπάρχει παντού». Τον χειμώνα η ζωή «έξω» συνοψίζεται σε «μια καφετέρια και ένα μπαράκι» που μένουν ανοιχτά στο χωριό, όμως η ίδια ανυπομονεί για το πρώτο της καλοκαίρι στο νησί, που θα είναι «ακόμα πιο ωραία γενικά γιατί θα έχει κόσμο και πιο πολλά ανοιχτά μαγαζιά».
Η Κατερίνα, όπως πολλοί σπουδαστές, θα δουλέψει το καλοκαίρι σε κάποιο μαγαζί για να στηρίξει οικονομικά τις σπουδές της. «Στο χωριό το κόστος ζωής, επειδή δεν έχει και πολλά πράγματα να κάνεις, είναι χαμηλό, οπότε δουλεύοντας σεζόν και με λίγη στήριξη από το σπίτι, τη βγάζεις», εξηγεί ο Ηλίας. Στο χαμηλό κόστος ζωής συμβάλλουν και τα χαμηλά ενοίκια —καθώς το Σχολείο προσφέρει μόνο δύο εστίες—όπως εξηγεί ο Ρένος, ο οποίος είναι δευτεροετής. «Το πρόβλημα βέβαια είναι το Airbnb. Είναι δύσκολο δηλαδή τώρα να βρεις σπίτι και να σε αφήσει όλο τον χρόνο, γιατί όλοι το θέλουν για το καλοκαίρι».
Ο Ρένος δούλευε στα μάρμαρα και έφυγε στα 33 του από τη Θεσσαλονίκη για να έρθει να φοιτήσει στο Σχολείο, όταν του το πρότειναν κάποιοι φίλοι του, παλιοί απόφοιτοι από το Σχολείο της Τήνου. «Η αρχή για μένα ήταν λίγο δύσκολη, γιατί σταμάτησα απότομα τη δουλειά και όταν έχεις συνηθίσει κάθε μέρα να δουλεύεις, χάνεσαι κάπως». Παρ’ όλα αυτά, το πρόγραμμα είναι απαιτητικό. Πέρα από κάποια θεωρητικά μαθήματα και το εργαστήρι μαρμαρογλυπτικής, «έχουμε εργαστήριο ζωγραφικής, πηλό, αρχιτεκτονικού σχεδίου. Αλλά τα παιδιά που γουστάρουμε πολύ το μάρμαρο περνάμε παραπάνω ώρες στο μαρμαράδικο», λέει χαρακτηριστικά.
Το να ακούσει τους φίλους του και να αφήσει τη δουλειά του για να σπουδάσει στην Τήνο ήταν «100% καλή απόφαση». Αυτό που ξεχωρίζει στο σχολείο είναι «ότι υπάρχουν μερικοί άνθρωποι που προσπαθούν να σε μάθουν κάποια πράγματα και ευτυχώς είναι κάθε μέρα μαζί σου. Δηλαδή, ανά πάσα στιγμή ζητήσεις βοήθεια, την έχεις».
Για την Αλεξάνδρα, από την άλλη, μεγάλη σημασία έχει και η σύσταση των φοιτητών: «Είναι ενδιαφέρον ότι είμαστε όλοι πολύ διαφορετικοί μεταξύ μας», λέει χαρακτηριστικά. «Ερχόμαστε ο καθένας από…» «άλλο κόσμο» συμπληρώνει ο Ρένος. «Και πέρα από την τέχνη», συνεχίζει η Αλεξάνδρα, «μας συνδέει και ένα ακόμα κοινό, ότι είμαστε ξένοι κάπως για αυτόν τον τόπο και προσπαθούμε να τον κάνουμε δικό μας. Και έτσι συμβαίνει και αυτή η ανταλλαγή αυτή η μίξη ανθρώπων που βρίσκει κανείς συνήθως στην πόλη».
Το νησί μπορεί να είναι ξένος τόπος για εκείνους (εκτός από τους Τηνιακούς που φοιτούν στο Σχολείο, σε πολύ μικρότερους αριθμούς σε σχέση με προηγούμενες δεκαετίες), όμως είναι ένας τόπος φιλόξενος και με σεβασμό για το Σχολείο, δεδομένου ότι πολλοί τοπικοί φορείς υποστηρίζουν τη λειτουργία του από ιδρύσεώς του. «Είναι καταπληκτικό το τοπίο της περιοχής», περιγράφει ο κ. Χαλεπάς, «η σύνθεση πολιτιστικά και πληθυσμιακά δηλαδή. Είναι πολύ ελεύθερα μυαλά οι άνθρωποι που ζουν εδώ, έχουν μια γλύκα».
Βοηθάει πολύ, όμως, και το τοπίο του νησιού αυτό καθαυτό. «Εδώ παρατηρείς ακανόνιστα τοπία και καθαρίζει το μυαλό σου από το να βλέπεις συνέχεια τις φόρμες που υπάρχουν σε μια πόλη όπου είναι όλα σε κουτιά», περιγράφει η Αλεξάνδρα. «Είναι λίγο πιο απλά τα πράγματα· αλλά όχι απλοϊκά. Είναι ουσιαστικά».
Ολα αυτά τα χαρακτηριστικά, η Ιστορία, το αντικείμενο, η τοποθεσία, το κλίμα, οι χαρακτήρες των σπουδαστών και των καθηγητών δημιουργούν ένα Σχολείο Καλών Τεχνών πραγματικά μοναδικό στον κόσμο. «Πρέπει να προστατευθούν και να διατηρηθούν το μοναδικό αντικείμενο, οι πανάρχαιες τακτικές που διδάσκονται και η ιδιαίτερη φυσιογνωμία του Σχολείου», υπογραμμίζει ο κ. Χαλεπάς. «Εχει σμιλευτεί όλα τα χρόνια της λειτουργίας του και έχει τις ρίζες του πολύ πριν από την ίδρυσή του».
Σε αυτό θα συμβάλει και η ικανοποίηση του χρόνιου αιτήματος του Σχολείου από το υπουργείο Πολιτισμού, για την επέκταση των κτιριακών του εγκαταστάσεων και την προμήθεια υλικοτεχνικού εξοπλισμού, δημιουργώντας, όπως αναφέρει και ο διευθυντής χαρακτηριστικά, «τις προϋποθέσεις του μέλλοντος για το Σχολείο».
Βγαίνοντας από αυτό το Σχολείο, κάποιοι θα συνεχίσουν τις σπουδές τους στην ΑΣΚΤ, κάποιοι θα ασχοληθούν με την τέχνη ή με το μάρμαρο και κάποιοι θα εργαστούν ως μαρμαροτεχνίτες στην αποκατάσταση, την αναστήλωση και τη θεραπεία αρχαιολογικών μνημείων στο ΥΠΠΟΑ, καθώς το υπουργείο προτιμά απόφοιτους από την Τήνο για τις συγκεκριμένες θέσεις.
«Το βρίσκω συγκλονιστικό ότι θα πρέπει κάποια στιγμή τα παιδιά που θα φύγουν από ’δώ να πάνε να πιάσουν στα χέρια τους τον Επικούρειο Απόλλωνα, τα έργα του Ικτίνου, για παράδειγμα», λέει ο κ. Χαλεπάς. «Χρειαζόμαστε παιδιά που όταν θα πιάσουν μια πετρούλα να την τοποθετήσουν σε ένα έργο να έχουν την απαραίτητη ευαισθησία, να έχουν περάσει αυτή τη δημιουργική διαδικασία της γλυπτικής, της ενασχόλησης με αυτό το θείο υλικό, για να μπορούν να νιώσουν όλα τα ειδοποιά χαρακτηριστικά της τέχνης. Μόνο έτσι τα μάτια από όλη την υδρόγειο που θα περάσουν μπροστά από το μνημείο αυτό, θα μπορέσουν να το δουν με την απαραίτητη γνησιότητα. Χωρίς να του έχουν αφαιρέσει ή προσθέσει τίποτα. Πώς να σας πω… Να το δείξουν σε όλο του το μεγαλείο».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News