Στις 16 Μαρτίου, ο Ντμίτρι Γιούριν βρισκόταν στο γκαράζ του σπιτιού του στη Μαριούπολη, όπου είχε βρει καταφύγιο μαζί με τη μητέρα του προσπαθώντας να γλυτώσουν από τους ρωσικούς βομβαρδισμούς.
Διακόσια μέτρα μακρύτερα, ήταν το θέατρο της πόλης, στο οποίο είχαν βρει καταφύγιο περισσότεροι από 1.500 άμαχοι, στην πλειοψηφία τους γυναίκες και παιδιά.
Το σπίτι του τραντάχτηκε από τις βόμβες που έπεσαν στο θέατρο, παρόλο που οι ουκρανικές αρχές είχαν γράψει με πολύ μεγάλα γράμματα τη λέξη «παιδιά» γύρω από το κτίριο, ώστε να φαίνεται από ψηλά.
«Ηταν μία τρομακτική, τεράστια έκρηξη. Ακουσα κραυγές και κλάματα. Είδα πτώματα και κομμάτια από ανθρώπους. Εβγαλα μία γυναίκα από τα συντρίμμια, μετά ένα κορίτσι, ένα αγόρι, όλοι τραυματισμένοι. Τα πόδια του αγοριού δεν κουνιόντουσαν. Τσίριζε. Τα χέρια μου έτρεμαν. Ημουν μέσα στα αίματα», είπε στον Guardian.
Πιο πέρα κείτονταν μία γυναίκα ακίνητη. Συγγενείς της προσπαθούσαν να την επαναφέρουν με μαλάξεις στο στήθος της. «Ενα παιδί στεκόταν δίπλα της, λέγοντας, “μαμά μην κοιμηθείς”. Η γυναίκα ήταν νεκρή».
Τουλάχιστον 300 άτομα σκοτώθηκαν από τις ρωσικές βόμβες στο θέατρο, σύμφωνα με τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι. Μάρτυρες όπως ο Γιούριν, είδαν δεκάδες πτώματα. Οι Ρώσοι συνέχιζαν να χτυπούν το σημείο ενώ οι κάτοικοι προσπαθούσαν να ανασύρουν ζωντανούς.
Ο Γιούριν επέστρεψε σπίτι του σοκαρισμένος και αποφάσισε ότι πρέπει να φύγει από την πόλη για να σωθεί. Οι Ρώσοι την πολιορκούσαν ήδη για δύο εβδομάδες. Η Μαριούπολη ήταν αποκομμένη από παντού. Ο μόνος δρόμος διαφυγής, σκέφτηκε ο Γιούριν, ήταν η θάλασσα. Ετσι, αποφάσισε να κολυμπήσει στα παγωμένα νερά της Αζοφικής Θάλασσας, μέσα στο σκοτάδι.
Ως ερασιτέχνης ψαράς, που ψάρευε με τον πατέρα του, ήξερε καλά την ακτογραμμή της πόλης. Εδεσε δύο σακούλες σκουπιδιών γύρω από τις κάλτσες του και γύρω του, με σπάγκο, τέσσερα πεντάλιτρα πλαστικά μπιτόνια για να τα χρησιμοποιήσει ως σωσίβιο.
Εφυγε με τα πόδια και κατάφερε να φτάσει ανενόχλητος στην παραλία. Μόλις είχε αρχίσει να νυχτώνει. Διέσχισε ερειπωμένα οικοδομικά τετράγωνα. «Λίγοι άνθρωποι ήταν έξω ψάχνοντας για νερό. Κάποιος μου ζήτησε τσιγάρο. Η πόλη ήταν άδεια. Πήρα ένα μονοπάτι που ήξερα προς την παραλία. Εκανε κρύο».
Ο Γιούριν μπήκε στη θάλασσα, κολύμπησε προς τα ανοιχτά για 150 μέτρα και μετά άρχισε να κολυμπά παράλληλα με τις ακτές προς τα δυτικά. Το νερό ήταν παγωμένο. «Τα δόντια μου έτριζαν. Κρύφθηκα πίσω από ένα μπιτόνι ώστε να μην φαίνομαι. Κάποιες στιγμές, ξεκουραζόμουν πάνω στα μπιτόνια».
Κολύμπησε για 2,5 ώρες σε απόσταση τεσσάρων χλμ, πέρα από το Ριμπάτσκε, υπό ρωσική κατοχή και έφτασε στο χωριό Μελεκίνι, που ήταν παραλιακό θέρετρο πριν τον πόλεμο. Κατάφερε να βγει στη στεριά. Βρήκε ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, που τον πήραν σπίτι τους, του έδωσαν ένα σφηνάκι βότκα και ένα μπολ ζεστή σούπα.
Το χωριό ήταν υπό ρωσική κατοχή. Με τη βοήθεια ενός γείτονα, ο Γιούριν κατάφερε να μπει σε ένα μίνι βαν που πήγαινε προς το λιμάνι του Μπερντιάνσκ. Οι ρώσοι στρατιώτες στο σημείο ελέγχου δεν του έδωσαν σημασία, αλλιώς θα ήταν νεκρός. «Ηταν 17 ή 18 χρόνων». Από το Μπερντιάνσκ, έφτασε σε περιοχή που ήλεγχαν πλέον οι Ουκρανοί.
Αργότερα, κατάφερε να ξεφύγει και η μητέρα του από τη Μαριούπολη και να φτάσει στο Μπερεντιάνσκ, όπου μένει σε μία φίλη της.
Στο μεταξύ, οι βομβαρδισμοί στην πόλη συνεχίζονται χωρίς διακοπή. Μόνο την Τετάρτη, έπεσαν 118 βόμβες, σύμφωνα με τον Guardian.
Εκτός αυτού, οι Ρώσοι αιχμαλωτίζουν αμάχους με την απειλή όπλων, ακόμα και από νοσοκομεία και τους στέλνουν στη Ρωσία, ενώ αυτονομιστές βγήκαν στη γύρα με ένα λευκό βαν έχοντας λάβει εντολή να μαζέψουν τα πτώματα αμάχων από τους δρόμους της Μαριούπολης, ώστε να προλάβουν νέες εικόνες σαν αυτές που προκάλεσαν παγκόσμια κατακραυγή από την Μπούτσα.
Residents of Mariupol were forcibly deported to the temporarily occupied territory of Ukraine. Armed men came to the city hospital and in an ultimatum said that doctors and patients should get out and get on the occupiers' vehicles. pic.twitter.com/O21Twv4NEO
— UkraineWorld (@ukraine_world) April 7, 2022
«Πώς βγήκα ζωντανή με τα παιδιά μου από το βομβαρδισμένο θέατρο»
Η βρετανική εφημερίδα δημοσιεύει και μία άλλη ιστορία διαφυγής, της Βίκα Ντουμποβίτσκαγια, που βρισκόταν με τα δύο της παιδιά, έξι και δύο ετών, μέσα στο θέατρο της Μαριούπολης.
Εκεί είχαν βρει καταφύγιο στις 5 Μαρτίου, όταν πλέον η πόλη δεν είχε νερό, ρεύμα, αέριο ή θέρμανση. Ενας από τους ηθοποιούς στο θέατρο τής έδειξε ένα σημείο στον πρώτο όροφο, όπου μπορούσε να μείνει με τα παιδιά της.
«Μέναμε στον διάδρομο ανάμεσα σε κλασικές κολώνες. Οι τοίχοι ήταν πολύ χοντροί», είπε. Αλλες γυναίκες και παιδιά κοιμόντουσαν παντού σε όλους τους ορόφους και στα δύο υπόγεια.
Τις πρώτες τρεις ημέρες δεν υπήρχε τίποτα για να φάνε. Μετά, οι ουκρανοί στρατιώτες τούς έφεραν κατεψυγμένα ψάρια, τα οποία μαγείρεψαν έξω και τα έδωσαν μόνο στα παιδιά. Οι ενήλικες δεν έφαγαν. Εθελοντές έφυγαν και βρήκαν ένα κατάστημα με ζεστά ρούχα, τα οποία έκλεψαν και έφεραν πίσω.
Η ίδια λέει ότι οι Ρώσοι ήξεραν καλά ότι στο θέατρο ζούσαν μόνο γυναίκες και παιδιά. Είχαν εισβάλει σε μία τράπεζα σε απόσταση μόλις 25ο μέτρων από το κτίριο.
Οταν έπεσε η βόμβα, πετάχθηκε πάνω σε έναν τοίχο και χτύπησε πολύ στο πρόσωπο, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν το σκέφτηκε καν. Το μόνο που την ένοιαζε ήταν να σώσει τα παιδιά της. Τα πήρε αγκαλιά και άρχισε να τρέχει με όλη της τη δύναμη. Μετά από πολύ αγώνα, κατέληξαν σε κατασκήνωση του Ερυθρού Σταυρού μακριά από τη Μαριούπολη, όπου τους βρήκε ο σύζυγός της, ο οποίος επέστρεψε από την Πολωνία. Πλέον, διαμένουν σε ένα υπόγειο με 25 πρόσφυγες, στο Λβιβ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News