Ο Λούκα Μιλιβόγεβιτς ήταν ο καλύτερος παίκτης, ο ηγέτης, η «ψυχή» του Ολυμπιακού. Μέχρι την τελευταία στιγμή. Με τις βαλίτσες του έτοιμες για την Premier League -τον προορισμό των ονείρων κάθε ποδοσφαιριστή- ούτε που το σκέφτηκε να προφυλάξει τα πόδια του. Στο κακοτράχαλο τερέν της Βέροιας «τα έδωσε όλα», όπως πάντα. Είναι ο τύπος που οι οπαδοί λατρεύουν. Τώρα, όμως, θα τον βλέπουν στην τηλεόραση. Μέσα σε ενάμισι χρόνο η αξία του επταπλασιάστηκε – και το σύγχρονο ποδόσφαιρο είναι «μπίζνα», πάνω απ’ όλα.
Ο Ολυμπιακός αγόρασε τα δικαιώματα του σέρβου αμυντικού χαφ -το καλοκαίρι του 2015 από την Αντερλεχτ- με δυο εκατομμύρια ευρώ και κάτι ψιλά. Ηταν αδύνατον να πει «όχι» στα 15+ εκατομμύρια της Κρίσταλ Πάλας. Αν και οι λεπτομέρειες της συμφωνίας μένει να ανακοινωθούν (από τους Αγγλους, βεβαίως), πρόκειται -πιθανότατα- για την πιο ακριβή πώληση ποδοσφαιριστή από ελληνικό κλαμπ. Για λίγες εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ θα ξεπεράσει εκείνες του Κώστα Μήτρογλου στη Φούλαμ (15,1 εκατ. ευρώ), του Κώστα Μανωλά στη Ρόμα (15 εκατ. ευρώ) και του Νέρι Καστίγιο στη Σαχτάρ (15 εκατ. ευρώ).
Αξίζει, ο Μιλιβόγεβιτς, τόσα λεφτά; Γιατί όχι; Είναι βασικός στην εθνική ομάδα της Σερβίας, έχει κάνει πολύ καλά παιχνίδια με τον Ολυμπιακό στην Ευρώπη, και -παρότι ανασταλτικός μέσος- σκοράρει συχνά. Εφέτος πρόλαβε να βάλει έξι γκολ – τα μισά απ’ όσα έχει πετύχει ο Ιντέγιε, που είναι σέντερ φορ και πρώτος σκόρερ της ομάδας. Ηταν, όμως, κι αυτή η παράδοση των μικρών αγγλικών συλλόγων, να κάνουν large μετεγγραφές τον Ιανουάριο, την οποία έσπευσε να εκμεταλλευθεί ο Ολυμπιακός.
Εκτός από την Κρίσταλ Πάλας, για τον παίκτη ενδιαφέρθηκαν η Χαλ και η Σάντερλαντ – ομάδες που, επίσης, βρίσκονται κάτω από τη ζώνη του υποβιβασμού. Ολες ήταν πρόθυμες να δώσουν κάτι παραπάνω, επειδή η παραμονή στην Premier League μεταφράζεται σε περίπου 150 εκατ. ευρώ. Τόσα θα χάσει η ομάδα που θα υποβιβαστεί, εφόσον επιστρέψει αμέσως, την επόμενη σεζόν. Διαφορετικά, η ζημιά θα είναι 150 εκατ. ευρώ επί όσα χρόνια απουσιάσει. Κάπως έτσι είχε γίνει και το προηγούμενο ρεκόρ, με τον Μήτρογλου, τον Γενάρη του 2014. Κάπως έτσι η Χαλ πλήρωσε σχεδόν ένα εκατομμύριο ευρώ, πριν από μερικές μέρες, για να πάρει τον Ομάρ δανεικό για έξι μήνες.
Η πώληση ενός ποδοσφαιριστή είναι και τέχνη – μια τέχνη που ο Ολυμπιακός του Μαρινάκη γνωρίζει άριστα. Ακολουθώντας το μοντέλο της Πόρτο και της Μπενφίκα -«αγοράζω φθηνά και πουλάω ακριβά»- μετά το 2010 έχει εισπράξει από μετεγγραφές παικτών πάνω από 100 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με το CIES (διεθνές κέντρο μελετών για τον αθλητισμό, το οποίο ίδρυσε η FIFA σε συνεργασία με το πανεπιστήμιο του Νεσατέλ), ο Ολυμπιακός είναι ο μοναδικός ελληνικός σύλλογος ανάμεσα στους 100 με τα μεγαλύτερα έσοδα από παραχωρήσεις ποδοσφαιριστών σε ομάδες των πέντε κορυφαίων πρωταθλημάτων της Ευρώπης.
Το πιο εκπληκτικό δεν είναι ο τζίρος του πρωταθλητή Ελλάδος, αλλά το ποσοστό κέρδους που επιτυγχάνει στις συμφωνίες του. Αυτό που συνέβη το 2013-2014 είναι, ίσως, το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Μέσα σε έξι μήνες κατάφερε να πουλήσει έναντι 40 εκατ. ευρώ (συνολικά), τρεις διεθνείς ποδοσφαιριστές που του είχαν κοστίσει μόλις 600.000 ευρώ. Για τον Μήτρογλου, που του έφερε 15,1 εκατ. ευρώ, είχε δαπανήσει -το 2007- 200.000 ευρώ. Για τον Σάμαρη, για τον οποίο η Μπενφίκα πλήρωσε 10 εκατ. ευρώ, είχε δώσει (στον Πανιώνιο, το 2012) 400.000 ευρώ. Και ο Μανωλάς, που πήγε στη Ρόμα με 15 εκατ. ευρώ, είχε αποκτηθεί ως ελεύθερος (το 2012).
Οι «μετεγγραφές αεροδρομίου» είναι οι αγαπημένες των οπαδών, και έχουν κάποια χρησιμότητα: πουλάνε εισιτήρια διαρκείας, γεμίζουν το γήπεδο και παρακινούν τους χορηγούς να γίνουν πιο γενναιόδωροι. Καμιά φορά φέρνουν και τίτλους. Αλλά, οι σύλλογοι σαν τον Ολυμπιακό ευημερούν, κυρίως, χάρη στην υπεραξία που αφήνει στα ταμεία τους αυτό το αέναο πάρε – δώσε στο ποδοσφαιρικό παζάρι. Το καλοκαίρι του 2014, η άφιξη του Αρτούρ Μαζουακού ήταν «βούλα» στο ρεπορτάζ, επειδή ήρθε με το ίδιο αεροπλάνο που έφερε στην Ελλάδα τον Ερίκ Αμπιντάλ. Ο διάσημος Αμπιντάλ αποσύρθηκε από τη δράση έξι μήνες μετά, ενώ ο άγνωστος (και πάμφθηνος) Μαζουακού πουλήθηκε -δυο χρόνια αργότερα- στη Γουέστ Χαμ έναντι 8 εκατ. ευρώ.
Ολα αυτά τα χρόνια, ο Ολυμπιακός κέρδισε πολύ περισσότερα -είτε αγωνιστικά είτε οικονομικά- από αθόρυβες μετεγγραφές που του κόστισαν ελάχιστα ή καθόλου: από τους 34άρηδες Ιμπαγάσα και Γκόγκιτς, από τους «ελεύθερους» Στολτίδη, Ζεβλάκοφ, Ζέτερμπεργκ, Μοδέστο και Τσόρι, από τους πάμφθηνους Γιάγια Τουρέ, Μιραλάς και Φουστέρ. Αντιθέτως, «έκλαψε» τα 5 δισεκατομμύρια (δραχμές) που έδωσε για τον Ζάχοβιτς, τα 9 εκατ. ευρώ του Ντιόγκο, τα 7,5 εκατ. του Μπελούτσι, τα 5 εκατ. ευρώ του Ριέρα, τα 2,5 εκατ. του Μασάντο – και πάει λέγοντας. Μια από τις πρώτες πωλήσεις της εποχής Μαρινάκη ήταν διδακτική. Ο Ντουντού Σεαρένσε είχε κοστίσει (επί Κόκκαλη) 6 εκατομμύρια ευρώ. Οταν έφυγε (για την Ατλέτικο Μινέιρο), έφερε πίσω μόλις το 1/6 αυτού του ποσού.
Οι εξαιρέσεις -του Ζιοβάνι, του Ριβάλντο, του Καρεμπέ, του Γκαλέτι και του Μέλμπεργκ- απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα, πως ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός. Ο Μαρινάκης μπήκε γρήγορα στο νόημα, το οποίο είναι ένα τρίγωνο με τρεις κορυφές: αγορά έπειτα από καλό scouting, υπεραξία, πώληση. Η μόνιμη παρουσία του Ολυμπιακού στο Champions League βοήθησε στη διαφήμιση του «εμπορεύματος», και τα έσοδα της θητείας του από παραχωρήσεις ποδοσφαιριστών κοντεύουν να φτάσουν τις εισπράξεις από τις διοργανώσεις της UEFA.
Θα «πιάσει», ο Μιλιβόγεβιτς, στην Αγγλία; Αυτό είναι ένα μυστήριο – όσο και ο ίδιος ο ποδοσφαιριστής
Το αλισβερίσι παικτών, ο Ολυμπιακός το έχει κάνει επιστήμη. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι το καλοκαίρι του 2015, οι «ερυθρόλευκοι» ενεπλάκησαν στις μετακινήσεις… 46 ποδοσφαιριστών. Αποκτήθηκαν 18, δόθηκαν δανεικοί 13, δυο επέστρεψαν από δανεισμό, 12 έμειναν ελεύθεροι, και ένας -ο Νταβίντ Ενέν- αγοράστηκε και πουλήθηκε χωρίς, καν, να πατήσει το πόδι του στην Ελλάδα.
Με αυτά τα χρήματα, η ομάδα παραμένει ανταγωνιστική, κατασκεύασε υπερσύγχρονα αποδυτήρια και ένα τελευταίας τεχνολογίας studio στο «Γεώργιος Καραϊσκάκης», τοποθέτησε στο γήπεδό της χλοοτάπητα προδιαγραφών Premier League, και αναβάθμισε το Αθλητικό Κέντρο της στου Ρέντη. Το κυριότερο; Ο Ολυμπιακός είναι, πλέον, ο μοναδικός σύλλογος στην Ελλάδα που η επιβίωσή του δεν εξαρτάται από την τσέπη του μεγαλομετόχου του.
Θα «πιάσει», ο Μιλιβόγεβιτς, στην Αγγλία; Αυτό είναι ένα μυστήριο – όσο και ο ίδιος ο ποδοσφαιριστής. Οταν πρωτο-ήρθε στα μέρη μας, ως δανεικός τον Σεπτέμβριο του 2014, φαινόταν να ενδιαφέρεται περισσότερο για τους καυγάδες, παρά για την μπάλα. Κυνήγησε τον Κάτσε στην Τούμπα, πάτησε στον προσαγωγό τον πεσμένο στο χόρτο Τάσο Λαγό στη Λεωφόρο, έπαιξε μπουνιές με τον Γιώργο Τζαβέλλα και κλώτσησε τον Παναγιώτη Γλύκο στο Φάληρο, έριξε μια γονατιά στη μέση του Πέτρου Μάνταλου στο ΟΑΚΑ, και μια αγκωνιά στην καρωτίδα του Χαρίση στην Τούμπα. Στα δυόμισι χρόνια του στην Ελλάδα τιμωρήθηκε με μόλις μια αποβολή (με δυο κίτρινες κάρτες). Μετά το καλοκαίρι, ηρέμησε. Αλλά, αν κάνει τα ίδια στην Αγγλία, θα φτιάξει… συλλογή από «κόκκινες».
Στον Ερυθρό Αστέρα, του οποίου είναι φανατικός οπαδός, έπαιξε καλή μπάλα. Το ίδιο και στον Ολυμπιακό, με τον οποίο -επίσης- δέθηκε συναισθηματικά. Αλλά στην Αντερλεχτ, όπου έπρεπε απλώς να κάνει τη δουλειά του ως επαγγελματίας, είχε μόλις 13 -αδιάφορες- συμμετοχές. Στην Κρίσταλ Πάλας θα χρειαστεί κάτι για να τον «φτιάξει». Κάτι περισσότερο από το «αυτοκρατορικό» συμβόλαιο των 2 εκατ. ευρώ ετησίως.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News