Ποιος θα μπορούσε άραγε να ανταγωνιστεί την Πενέλοπε Κρουζ και τον Μπραντ Πιτ χωρίς να τον σβήσει αυτομάτως η γοητεία των δύο λαμπερών χολιγουντιανών σταρ; Στη νέα καμπάνια του οίκου Chanel των Inez & Vinoodh, η περίφημη τσάντα 11.12 της μάρκας τα καταφέρνει να σταθεί σχεδόν ισότιμα πλάι τους, ακουμπισμένη μπροστά από το παρμπρίζ του αυτοκινήτου τους ή σε ένα τραπέζι ανάμεσά τους, καθώς το ζευγάρι συζητάει με μια σερβιτόρα πώς θα ήθελαν ψημένη την μπριζόλα τους.
Ο ερωτισμός που εκπέμπει το ζευγάρι μαζί με το μουσικό θέμα –συνώνυμο κάθε ρομαντικής στιγμής– του Φράνσις Λάι για την εμβληματική ταινία «Ενας άνδρας και μια γυναίκα» του 1966, που ακούγεται στο ασπρόμαυρο βιντεοκλίπ, οδηγούν αυτόματα στην ατάκα «Συγγνώμη, έχετε διαθέσιμο δωμάτιο;». Και πριν προλαβαίνεις καν να το σκεφτείς, ακούγεται από τα χείλη της αισθησιακής Πενέλοπε.
Είναι ένα ménage à trois που έχει προηγούμενο, γράφει στους Times του Λονδίνου η Αννα Μέρφι, αφού η καμπάνια επαναλαμβάνει σχεδόν πιστά μερικά από τα πρώτα πλάνα και τα λόγια της κλασικής ταινίας του Κλοντ Λελούς, ενός από τους πιο αγαπητούς γάλλους σκηνοθέτες. Η Πενέλοπε Κρουζ και ο Μπραντ Πιτ αντικαθιστούν την Ανούκ Αϊμέ και τον Ζαν Λουί Τρεντινιάν, υποδυόμενοι αντίστοιχα την Αν και τον Ζαν Λουί.
Η ταινία «Ενας άνδρας και μια γυναίκα» αφηγείται την ιστορία τους. Η Αν είναι μια νεαρή χήρα που έχασε τον κασκαντέρ σύζυγό της σε ένα ατύχημα στα γυρίσματα, και ο Ζαν Λουί είναι οδηγός αγώνων, χήρος επίσης, του οποίου η γυναίκα έχει αυτοκτονήσει. Η Αν και ο Ζαν Λουί συναντιούνται στη Ντοβίλ και νιώθουν έντονη έλξη ή τουλάχιστον λαχταρούν να ερωτευτούν. (Αλλά η Αν δεν μπορεί να δοθεί ολοκληρωτικά, από τύψεις για τον νεκρό άντρα της).
Η Ντοβίλ, ωστόσο, είναι το παραθαλάσσιο θέρετρο, όπου η δεσποινίς Σανέλ άνοιξε το 1912 την πρώτη της μπουτίκ με καπέλα και έναν χρόνο αργότερα παρουσίασε εκεί τις πρώτες της δημιουργίες υψηλής ραπτικής. Επίσης, δεν είναι τυχαίο ότι στην πρωτότυπη ταινία «παίζει» επίσης η εμβληματική Chanel, που την κρατάει στο χέρι της η Αν όταν γνωρίζει τον Ζαν Λουί. Να σημειωθεί ότι ήταν η πραγματική τσάντα της Ανούκ Αϊμέ, η αγαπημένη της, την οποία η γαλλίδα ηθοποιός κρατούσε εντός και εκτός πλατό.
Από την άλλη πλευρά, η Βιρζινί Βιάρντ, η οποία διαδέχτηκε τον Καρλ Λάγκερφελντ στο τιμόνι του οίκου Chanel, είναι δηλωμένη λάτρης του σινεμά και ειδικά της γαλλικής nouvelle vague. Αποφάσισε λοιπόν με τη νέα καμπάνια της για τη συλλογή Chanel Φθινόπωρο/Χειμώνας 2024 να αποτίνει φόρο τιμής στο ρομαντικό δράμα του Λελούς, σε συνεργασία με δύο φωτογράφους, την ολλανδή Ινέζ βαν Λαμσβεέρντε και τον αμερικανό Βινούντ Ματαντίν, που αγαπάει η βιομηχανία της μόδας, οι οποίοι τυγχάνει επίσης να είναι ζευγάρι και στη ζωή.
Μπορεί να φαίνεται υπερβολικό να προικίζεται μια τσάντα με την ενέργεια του κύριου χαρακτήρα. Ωστόσο, δεν είναι, στο πλαίσιο τουλάχιστον της σύγχρονης πολυτέλειας, γράφει η Αννα Μέρφι στους Times. Η Chanel είναι μόνο μία από τις μπράντες τής οποίας η κερδοφορία βασίζεται σε γοητευτικές γυναίκες, μαζί με ορισμένα προϊόντα-κλειδιά για τη μάρκα, όπως ένα άρωμα ή μια τσάντα.
Γιατί; Διότι η πολυτελής τσάντα είναι ένα μέσο που χρησιμοποιεί η σύγχρονη γυναίκα για να εδραιώσει την ταυτότητά της και για να σηματοδοτήσει το status της έξω στον κόσμο. Ο χαρακτηρισμός «εμβληματική» είναι μια λέξη υπερβολικά χρησιμοποιημένη και συχνά εντελώς κακά χρησιμοποιημένη, σημειώνει η Μέρφι. Ωστόσο, υπάρχει κάτι αξιοσημείωτο, κάτι σαν θρησκευτική ζέση, που συγκεντρώνεται γύρω από ορισμένες τσάντες σήμερα, μεταξύ των οποίων είναι και η Chanel.
Δεν αποτελεί έκπληξη, δε, το γεγονός ότι Γκαμπριέλ Σανέλ ήταν εκείνη η απόλυτα μοντέρνα γυναίκα, η οποία χάρισε στον κόσμο την τσάντα όπως την ξέρουμε μέχρι σήμερα (για να μην αναφέρουμε το πρώτο άρωμα που συνδέεται με μια επωνυμία μόδας). Λανσάρισε το πρώτο μοντέλο της το 1929, που σχεδιάστηκε για να την κρατάς στο χέρι. Η πραγματική αποκάλυψη, ωστόσο, ήρθε με ένα μεταγενέστερο μοντέλο, το 2.55, που κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 1955, με λουράκι για να την κρεμάς στον ώμο, εμπνευσμένο από τις τσάντες του στρατού. Η τσάντα έφερε την επανάσταση του hands-free και μαζί της έναν νέο τρόπο για να κάνουν οι γυναίκες τη δική τους μπράντα να λάμψει.
Η άνοδος της τσάντας τις επόμενες δεκαετίες, ως εμπορική πρόταση των οίκων μόδας αλλά και ως υπαρξιακή πρόταση πολλών γυναικών, σχετίζεται στενά με την άνοδο της γυναικείας παρουσίας στους χώρους εργασίας. Το μοντέλο 11.12, το οποίο έχει ένα κούμπωμα με το λογότυπο του διπλού C της μάρκας, ήταν η παρέμβαση του Καρλ Λάγκερφελντ το 1983 στο πρωτότυπο μοντέλο του 1955. Η τιμή εκκίνησης για αυτή την κλασική τσάντα στο chanel.com είναι 8.530 λίρες (9.946 ευρώ), ένα ποσόν που αποτελεί από μόνο του απόδειξη της οικονομικής δύναμης της γυναίκας για την οποία δημιουργήθηκε αρχικά μια τέτοια τσάντα, που έκτοτε την κρατούν όλο και περισσότερες γυναίκες.
Ποτέ δεν θα χρειαστεί, εξάλλου, να ανησυχήσετε μήπως φύγει από τη μόδα ένα κλασικό μοντέλο Chanel, πράγμα που αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι τσάντες της Ανούκ Αιμέ και της Πενέλοπε Κρουζ, παρά τα 58 χρόνια που τις χωρίζουν, μοιάζουν πάρα πολύ μεταξύ τους. Ούτε χρειάζεται να ανησυχήσετε για το ότι θα παλιώσει με άλλους τρόπους: γερνώντας ή –ας πούμε καλύτερα– μεγαλώνοντας μαζί, είναι κάτι που βρίσκεται στο πίσω μέρος του μυαλού πολλών ανθρώπων όταν ξοδεύουν σοβαρά χρηματικά ποσά για τη μόδα.
Οι μάρκες μπορούν επίσης να χαλαρώσουν, γράφει η Μέρφι στους Times. Δεν πρόκειται να μείνουν με ξεπερασμένο στοκ στα ράφια τους. Και δεν χρειάζεται να αγχώνονται, όπως στην περίπτωση της πολυπλοκότητας των μεγεθών. Η παραγωγή ρούχων είναι ένα πολύ πιο δύσκολο επιχειρηματικό μοντέλο από την παραγωγή τσαντών.
Δεν θα ήταν υπερβολή, λοιπόν, να ονομάσουμε την εποχή μας «Εποχή της Τσάντας» και να δηλώσουμε επίσης ότι η τσάντα είναι η πιο διαρκής παρακαταθήκη της Γκαμπριέλ Σανέλ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News