Τον είχα γνωρίσει σε ένα κατάστημα με οπτικά είδη, στη Χρήστου Λαδά, απέναντι από το ιστορικό κτίριο του ΔΟΛ. Ηταν την εποχή (καλοκαίρι του 2018) που είχε, μόλις, επιστρέψει από την Ολλανδία για να (ξανα)δοκιμάσει την τύχη του στον Ολυμπιακό. Εντάξει, έξω από το φυσικό τους περιβάλλον οι «άσοι» των γηπέδων δεν μοιάζουν με τον Αρνολντ Σβαρτσενέγκερ στον «Εξολοθρευτή», όμως δυσκολευόσουν να πιστέψεις πως εκείνο το λιπόσαρκο, μετρίου αναστήματος, χαμογελαστό και ευγενέστατο παιδί, που περίμενε υπομονετικά την κοπέλα την οποία συνόδευε να διαλέξει γυαλιά, ήταν ποδοσφαιριστής. Του υψηλότερου επιπέδου, μάλιστα.
Ο Κώστας Τσιμίκας που θα συναντήσεις τυχαία στο δρόμο και ο Κώστας Τσιμίκας του γηπέδου, θαρρείς πως είναι δύο διαφορετικοί άνθρωποι. Ο ένας, χαμηλών τόνων, ντροπαλός, χωρίς το παραμικρό ίχνος έπαρσης, περνά σχεδόν απαρατήρητος. Ο άλλος, ένας λεοντόκαρδος πολεμιστής γεμάτος αυτοπεποίθηση, δεν πιστεύει πως υπάρχει μάχη που δεν μπορεί να κερδίσει. Οπως εκείνο το καλοκαίρι. Ολοι περίμεναν πως θα δινόταν, πάλι, δανεικός, εκτός από τον ίδιο. Αντε και τον Γρηγόρη Γεωργάτο, τον μέντορά του. Που το 2014 αναγνώρισε στο πρόσωπο του (17χρονου, τότε) Κωστάκη τον «νέο Γεωργάτο», και έπεισε τον Ολυμπιακό να καταβάλει στον Πανσερραϊκό… 30.000 ευρώ για να τον αποκτήσει. Υστερα, του άλλαξε θέση. Από εξτρέμ, τον έκανε αριστερό μπακ. Οπως είχε κάνει, κάποτε, με τον ίδιο (που στην Παναχαϊκή αγωνιζόταν ως «δεκάρι») ο Ντούσαν Μπάγιεβιτς.
Ηταν άθλος αυτό που κατάφερε ο Τσιμίκας το 2018: να πείσει τον Πέδρο Μαρτίνς, όχι μόνο να τον κρατήσει στην ομάδα, αλλά και να επενδύσει πάνω του. Ταυτοχρόνως, ήταν η αρχή μιας υπέροχης ιστορίας, απ’ αυτές που κατά καιρούς γράφουν τα σπορ. Δυο χρόνια αργότερα έπεισε και τον Γιούργκεν Κλοπ να τον πάρει κοντά του. Ακούγεται απίστευτο, αλλά είναι αληθινό: ο Κώστας ξεπέρασε ακόμη και τον δάσκαλό του, που το 1999 είχε μετακινηθεί από τον Ολυμπιακό στην Ιντερ. Η μεταγραφή του στη Λίβερπουλ, πρωταθλήτρια Ευρώπης και Αγγλίας, είναι η πιο «ηχηρή» από οποιαδήποτε άλλη έλληνα ποδοσφαιριστή, ή ποδοσφαιριστή (και ξένου ακόμη) που πουλήθηκε απευθείας από την Ελλάδα σε σύλλογο του εξωτερικού.
Μαζί με τα μπόνους επίτευξης στόχων, ύψους 3,5 εκατομμυρίων ευρώ, η αξία της μεταγραφής φτάνει τα 17 εκατ. ευρώ (για το 80% των δικαιωμάτων του παίκτη). Μόνον ο Ποντένσε και ο Ρέτσος έχουν φέρει περισσότερα χρήματα στα ταμεία του Ολυμπιακού. Οσο για τον ίδιο τον Τσιμίκα, σύμφωνα με τον Guardian, θα αμείβεται με 2.650.000 ευρώ το χρόνο -τα επταπλάσια απ’ όσα κέρδιζε στην Ελλάδα- και θα υπογράψει συμβόλαιο διάρκειας τεσσάρων ή πέντε ετών.
Προορίζεται για αναπληρωματικός του 26χρονου Αντι Ρόμπερτσον, που είναι το μοναδικό «καθαρόαιμο» αριστερό μπακ στο ρόστερ της Λίβερπουλ, όμως… ποτέ μη λες ποτέ. Στα 24 του ο Κώστας έχει τεράστια περιθώρια βελτίωσης, είναι «δουλευταράς», και η πρόοδος από τη μαθητεία του δίπλα στον Κλοπ δεν θα αργήσει να φανεί. Οπως φάνηκε και στον Ρόμπερτσον. Αλλά και στον Βαϊνάλντουμ, τον Φιρμίνο, τον Μανέ, και πολλούς άλλους παίκτες της Λίβερπουλ που ευτύχησαν να πέσουν στα χέρια του γερμανού τεχνικού και των συνεργατών του.
Αλλωστε, σύμφωνα με το World of Football -ένα κανάλι στο YouTube που εξειδικεύεται στην παρουσίαση εξαιρετικά ταλαντούχων νέων παικτών, οι οποίοι ακόμη δεν είναι ευρέως γνωστοί- ο έλληνας διεθνής έχει ένα περιθώριο βελτίωσης της τάξης του 30%, ιδίως στα «τελειώματα» των φάσεων. Τα πιο δυνατά του σημεία, με βάση την αξιολόγησή του (Απρίλιος του 2020), είναι οι σέντρες, η τεχνική του κατάρτιση, η ταχύτητα, η εργατικότητα, η γενναιότητα και ο επαγγελματισμός του.
Kostas Tsimikas has vowed to give everything he's got ??
Don't miss our No.21's first interview as a Red ⤵️
— Liverpool FC (Premier League Champions ?) (@LFC) August 10, 2020
Είναι ο δεύτερος ποδοσφαιριστής στα χρονικά του Ολυμπιακού που επιλέγει για ομάδα του ο διάσημος γερμανός προπονητής. Ο πρώτος ήταν ο Φέλιξ Μπόρχα, ο επιθετικός από τον Ισημερινό που είχε έρθει στην Ελλάδα το 2006, αλλά σκόραρε μόλις πέντε γκολ σε 23 συμμετοχές. Παρά την απογοητευτική του σεζόν, ο Κλοπ τον πήρε στη Μάιντς. Τότε τον είχαμε περάσει για κορόϊδο, όμως δικαιώθηκε. Την επόμενη χρονιά ο Μπόρχα πέτυχε 16 τέρματα, και η γερμανική ομάδα έχασε τον προβιβασμό της στην Μπουντεσλίγκα για μόλις δυο βαθμούς.
Μακροπρόθεσμα ο Ολυμπιακός έχει πολλά περισσότερα να κερδίσει, από τα χρήματα που θα βάλει τώρα στο ταμείο του. Η φήμη του ως ένα από τα κορυφαία selling club της Ευρώπης, απογειώνεται. Μέχρι τώρα, στη δεκαετία του Βαγγέλη Μαρινάκη είχε πουλήσει στο εξωτερικό παίκτες συνολικής αξίας 220 εκατ. ευρώ. Κάποιους από αυτούς, σε κορυφαία πρωταθλήματα: στην Αγγλία, την Ισπανία, την Ιταλία, τη Γερμανία και την Πορτογαλία. Στην Πρέμιερ Λιγκ είχε στείλει πέντε ποδοσφαιριστές: τον Μιραλάς στην Εβερτον, τον Μήτρογλου στη Φούλαμ, τον Μιλιβόγιεβιτς στην Κρίσταλ Πάλας, τον Μαζουάκου στη Γουέστ Χαμ, και τον Ποντένσε στη Γουλβς. Ποτέ, όμως, δεν είχε «ψωνίσει» από τον Πειραιά ένα μέγεθος όπως η Λίβερπουλ. Καλύτερη διαφήμιση για την… πραμάτεια των «ερυθρόλευκων», δεν μπορούσε να υπάρξει.
Για τον Τσιμίκα, η μεταγραφή αυτή είναι μια επιβράβευση πέρα από κάθε φαντασία. Πέρασε πολλά, για να φτάσει ως εδώ. Το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο, στον Πανσερραϊκό, το πλήρωσε -ουσιαστικά- ο πατέρας του, Γιώργος, μάγειρας σε ξενοδοχείο της Σκιάθου. Το 2016, στον Ολυμπιακό πλέον, ο Πάουλο Μπέντο τον εμπιστεύτηκε μόνο σε ένα ματς (με την ΑΕΛ). Επειτα… τον εξαφάνισε. Είχε παίξει άλλο ένα ματς πρωταθλήματος το 2015 (με την Καλλονή), επί Σίλβα. Τον Δεκέμβριο του 2016 τον έστειλαν να κάνει το… αγροτικό του στην Εσμπιεργκ (Δανία). Και το 2017, στην ολλανδική Βίλεμ. Εκεί, άκουσε για πρώτη φορά την εξέδρα να φωνάζει ρυθμικά το όνομά του (Constantinos). Στο Τίλμπουρχ ωρίμασε. Εκανε τα καλύτερά του παιχνίδια. Την επόμενη σεζόν (2018-2019) κέρδισε, επιτέλους, θέση βασικού στον Ολυμπιακό. Τον Οκτώβριο του 2018 πρωτόπαιξε και στην Εθνική Ανδρών. Ολοι πίστευαν πως ο νεαρός από τη Θεσσαλονίκη είχε εξαντλήσει τις δυνατότητές του «με το παραπάνω». Επεσαν έξω.
Η ιστορία του είναι ένα διδακτικό παράδειγμα για κάθε ταλαντούχο ποδοσφαιριστή. Ο,τι κι αν του συνέβη, όσο αδικημένος κι αν ένιωσε, δεν έπαψε να δουλεύει, να μαθαίνει και να παίζει όσο καλύτερα μπορούσε. Το 2019-2020 η προσπάθειά του ανταμείφθηκε με μια καταπληκτική σεζόν, και τώρα ήρθε η ώρα να απολαύσει τους κόπους του. Θα ζήσει τη μοναδική εμπειρία του «Ανφιλντ» και της Πρέμιερ Λιγκ. Αυτή που δεν βίωσαν, ποτέ, παίκτες με πολύ περισσότερα προσόντα, αλλά χωρίς την «ψυχή» του Τσιμίκα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News