Ήταν έξι χρονών παιδί ο Ζαν-Ζακ Μαρσιάλ (55 χρονών σήμερα), όταν τον πήραν απ΄ το σπίτι της γιαγιάς –με τις σαγιονάρες και το σορτσάκι του– και τον έφεραν στο Παρίσι. Πατρίδα του ήταν η γαλλική αποικία της Ρεϊνιόν, ένα νησί του Ινδικού Ωκεανού, ανατολικά της Μαδαγασκάρης, που μαστιζόταν τότε απ΄την ανεργία, η οποία ξεπερνούσε το 60%. Του έταξαν ότι θα δεί τον Πύργο του Άιφελ, ότι θα σπουδάσει «γιατρός» κι ότι τα καλοκαίρια θα γυρνά στον τόπο του. Βρέθηκε σε μια κωμόπολη, την Κρέζ, στο κέντρο της Γαλλίας να δουλεύει στο κτήμα ενός ηλικιωμένου ζευγαριού που τον ανέλαβε, χωρίς καμιά δυνατότητα να επιστρέψει στην οικογένειά του.
Ο Ζαν-Ζακ ήταν ένα από τα 1.615 παιδιά (ηλικίας 6 μηνών ως 18 χρόνων) που εκτοπίστηκαν αναγκαστικά απ΄ τη χώρα τους στο διάστημα 1962 με 1982 και μεταφέρθηκαν στη Γαλλία για να ενισχύσουν τις αγροτικές περιοχές. Και είναι αυτό το θέμα, το θέμα των «κλεμμένων παιδιών», που συζητιέται σήμερα στη γαλλική Εθνοσυνέλευση με πρωτοβουλία του Σοσιαλιστικού Κόμματος –«για να αποκατασταθεί η ιστορική γνώση αυτής της υπόθεσης», να αναγνωριστεί «η ηθική ευθύνη του κράτους» και να «δοθεί κάθε δυνατότητα σ' εκείνα τα παιδιά να ανασκευάσουν τις προσωπικές τους ιστορίες».
Τα «κλεμμένα παιδιά» ήταν σχέδιο του τότε πρωθυπουργού Μισέλ Ντεμπρέ. «Το σχέδιο ήταν απλό: να μεταφερθεί κόσμος από μέρη που είχαν υπερπληθυσμό (όπως ήταν η Ρεϊνιόν που βρισκόταν σε μια δημογραφική έξαρση) σε μέρη που ήταν αραιοκατοικημένα. Για τον Ντεμπρέ, ένας Κορσικανός, ένας Βρετόνος ή κάποιος από τη Ρεϊνιόν, ήταν το ίδιο πράγμα» λέει σχετικά ο ακαδημαϊκός Φιλίπ Βιτάλ. Υπενθυμίζοντας ότι εκείνα τα χρόνια «κανείς δεν ενδιαφερόταν για τη παιδική ψυχολογία», ο Βιτάλ παρατηρεί ότι η συγκεκριμένη υπόθεση «ήταν προϊόν μιας κρατικής πολιτικής και μιας κατάχρησης εξουσίας, καθώς μάλιστα οι εκπρόσωποι του κράτους είπαν ψέματα σε γονείς και παιδιά».
Τα «κλεμμένα παιδιά» ήταν ορφανά, εγκαταλελειμμένα απ' τους γονείς στους παπούδες, τους έταξαν σπουδές και δουλειές. «Ακόμη περιμένουμε το εισιτήριο της επιστροφής» λέει ο Ζαν-Σάρλ Πιτού, που έφυγε απ΄τη Ρεϊνιόν 9άχρονο παιδί. Το πρόγραμμα του Ντεμπρέ ήταν ωστόσο ανοργάνωτο –έφεραν τα παιδιά και τα ακούμπησαν σε ιδρύματα ή σε ανάδοχες οικογένειες, κοιμόντουσαν καταγής, τα έβαλαν σε απλήρωτη εργασία στα κτήματα ή σε μαγαζιά, έγιναν υπηρέτες των πλουσίων της περιοχής, «κάποια αυτοκτόνησαν ή νοσηλεύθηκαν σε ψυχιατρεία» λέει η (σοσιαλίστρια) βουλευτής Ερίκα Μπαρέιγκ.
Το πρόγραμμα του Ντεμπρέ τερματίστηκε δυό χρόνια μετά από την ανάληψη της εξουσίας από τον Μιτεράν και σήμερα, μετά από 52 χρόνια, κάπου σαράντα άνθρωποι απ' τα «κλεμμένα παιδιά» θα βρεθούν στη γαλλική Εθνοσυνέλευση για να ακούσουν τη «συγγνώμη» της Γαλλίας. Γιατί, «πρέπει να γνωρίσουμε τι ακριβώς συνέβη και να το αναγνωρίσουμε, έτσι ώστε κι εμείς και τα θύματα αυτής της ιστορίας, να προχωρήσουμε μπροστά» λέει η κ.Μπαρέιγκ.
Τη γνώμη της δεν συμμερίζονται όλοι. Ο Ντιντιέ Κεντέν (του δεξιού UMP) διαμαρτύρεται που ενοχοποιείται ο Ντεμπρέ, «ενώ ήταν ο σωτήρας της Ρεϊνιόν. Κάποιοι άνθρωποι υπέφεραν, αλλά ήταν λίγοι, η μεγάλη πλειοψηφία βρήκε καλύτερες συνθήκες ζωής» υποστηρίζει (“Liberation”).
Οι άμεσα ενδιαφερόμενοι ωστόσο ανυπομονούν να ζήσουν αυτή τη μέρα. Ο Ζαν-Ζακ ομολογεί ότι η συζήτηση στην Εθνοσυνέλευση θα τον «απελευθερώσει». «Και μετά, θα γυρίσω σελίδα» λέει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News