Το λεωφορείο της γραμμής Αγ. Σαράντα – Αθήνα, ξεκινά την ανάβαση της Μουζίνας, ξεφυσώντας σαν σιδερένιο θηρίο που τραβάει στις πλάτες του το ίδιο το βουνό. Αυτό το κομμάτι δρόμου είναι ένα από τα δυσκολότερα που συναντά κανείς στις ορεινές περιοχές της Αλβανίας. Τα κινητά τηλέφωνα ακόμα έχουν σήμα από τα αλβανικά δίκτυα και οι επιβάτες, κυρίως ηλικιωμένα ζευγάρια που όλο και συχνότερα πια ταξιδεύουν προς την Ελλάδα, προλαβαίνουν να δίνουν τις τελευταίες οδηγίες σε αυτούς που έχουν αφήσει πίσω, σε άψογa ελληνοαλβανικά. “Πάρε το μουσαμά που έχεις κοπάνω τση πόρτας και σκέπασε το καλαμπόκι που άφηκα χάμω στην αυλή.” Μια μαυροφορεμένη κυρία από το Φοινίκi, ξακουστό χωριό της ελληνικής μειονότητας στη περιοχή του Βούρκου, έχει πιάσει κουβέντα με μια άλλη κυρία ντυμένη στα μαύρα, από ένα διπλανό αλβανόφωνο χωριό, το Σελεγκάρι. Πότε μιλάνε στα ελληνικά, πότε στα αλβανικά, πότε τα ανακατεύουν. Δύσκολα καταλαβαίνεις ποια από τις δυο είναι ποιας εθνικότητας.
Η κυρία με ελληνική καταγωγή, που όπως είπε «έμεινε χήρα στα σαράντα της χρόνια», πήγανε στη κόρη της στην Αθήνα ενώ η άλλη να δει τον υιό της. Η κουβέντα πήγε στις δυσκολίες της εποχής και στην κρίση στην Ελλάδα. «Έχω πει στα παιδιά μου –έλεγε με παράπονο και στεναχώρια η κυρία από το Φοινίκi- να επιστρέψουν πίσω. Εμείς στην Αλβανία γεννηθήκαμε και εδώ θα πεθάνουμε. Εδώ είναι τα κτήματά μας, εδώ είναι οι άνθρωποί μας. Στην Ελλάδα, μόνο όταν μιλάνε στις τηλεοράσεις μας λένε Έλληνες, παντού αλλού Αλβανούς μας λένε. Εμάς πατρίδα μας είναι η Αλβανία, σαν την πατρίδα τίποτα άλλο δεν υπάρχει.» Η άλλη κυρία συμφωνεί και επαυξάνει, συμπληρώνοντας πως και η ίδια αυτά έχει πει στα παιδιά της. Γυρνάνε το κεφάλι πίσω και μου ζητούν να τους πω αν έχουν δίκιο ή άδικο. Προσπαθώ να αποφύγω την απάντηση, περισσότερο για να μην τις διακόψω παρά από άλλη αιτία.
Το λεωφορείο είναι σχεδόν μοιρασμένο σε Έλληνες και Αλβανούς επιβάτες. Όλοι τους, μιλάνε και (δείχνουν να) νιώθουν ως Αλβανοί. Ως τέτοιους τους αντιμετωπίζουν και οι αστυνομικοί στο συνοριακό φυλάκιο της Κακαβιάς. Αλβανικά διαβατήρια και ελληνικές ταυτότητες μαζί. Όπως μαζί είναι εδώ και αιώνες, όσο και αν ένθεν κακείθεν υπάρχουν οι «ανήσυχοι για τις τύχες τους», όσο και αν κατά καιρούς συμβαίνουν πράγματα που σπέρνουν διχόνοια και μίσος, εκείνοι συνεχίζουν να ζουν σε αρμονία, «υποταγμένοι» στη κοινή τους μοίρα.
Κατεβαίνοντας στην Αθήνα, ο ταξιτζής που έμαθε από πού ερχόμαστε, ρώτησε «αθώα»:
-Τι γίνετai εκεί στους Αγ. Σαράντα; Πώς είναι τα πράγματα;
– «Καλύτερα δε γίνεται» του απαντώ, έχοντας ακόμα στα αυτιά τους διαλόγους της διαδρομής Αγ. Σαράντα –Αθήνα, ανάμεσα σε επιβάτες που μιλάνε δυο γλώσσες και έχουν πια δυο κοινές πατρίδες.
-«Μα έχω μάθει ότι οι Αλβανοί κυνηγούν τους Έλληνες – μου απαντά. Εδώ στην πιάτσα το έχω ακούσει.»
Του διηγήθηκα την εμπειρία μου και ως ένα βαθμό τον είδα να τα αναμασά. Το μόνο εύκολο σήμερα είναι να σπέρνει κανείς διχόνοια και μίσος. Το έδαφος είναι γόνιμο. Οι ίδιοι όμως, Έλληνες και Αλβανοί της Νότιας Αλβανίας, ζουν όπως όλες οι άλλες κοινωνίες. Σαν άνθρωποι στον τόπο τους που ενδιαφέρονται για ειρήνη.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News