638
|

Praia Grande: μπουκάλες οξυγόνου

Praia Grande: μπουκάλες οξυγόνου

Ατλαντικός, παραλία Grande, περίπου σαράντα λεπτά από τη Λισαβόνα. Θερινό μεσημέρι, νοτισμένο με ανησυχία. Καιρός μουντός, εύφορος για μελαγχολία. Γκρίζος ουρανός, τα σύννεφα κινούνταν νωχελικά μπροστά από τον ήλιο. Η αμμουδιά, μήκους άνω των δύο χιλιομέτρων, άδεια. Τα κύματα, ύψους τριών-τεσσάρων μέτρων, σαν τις Σειρήνες, σε προκαλούσαν από μακριά να τα πλησιάσεις. Νερό παγωμένο, χρώμα σκούρο μπλε. Περπατώντας, στην παραλία πατούσες κοχύλια και μύδια, που τα ξέβραζε η θάλασσα μέσα από τα σωθικά της. Μύριζε αλμύρα, σε τρόμαζε ο σπαρακτικός ήχος των γλαροπουλιών που έκοβαν βόλτες στον αέρα. Οι σκιές στους στο έδαφος έμοιαζαν με ζαλισμένους χαρταετούς. Ο απαλός αέρας σου γαργαλούσε τη μύτη και έφερνε μια ανατριχίλα στο δέρμα. Μετέφερε σταγόνες από τον ωκεανό, ψιλή, λυτρωτική βροχή στο πρόσωπο. Στο βάθος, το απέραντο κενό. Που χωράει τα πάντα, αλλά δε γεμίζει με τίποτα. Σαν το αίσθημα της θλίψης, που όσο κι αν το φορτώσεις με πράξεις, δεν λέει το άτιμο να φύγει.

Με τις πρώτες ηλιαχτίδες, ο κόσμος βγήκε από το καβούκι του. Όπως συμβαίνει με τα ευοίωνα σημάδια. Που βιάζεσαι να τα ερμηνεύσεις θετικά για να κάνεις την κίνησή σου. Έστρωσαν πετσέτες, έβγαλαν μπάλες και ρακέτες, στην άμμο φύτρωσαν σανίδες. Τα παιδάκια ή θα έπαιζαν ποδόσφαιρο, χρησιμοποιώντας για δοκάρια κάτι περίεργες, πολύχρωμες κατασκευές που έχουν για να προστατεύονται από τον αέρα, ή θα τα μάθαινε ο πατέρας τους σερφ. Σώματα αθλητικά κι όχι κορμιά χτιστά με αναβολικά, γυναίκες –από μανάδες μέχρι πιτσιρίκες- περιποιημένες, δίχως υπερβολές. Για ελάχιστα δευτερόλεπτα θυμήθηκα την Ελλάδα- μαλακία μου, το ξέρω, αλλά την πουτάνα την κουβαλάμε μέσα μας. Την ποζεριά στα beach bars, τους φουσκωμένους κοιλιακούς με το λάδι, τα βγαλμένα αντρικά φρύδια, το «παίζω ρακέτες για να σκοτώσω τον άλλον», τους επιδειξιομανείς με τα Jet ski, τα mojito στο χέρι και τα ρεζερβέ για ξαπλώστρα. Παραλίες απίστευτης φυσικής ομορφιάς, παγκοσμίως ζηλευτές, με δηθενιά που βιάζει το τοπίο.

Βιτριανιάρικη νοοτροπία, κακοφυτεμένη στο βιαστικό κι απαίδευτο κωστοπουλικό lifestyle της δεκαετίας του ’90. Φυσικά και δεν είναι όλες οι ελληνικές παραλίες έτσι. Ωστόσο, αν ξύσουμε λίγο την ηλιοκαμένη εικόνα, το πρόβλημα δεν είναι ότι δυο γενιές τώρα έμαθαν να «δείχνονται». Το πρόβλημα είναι ότι ακόμη κι αυτός που γουστάρει πραγματικά να κάνει σερφ, πριν ορμήσει στη θάλασσα θα ρίξει και μια ματιά γύρω του να δει αν τον κοιτάνε. Μπολιάστηκε η δηθενιά στο αίμα, μολύνει την ουσία και τα ενδιαφέροντα. Σαν να έχεις μια κοινωνία ολόκληρη δίχως προσανατολισμό, μπασταρδεμένη με την πόζα, την εμπορευματοποιημένη μόρφωση στην Αγγλία και τις αληθινές επιθυμίες. Όχι, την παραλία που ήμουν δεν τη ζήλεψα. Αυτό που ζήλεψα ήταν ο προσανατολισμός, οι συνήθειες, η καθημερινή γαλούχηση που γεννάει περηφάνια και αποτελέσματα. Που δεν βασίζεται στα θαύματα (βλέπε Euro 2004, τους το πήραμε, απέτυχαν, κι αυτοί έχουν κρίση, αλλά δεν κάνουν όπως εμείς), αλλά στην κουλτούρα.

Τα παιδάκια έπαιζαν μπάλα με τις φανέλες του Ρονάλντο, οι γονείς τους με του Φίγκο. Πεντάχρονα έκαναν τακουνάκια με όση ευκολία εμείς ζητάμε fredo cappuccino στο πιο απομακρυσμένο νησί. Ευτυχώς, το κύμα που μου μούσκεψε την πετσέτα κι όλα τα πράγματα, με επανέφερε στην πραγματικότητα. Άνοιξα τα μάτια, χαμογέλασα. Βρεγμένος, κατηφόρισα προς τη θάλασσα. Μπήκα σχεδόν μέσα. Είχαν τέτοια ένταση και δύναμη τα κύματα, που μου έπαιρναν το έδαφος κάτω από τα πόδια μου, με τραβούσαν προς τα μέσα. Ήταν πλέον απόγευμα. Ένα πελώριο ουράνιο τόξο είχε απλωθεί μέσα στις δροσοσταλίδες του ωκεανού- πάζλ από χρώματα. Όπως ένιωθα τη γη να χάνεται μέσα από τα πόδια μου, θέλησα να κάνω μακροβούτι. Να χαθώ στο βυθό, να εξερευνήσω, να ψαχουλέψω, να φέρω πίσω ό,τι έβρισκα και θεωρούσα πολύτιμο. Το επόμενο κύμα μου έκοψε τις φιλοδοξίες. Ορμητικό και ασυγκράτητο, με πέταξε έξω. Όπως έξω σε πετάνε τα όνειρα που σκέφτεσαι πριν πεις καληνύχτα. Την επόμενη φορά, στο επόμενο μακροβούτι του ατλαντικού, θα είμαι προετοιμασμένος. Με μπουκάλες οξυγόνου. Αν θελήσω βέβαια να βουτήξω. Και δεν φοβηθώ. Το κενό που δεν γεμίζει. Και τον ανεξερεύνητο βυθό.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News