Την αρχή την έκανε ο αμερικανός πρόεδρος. Αρχικά τόνισε ότι σύντομα η Ρωσία θα κληθεί να πληρώσει το «τίμημα» της εμπλοκής της στις προεδρικές του 2020 υπέρ του Ντόναλντ Τραμπ. Στη συνέχεια, ερωτηθείς από τον δημοσιογράφο του ABC Τζορτζ Στεφανόπουλος εάν θεωρεί ότι ο Βλαντίμιρ Πούτιν είναι «φονιάς», ο Τζο Μπάιντεν απάντησε καταφατικά. Επιπρόσθετα, σε αντίθεση με τον Τζορτζ Μπους τον νεότερο, ο οποίος μετά την πρώτη επίσημη συνάντησή του με τον ρώσο ηγέτη το 2001 είχε δηλώσει πως κατάφερε να δει την ψυχή του, ο νυν πρόεδρος των ΗΠΑ επανέλαβε ότι ο Πούτιν δεν έχει ψυχή.
Αμεση υπήρξε φυσικά η απάντηση της Μόσχας, με το Κρεμλίνο να ανακαλεί τον πρεσβευτή του στην Ουάσινγκτον και κορυφαίους ρώσους αξιωματούχους και πολιτικούς να χαρακτηρίζουν τον αμερικανό ηγέτη «ξεμωραμένο» και «υστερικό», απειλώντας, μάλιστα, με αντίποινα εάν δεν ανακαλέσει και απολογηθεί. Ωστόσο, ο ρώσος πρόεδρος από την πλευρά του αρκέστηκε να του ευχηθεί υγεία, «δίχως ειρωνεία, χωρίς να αστειεύομαι», όπως εξήγησε ο ίδιος, μιλώντας στη ρωσική τηλεόραση.
Οσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ των δύο άσπονδων ανταγωνιστών, μετά την ανάκληση του ρώσου πρεσβευτή από την Ουάσινγκτον (για πρώτη φορά από τα χρόνια του Μπόρις Γέλτσιν) η εκπρόσωπος του ρωσικού ΥΠΕΞ Μαρία Ζαχάροβα δεν παρέλειψε να επισημάνει πως το Κρεμλίνο επιθυμεί να αποτρέψει μία οριστική επιδείνωση των διμερών σχέσεων, ενώ και ο Τζο Μπάιντεν, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του στο ABC, επισήμανε ότι σε πολλούς τομείς η συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών εξυπηρετεί το αμοιβαίο συμφέρον.
Ομως αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι προκάλεσε ο ίδιος προσωπικά το πρώτο διπλωματικό επεισόδιο της προεδρίας του, αποκαλώντας τον Βλαντίμιρ Πούτιν «φονιά» κατά την πρώτη εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη που παραχώρησε ως 46ος πρόεδρος των ΗΠΑ. Επρόκειτο για έναν συνειδητό χαρακτηρισμό ή για μία βεβιασμένη απάντηση;
«Ηταν η ερώτηση τέτοια», απάντησε σχετικά ο Ιαν Μπρέμερ, μιλώντας στην Corriere della Sera. Αλλά ο διακεκριμένος αμερικανός πολιτικός επιστήμονας και πρόεδρος του Eurasia Group υπενθύμισε επίσης ότι ο Τζο Μπάιντεν είχε δηλώσει ξανά κατά το παρελθόν πως ο Πούτιν είναι «ένας άνθρωπος δίχως ψυχή που αρέσκεται να τον αντιμετωπίζουν με αυτόν τον τρόπο. Η γλώσσα του Μπάιντεν είναι πιο λαϊκή, περισσότερο συναισθηματική, λιγότερο διπλωματική. Χρησιμοποιεί λέξεις που καταλαβαίνει ο κόσμος, λέξεις βαριές αναμφίβολα, αλλά το ίδιο ισχύει και για την Κίνα: είχε πει ότι ο Σι Τζινπίνγκ δεν έχει ίχνος δημοκρατίας μέσα του», σημείωσε ο Μπρέμερ.
Σχετικά με τις σχέσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Ρωσία ανέφερε πως «δεν αποτελεί μυστικό ότι είναι οι χειρότερες από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Τα περιθώρια διαλόγου είναι ελάχιστα, αλλά η κατάσταση δεν πρόκειται να επιδεινωθεί περαιτέρω, δεν θα ξεσπάσει ένας πόλεμος». Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι ο ρώσος ηγέτης και μαζί και η πατρίδα του δεν θα κληθούν κάποια στιγμή να πληρώσουν το τίμημα, όπως δεσμεύτηκε ο αμερικανός πρόεδρος.
«Ο Πούτιν έκανε το λάθος να παρέμβει στις αμερικανικές εκλογές. Ηθελε να αποδείξει ότι μπορεί να πλήξει (τις ΗΠΑ) ασύμμετρα, δίχως να πληρώσει τις συνέπειες. Δεν κατάφερε πολλά, αντιθέτως, συσπείρωσε τους Αμερικανούς εναντίον του, με εξαίρεση κάποιες συμπεριφορές του Ντόναλντ Τραμπ». Και τώρα, μετά την κοινοποίηση της έκθεσης των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών που ενισχύει τους ισχυρισμούς περί ρωσικής παρέμβασης στις προεδρικές εκλογές του 2020, ο Τζο Μπάιντεν «δεν μπορεί να τον αφήσει να γλιτώσει. Ο Πούτιν θα πληρώσει κάποιο τίμημα, πιθανώς πολύ υψηλό», υποστηρίζει ο Μπρέμερ, αναφέροντας ότι αυτό θα μπορούσε να είναι ακόμη και η ακύρωση της ολοκλήρωσης της κατασκευής του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2, ενός έργου «στρατηγικής σημασίας για τη ρωσική επιρροή στην Ευρώπη», εξήγησε ο Μπρέμερ.
Ανεξάρτητα, ωστόσο, από το ποιο θα είναι το τίμημα που θα πληρώσει η Ρωσία και το πώς θα διαμορφωθούν τελικά οι σχέσεις ανάμεσα στον Λευκό Οίκο και το Κρεμλίνο, η συνέντευξη του Τζο Μπάιντεν σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής.
Τουλάχιστον αυτό υποστηρίζει ο Τζουσέπε Σαρτσίνα, απεσταλμένος της Corriere στις ΗΠΑ. «Δεν θα υπάρχουν πια οι αμφισημίες της εποχής Τραμπ. Ο νέος πρόεδρος δεν ενδιαφέρεται καθόλου να συνάψει σχέσεις προσωπικές, σχεδόν οικείες, με τους ηγέτες ανταγωνιστικών χωρών, όπως η Κίνα, η Ρωσία ή το Ιράν», εξηγεί.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι ΗΠΑ θα σταματήσουν να συνομιλούν και να διαπραγματεύονται με τη Ρωσία του Πούτιν στην προκειμένη περίπτωση. Θα συνεχίσουν να το κάνουν, αλλά με τρόπο πραγματιστικό, ορθολογιστικό και κάθε άλλο παρά παρορμητικό.
Η πενταετής παράταση της ισχύος της συνθήκης New START (για τον περιορισμό των πυρηνικών όπλων) που επιτεύχθηκε πρόσφατα αποδεικνύει ότι οι δύο χώρες μπορούν να συνεργαστούν, κυρίως επειδή είναι συμφέρον για αμφότερες.
Παρά τις προειδοποιήσεις και τις ανησυχίες περί αναβίωσης του Ψυχρού Πολέμου, η συνέντευξη του Τζο Μπάιντεν έδειξε πως στόχος της κυβέρνησής του είναι να επαναφέρει στην τάξη τον Βλαντίμιρ Πούτιν, συνεχίζοντας, όμως να συνεργάζεται μαζί του, στο μέτρο του δυνατού, αποφεύγοντας, συγχρόνως, τις περιττές εντάσεις.
«Θα έλεγα ότι, το γνωρίζετε άλλωστε, η κυβέρνησή μας πρόκειται να υιοθετήσει μία διαφορετική στάση σε σχέση με την προηγούμενη κυβέρνηση όσον αφορά τις σχέσεις μας με τη Ρωσία. Προφανώς ο Πρόεδρος μίλησε για αυτό κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης που έδωσε χθες το βράδυ. Και θα είμαστε ειλικρινείς και ευθείς σε σχέση με ζητήματα που μας απασχολούν (…) Την ίδια ώρα υπάρχουν τομείς στους οποίους μπορούμε να συνεργαστούμε (…) αλλά η σχέση μας θα είναι διαφορετική και σίγουρα, όπως δήλωσε και ο Πρόεδρος, οι Ρώσοι θα κληθούν να λογοδοτήσουν για τις πράξεις τους. Θα έχουμε εξελίξεις όσον αφορά αυτό το ζήτημα σύντομα», διευκρίνισε η εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου Τζεν Ψάκι.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News