«Μάνα, έγινα 20 χρονώ. Είναι το μόνο που ξέρω με σιγουριά για μένα. Ολα τα άλλα θολά. Ακόμα και τ' όνομά μου. Μωχάμεντ με λέτε εσείς. Το κορίτσι μου η Ρουθ (ναι, κορίτσι μου ήταν, όχι φίλη μου. Μη με καταριέσαι. Δεν ήθελα να σας λέω ψέματα, εσείς με αναγκάσατε. Το κορίτσι το δικό μου για να γίνει δικό σας, έπρεπε να έχει καλυμμένα τα μαλλιά και της Ρουθ το μαλλί ήταν σαν κόκκινος θάμνος. Κόκκινος μάνα. Πώς να τον χωρέσει το μαύρο μαντίλι;).Το κορίτσι μου λοιπόν η Ρουθ με φώναζε Μετ. Πώς να παρουσιάσει έναν Μωχάμετ στην παρέα της; Ευτυχώς δεν με γέννησες πολύ μελαμψό, τους γελούσα εύκολα. Οταν με ρωτούσαν «πού γεννήθηκες Μετ;», η ερώτηση που κρυβόταν πίσω από την ερώτηση ήταν: «Τι είσαι Μετ, γιατί Άγγλος δεν είσαι». Εδώ, στο Λιντς γεννήθηκα, απαντούσα. Αλλά ούτε κι αυτό είναι σίγουρο μάνα. Γεννήθηκα εδώ αλλά με μεγάλωνες ταυτόχρονα κι εκεί. Στο Πακιστάν. Τα ρούχα μου –δεν πα' να τα μούλιαζες σε όλα τα μαλακτικά του κόσμου- βρομούσαν κάρι. Τα μάτια μου βρομούσαν κάρι. Τα είδε κάποια στιγμή κι η Ρουθ -μετά τους πρώτους δυο μήνες αρχίζεις να βλέπεις κανονικά φαίνεται- και την κοπάνησε. Δεν αντέχω τις παρέες σου, μου είπε. Εσάς δηλαδή. Μήπως κι εγώ άντεχα τις δικές της; Κάτι πουτανάκια με τον κώλο έξω και ένα τόνο μπογιά στη μούρη. Ξερνοκοπάνε στα κλαμπ μέχρι το πρωί, πηδιούνται σαν σκύλες με τους πορτιέρηδες, κάνουν παιδιά στα 15 και τα πετάνε. Ούτε να τις φτύσεις δεν θα καταδεχόσουν εσύ.
Ξέμεινα στη χαραμάδα ανάμεσα μάνα. Στριμωγμένος. Δεν χωρούσα ούτε εδώ ούτε εκεί. Στο σχολείο κυκλοφορούσα σαν σκιά. Οταν τρελαινόμουνα έπαιζα ξύλο με όποιον με κοιτούσε περίεργα. Υστερα από λίγο άρχισα να παίζω ξύλο με όποιον απλά με κοιτούσε. Τελικά κρύφτηκα μέσα στο λάπτοπ μου. Ελευθερία εκεί. Τα βράδια έβγαινα να πάρω αέρα αλλά κι αυτό δύσκολο ήταν. Πέντε φορές με σταμάτησαν οι μπάτσοι σε έναν μήνα. Τι έκανα εκεί; Πού γεννήθηκα; Εχω άδεια παραμονής; Τι δουλειά κάνει ο πατέρας μου; Πάω σχολείο; Μετά άρχισα κι έσπαζα όποιο αυτοκίνητο έβρισκα μπροστά μου για να μη σπάσω το κεφάλι μου στον τοίχο. Και για να υπάρχει ένας λόγος να με σταματάνε οι μπάτσοι. Αφού θέλουνε τόσο πολύ να είμαι κακοποιός, να τους κάνω το χατίρι.
Γυμναζόμουν όμως, τα μπράτσα μου είχαν γίνει τρομερά. Η δύναμη είναι η μόνη δύναμη μάνα. Κι έπρεπε να οπλιστώ. Ηταν άγρια εκεί έξω. Εσύ μέσα στις κατσαρόλες σου πού να το καταλάβεις αυτό; Προσευχόσουνα 5 φορές την ημέρα, έβγαινες τις Κυριακές – φαΐ στη θεία Ακμάλ και πάλι πίσω. Είσαι ο αμνός μάνα αλλά δεν θα τη γλυτώσεις ούτε εσύ απ' αυτούς. Εχεις δει πώς σε κοιτάνε όταν βγαίνεις απ' το σπίτι αυτές οι μαλακισμένες;
Αρχισα να κλείνομαι σπίτι. Ούτε γυμναστήριο πια. Κι εκεί μάτια υπήρχαν. Κι εκεί λόγια ακούγονταν. Ο καθηγητής μου ρωτούσε τι θέλω να γίνω. Τι θέλεις να γίνω; «Διευθυντής των Financial Times», του είπα μια φορά για να σκάσει. Έσκασε. Ψιλικατζής θα γίνω ρε φίλε, τι ρωτάς; Ο,τι είναι ο πατέρας μου θα γίνω. Και θα παντρευτώ μια Αμάλ γιατί οι Ρουθ με φτύνουνε λόγω που τους βρομάει το κάρι. Και θα κάνω τρία παιδιά που θα είναι ακόμα πιο τίποτα από μένα, μπασταρδάκια, σκουπίδια στον σκουπιδοτενεκέ της Δύσης. Κι άμα σηκώσω κεφάλι θα μου το πατήσει κάποιος τυχαίος μαλάκας επειδή δεν θα γουστάρει τη φάτσα μου. Γιατί με ρωτάς αυτά που ξέρεις;
Τον βρήκα ή με βρήκε στο διαδίκτυο, δεν θυμάμαι. Πάντως δεν ήταν τα λόγια του που με κάλεσαν, η μοίρα μου ήταν που μιλούσε με τη φωνή του. Είχα κολλήσει για ώρες με τη φωτογραφία στο προφίλ του. Μάτια λεπίδια, γενειάδα πυκνή, αντρίκια, μαλλιά κοράκου χρώμα, ένα ΑΚ-47 περασμένο στον ώμο. «Με έχεις ανάγκη και σε έχω ανάγκη», μου έγραψε τη δεύτερη μέρα. «Τι κάνεις εκεί; Σαπίζεις μαζί τους; Ξέχασες ποιος είσαι; Ξέχασες ότι δεν γεννήθηκες τυχαία; Δεν βλέπεις ότι ο Αλλάχ σε προόριζε για στρατιώτη του; Τι κάθεσαι κει σα λαγός στην κρυψώνα του; Φοβάσαι ρε; Ξέρω. Βλέπεις έξω χίλια τουφέκια στραμμένα πάνω σου. Ελα μαζί μας κι αυτοί θα γίνουν οι λαγοί γιατί εμείς είμαστε τα τουφέκια. Η δικαιοσύνη θα είναι στα χέρια σου. Η ζωή σου θα είναι στα χέρια σου. Και το κυριότερο, η ζωή ΤΟΥΣ θα είναι στα χέρια σου».
Μάνα, θα πάω. Εδώ δεν είμαι τίποτα. Ούτε καν γιος σου. Εκεί θα γίνω άντρας. Εκεί θα βρω τη δύναμή μου, και το σκοπό μου και το μέλλον μου. Κανείς δεν θα μπορεί να με αγνοεί ξανά μάνα. Θα μιλάω και θα σωπαίνουν για να μ' ακούσουν.
Μην κλάψεις. Εσύ με δίδαξες πως ο Θεός είναι μεγάλος. Θα ξαναβρεθούμε στον παράδεισο».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News