3258
|

Κούβα αθωότητας και αβεβαιότητας

Νίκος Μπίστης Νίκος Μπίστης 8 Ιανουαρίου 2010, 00:58

Κούβα αθωότητας και αβεβαιότητας

Νίκος Μπίστης Νίκος Μπίστης 8 Ιανουαρίου 2010, 00:58


Tου Νίκου Μπίστη
Ξεκινώντας στις 20 Δεκεμβρίου για την Κούβα έπιασα τον εαυτό μου να παρακαλάει, σχεδόν να προσεύχεται στον άγνωστο θεό, να μην γυρίσω με άλλη μια απογοήτευση και διάψευση των νεανικών μου ονείρων. Σπεύδω να σας πω, για να μην μείνετε με την αγωνία, ότι οι παρακλήσεις μου μερικώς εισακούσθηκαν. Δεν ισχυρίζομαι ότι σε 15 μέρες, από τις οποίες πέντε άραγμα, μπάνια, βόλεϊ και ντόμινο στο Βαραντέρο, αρκούν για να διαμορφώσεις πλήρη εικόνα, σίγουρα υπάρχουν αθέατες ή επιμελώς καμουφλαρισμένες πλευρές ενώ και πολλές από τις ορατές είναι εξαιρετικά προβληματικές. Όμως η Κούβα δεν είναι ανατολική Ευρώπη, Σοβιετική Ένωση ή Κίνα, συμβάλλει σ’ αυτό ο ήλιος της Καραϊβικής και το μικρό μέγεθος του νησιού, θα ήταν όμως κρίμα και άδικο να μην αναγνωρίσεις αυτό που περήφανα οι Κουβανοί αποκαλούν κατακτήσεις της επανάστασης. Και είναι ορατές από την πρώτη στιγμή στο αεροδρόμιο. Απλό, καθαρό, σχεδόν κομψό το εσωτερικό του κτίσματος αλλά τη μεγάλη διαφορά την κάνουν οι άνθρωποι. Σοβαροί, φιλικοί, γελαστοί πίσω από τις μάσκες για τον ιό Η1Ν1, το προσωπικό του αεροδρομίου αμέσως σε κερδίζει. Φιλική εξυπηρέτηση και καμία δουλικότητα, αυτή ήταν η εικόνα και όχι μόνο στη μόστρα, στο αεροδρόμιο, αλλά σε κάθε επαφή στην Αβάνα, στο Τρινιτάντ, στο Σιενφουένκος, στη Σάντα Κλάρα και στο Τόπες ντε Κολάντες που πρόλαβα να επισκεφτώ. Η μεγάλη επιτυχία της επανάστασης δεν αποτυπώνεται στα αγάλματα, στα χιλιάδες μονότονα και παλιομοδίτικα συνθήματα και προσωπογραφίες στους τοίχους(σαν να είναι οι τοίχοι της Ελλάδας γεμάτοι Ελασίτες) που σου θυμίζουν επίμονα ότι η επανάσταση έγινε καθεστώς, ούτε στα εκατομμύρια πορτρέτα του Τσε, σε καρτ ποστάλ, βιβλία, μπλουζάκια, τοιχογραφίες, τόσα πολλά ώστε κάθε φορά που αντίκριζα την γνωστή όμορφη φωτογραφία τον έβρισκα πιο κουρασμένο και πιο απόμακρο..

Συναντήθηκα τυχαία με την επιτυχία της επανάστασης έξω από ένα σχολείο στη Σάντα Κλάρα όπου πέντε μαθήτριες και η δασκάλα τους είχαν πιαστεί χέρι χέρι για να περάσουν απέναντι το δρόμο όλες μαζί χωρίς να κινδυνέψουν από μία καλοδιατηρημένη Σέβρολετ του ’50, ένα Μόσκβιτς του ’70 ή ένα αμαξάκι που έσερνε κάποιο από τα χιλιάδες άλογα που στην ύπαιθρο είναι ενσωματωμένα στην καθημερινή ζωή του Κουβανού. Ομοιόμορφη, πεντακάθαρη άσπρη στολή πιονιέρου και κόκκινο φουλάρι. Μόνο που την εισαγόμενη σοβιετική μονοτονία έσπαγε ένα δαντελωτό καλσόν κάτω από το σορτσάκι, περίεργα τροπικά χτενίσματα, και η τζιν βερμούδα της δασκάλας, μιας κατάμαυρης κοπελιάς. Δύο ήταν ξανθά, δύο μουλάτα και ένα πίσσα όπως η δασκάλα του. Αυτό το χαρμάνι το συναντάς σε κάθε γωνιά και είναι η μόνη χώρα που δεν πρέπει να στοιχηματίσεις ότι ο μαύρος κάνει τη χειρότερη δουλειά. Αν ρωτήσεις για τη φυλετική σύνθεση το πιο πιθανό είναι να πάρεις μια αδιάφορη και ολίγον επιτιμητική απάντηση «…δεν το μετράμε, δεν μας νοιάζει, όλοι είμαστε Κουβανοί.». Οι τουριστικοί οδηγοί πληροφορούν ότι είναι 65% λευκοί, 24% μιγάδες, 10% μαύροι και 1% κινέζοι. Η επανάσταση καρπός της «τρέλας» μιας παρέας λευκών, μορφωμένων ανδρών (μόνο μια γυναίκα και ένας έγχρωμος συγκαταλέγονται στους πρωταγωνιστές) έφερε το μεγαλύτερο δυνατό βαθμό ισότητας ανάμεσα στον πληθυσμό. Και παρά το γεγονός ότι η αλματώδης ανάπτυξη του πληθυσμού και κάποιες μορφές νόμιμης και παράνομης ιδιωτικής πρωτοβουλίας που εγκαινιάστηκε τα χρόνια της «ειδικής περιόδου» 1990-1995 και ο Ραούλ συνεχίζει να ενθαρρύνει, έχει φέρει στην επιφάνεια κοινωνικές διακρίσεις, η Κούβα παραμένει όπως γράφει ο γνωστός για την αντικειμενικότητά του οδηγός Lonely Planet η μόνη χώρα στον κόσμο που κανείς δεν αισθάνεται την ανάγκη να κοντοσταθεί ή να βγάλει το καπέλο του μπροστά σε κάποιον ανώτερο. Ο κηπουρός του ξενοδοχείου υπό το ελληνοπρεπέστατο όνομα Οδυσσέας, αφού μου έκοβε κάθε πρωί μια καρύδα για να την μετατρέψω στο μπαρ σε πίνια κολάντα μου έλεγε «αμίγκο κόλλα πέντε» και σαν φίλοι από καιρό κολλάγαμε τα χέρια μας ξεκαρδισμένοι στα γέλια. Το αμίγκο ήταν η σταθερή προσφώνηση παντού ούτε μεσιέ ούτε μίστερ ούτε σενιόρα. Ένας τεράστιος μαύρος σερβιτόρος ενθουσιασμένος από το κολακευτικό σχόλιο για το φαγητό μιας Καναδής που μόλις είχε βγει από το κομμωτήριο, τη σήκωσε στα χέρια μαζί με την καρέκλα και της έδωσε ένα σκαστό φιλί στο κεφάλι, καταστρέφοντας την κόμμωση μέσα στις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις του προσωπικού και των θαμώνων. Προσπάθησα να σκεφτώ αντίστοιχη σκηνή στη Μεγάλη Βρετάνια.

Και ο Οδυσσέας που με κάλεσε σπίτι του για φαγητό σύμφωνα με το Palantares, τα ιδιωτικά family restaurants και ο οδηγός του πούλμαν και η καθαρίστρια και ο ασπρομάλλης εκπληκτικός πιανίστας του Ambos Mundos (στο δωμάτιο 501 του οποίου έγραφε και έπινε για 10 χρόνια ο Έρνεστ Χεμινγουέϊ) δεν θα πούνε όχι για 5-10 πεσος διευκόλυνση της ζωής τους. Θα τα δεχθούν με ένα ζεστό και αξιοπρεπές ευχαριστώ, δεν θα τα απαιτήσουν ποτέ και κυρίως δεν θα εξαρτήσουν ή διαφοροποιήσουν από αυτά τη συμπεριφορά τους. Υπάρχει μια ιδιόμορφη, ας το πω έτσι, ηθική της εργασίας, μια διάχυτη αθωότητα κατάλοιπο των πρώτων χρόνων της επανάστασης, όταν ο Τσε στην προσπάθειά του να διαμορφώσει τον «νέο άνθρωπο» σε ένα κρεσέντο σταχανοβισμού έδινε όλο το βάρος στα ηθικά και όχι τα υλικά κίνητρα. Δυστυχώς, ο άνθρωπος ακόμα και στην Κούβα δεν είναι για τέτοια, η οικονομία έφθασε στο χείλος της καταστροφής και ο πιο ρεαλιστής (αν και κατά βάση της ίδιας ιδεαλιστικής σχολής) Κάστρο απομάκρυνε διακριτικά τον φίλο του από τα οικονομικά Υπουργεία και τη διεύθυνση της τράπεζας. Λέγεται, χωρίς να μπορεί να αποδειχθεί, ότι η πραγματιστική στροφή συνέβαλλε μαζί με άλλα στην άκαρπη περιπλάνηση του Τσε στο Κονγκό και στη μοιραία γι’ αυτόν απόπειρα εξαγωγής επανάστασης στη Βολιβία.

Όχι ότι δεν υπάρχουν και αυτοί που ζητάνε, κυρίως μικρά παιδιά που θέλουν στυλό, τετράδια (πάρτε μαζί σας μια ντουζίνα) και (γαμώτο) καραμέλες. Επίσης ηλικιωμένοι που ρωτάνε αν σου βρίσκεται ένα πεσος. Ενώ ζητάνε δεν μπορείς, για λόγους που δεν ξέρω αν μπορώ να σας τους εξηγήσω ακριβώς, να τους αποκαλέσεις ζητιάνους. Έχουν μία οριακή αξιοπρέπεια, δεν κολλάνε πάνω σου, αν τους δώσεις έχει καλώς, αν όχι φεύγουν. Ένας φίλος δημοσιογράφος, από τους καλούς της φάρας, όταν του είπα ότι πάω Κούβα μου αντιγύρισε «Αχ φίλε, υπέροχη φτώχια». Το βρήκα εύστοχο και το επιβεβαίωσα επί τόπου, δεν είναι «καταραμένη φτώχεια». Υπάρχει φτώχεια, δεν υπάρχει εξαθλίωση. Τα σπίτια, ιδιαίτερα στην επαρχεία, είναι φτωχικά, πολλές φορές τρεις γενιές μένουν σε τρία δωμάτια του ίδιου σπιτιού αλλά είναι σπίτια, δεν είναι φαβέλες, ντενεκεδουπόλεις. Την μονοτονία των ομοιόμορφων σπιτιών σπάει η πολυχρωμία του εξωτερικού τοίχου και του φράχτη (οι Κουβανοί είναι συνεχώς μ’ ένα πινέλο στο χέρι), η Σέβρολετ στο γκαράζ ή το άλογο στον κήπο και η απαραίτητη κουνιστή πολυθρόνα σε χιλιάδες παραλλαγές. Όταν ο Λούλα ζητάει – και δε θα του φτάσει – δεύτερη τετραετία για να εξασφαλίσει δύο καθημερινά γεύματα για κάθε Βραζιλιάνο, για τους Κουβανούς αυτό είναι εδώ και χρόνια δεδομένο. Εκπαίδευση για όλους και εξαιρετική, όχι μόνο για χώρες του τρίτου κόσμου, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Εξάλλου η εξαγωγή γιατρών ενισχύει πλέον το εθνικό εισόδημα περισσότερο από τη ζάχαρη την οποία η Σοβιετική Ένωση μέχρι την κατάρρευσή της αγόραζε σε τιμές πολύ πάνω από τις διεθνείς, ενισχύοντας αλλά και καθηλώνοντας την οικονομία της Κούβας που σε ένα πρωί το 1990 είδε να χάνεται το 87% του εξαγωγικού της εμπορίου. Δωρεάν εισιτήρια για κλασσικό μπαλέτο, θέατρο και φυσικά για το δεύτερο πάθος – με τρίτο το ντόμινο – του Κουβανού, το σινεμά. Το 2002 στην πρεμιέρα του Minority Report του Steven Spielberg το πλήθος έσπασε πόρτες παράθυρα και καρέκλες στην προσπάθεια να εξασφαλίσει μία θέση. Για το πρώτο πάθος, το χορό, δεν χρειάζονται εισιτήρια γιατί είναι γνωστό ότι κάθε Κουβανός χορεύει όπου βρεθεί και όπου σταθεί. Αυτοσχεδιάζει ο μάγειρας, χορεύοντας με το τηγάνι, την ώρα που αναποδογυρίζει την ομελέτα. Αυτοσχεδιάζει με κίνδυνο να σε αδειάσει στο δρόμο, ο οδηγός του coco-taxi (παγκόσμια πατέντα κίτρινου τρίκυκλου – ταξί σε σχήμα καρύδας που με μισή τιμή και διπλάσιο χρόνο από το αυτοκίνητο – ταξί σε πηγαίνει την ωραιότερη βόλτα της ζωής σου στη μαγευτική παραλιακή της Αβάνας). Αυτό το χορευτικό πάθος μάλλον δεν αποτελεί σοσιαλιστική κατάκτηση, προϋπήρχε. Όμως η επανάσταση δεν τους το στέρησε, μάλλον το γενίκευσε. Σε αντίθεση με τις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού όπου το πρώτο πράγμα που σου έκανε εντύπωση ήταν ότι οι άνθρωποι δεν γελάγανε. Και όλα αυτά μέσα σε μία οργιαστική φύση, με χιλιάδες αποχρώσεις ενός πράσινου στα μέτρα του ανθρώπου, με ποτάμια, με μικρούς καταρράκτες και λιμνούλες για να ρίξεις μια βουτιά. Τυρκουάζ θάλασσες, με πούδρα αμμουδιές και εκατομμύρια φοίνικες. Δεν έχουν τη φωτεινότητα του Αιγαίου, αλλά εκεί που κολυμπάς όλο και ένας πελεκάνος θα βρεθεί να σου κάνει παρέα πλανάροντας δυο μέτρα πάνω από το κεφάλι σου.

«Εδώ είναι ο παράδεισος. Αν με χάσετε θα με βρείτε ή στην Κούβα ή στην Ανδαλουσία» έγραψε το 1930 ο Λόρκα στους γονείς του. Η Κούβα του μεσοπολέμου ήταν πέραν των άλλων ο παράδεισος για τη μαφία και τους ομοφυλόφιλούς. Ο μεγάλος Ισπανός ποιητής δεν ήταν γκάνγκστερ και θα σκοτείνιαζε αν έβλεπε σε τι κόλαση μετέτρεψε τη ζωή των ομοφυλόφιλων η επανάσταση (παρότι και σ’ αυτό τον τομέα κάτι έχει αρχίσει ν’ αλλάζει), μ’ ένα πουριτανισμό αναντίστοιχο με τη χαρά της ζωής που γενικά κυριαρχεί. Σιγά – σιγά φτάσαμε στα δύσκολα. Πολιτικές ελευθερίες, ανθρώπινα δικαιώματα, ελευθερία τύπου και καλλιτεχνικής δημιουργίας. Δυστυχώς, ανύπαρκτα. Ο τύπος, μια τραγωδία. Ένα οκτασέλιδο καθημερινό ταμπλόιντ, η Granma – στην κυριολεξία γιαγιά – λιβανιστήρι του καθεστώτος. Τρία κρατικά κανάλια που όπως λένε γελώντας οι Κουβανοί έγιναν ακόμα πιο βαρετά από τότε που αποσύρθηκε ο Φιντέλ. Γιατί ο Lider Maximo είχε το χάρισμα να μετατρέπει την προπαγάνδα σε ψυχαγωγικό σόου. Καλλιτεχνική δημιουργία υποτυπώδης με ρωγμές από – που αλλού – τον κινηματογράφο. Ο «Θάνατος ενός γραφειοκράτη», οι «Μνήμες υπανάπτυξης» του Αλέα και πάνω απ’ όλα το κλασσικό αριστούργημα «Φράουλες και Σοκολάτες» όπου ο Ντιάγκο, ο διανοούμενος ομοφυλόφιλος ερωτεύεται το στρατευμένο κουμουνιστή. Θέματα που κάνουν τζιζ, λαμπερές εξαιρέσεις ενός μουντού κανόνα.

Δεν είναι ο χώρος για αναλύσεις. Εξάλλου η ιστορία έχει αποφανθεί: Οι πιο μεγάλες κοινωνικές κατακτήσεις (και όποιος τις αμφισβητεί για την Κούβα είναι ή Ρεπουμπλικάνος, ή Μαφιόζος ή τελείως μαλάκας) ατροφούν με το χρόνο αν δεν συνοδεύονται από δημοκρατικές ελευθερίες και ατομικά δικαιώματα. Ή για να πάρω τη χειρότερη εκδοχή από το δικαίωμα του λαού να κάνει λάθος, το δικαίωμα του παιδιού στην καραμέλα που δεν έχει, αγνοώντας το τέλειο ιατροφαρμακευτικό σύστημα που έχει. Το βέβηλο ερώτημα όμως που δεν πρέπει να αποφύγει να θέσει στον εαυτό του κάθε καλόπιστος επικριτής του Φιντέλ και του καθεστώτος είναι το εξής: γιατί τη δεκαετία του ’90 με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και της οικονομίας της Κούβας, με τις ΗΠΑ να σκληραίνουν το απάνθρωπο και εκδικητικό εμπάργκο, με τους μαφιόζους στο Μαϊάμι να γυαλίζουν τις φίσες για τις ρουλέτες τους, ο Φιντέλ όχι μόνο δεν είχε, όπως περίμεναν ορισμένοι, την τύχη του Τσαουσέσκου αλλά για μια ακόμα φορά συσπείρωσε γύρω του το λαό; «Ειδική περίοδος, θα ζοριστούμε αλλά θα αντέξουμε» είπαν μαζί του και άντεξαν. Άντεξαν βέβαια με τον ιδιαίτερο κουβανέζικο τρόπο. Ιστορική έχει μείνει η εκπομπή στην τηλεόραση όπου τον καιρό της πείνας ο καλύτερος σεφ παρουσίασε τη συνταγή για μπιφτέκι και μπριζόλα από γκρεϊτφρουτ. Όπως κι αν άντεξαν το ερώτημα παραμένει και η απάντηση είναι διπλή. Πρώτον το καθεστώς έχει ακόμα μεγάλη λαϊκή βάση, η αθωότητα ακόμα διαρκεί. Μεγαλώνει το ποσοστό των αδιάφορων, η αβεβαιότητα για τη μετά Φιντέλ εποχή αλλά κίνημα ανατροπής του καθεστώτος δεν υπάρχει. Το γιατί εμπεριέχεται στη δεύτερη απάντηση και έχει ονοματεπώνυμο. ΗΠΑ και Κουβανοί εξόριστοι στο Μαϊάμι. Ο κόσμος δεν θέλει να ξαναγίνει η χώρα του καζίνο και μπορντέλο των ΗΠΑ ούτε να γυρίσουν οι απόγονοι των ζάπλουτων και του υποκόσμου. Η ατυχία των πραγματικών δημοκρατών, των αντιφρονούντων που βρίσκονται στις φυλακές – και αυτό που θα πω δεν μειώνει σε τίποτε την αυθεντικότητα του αγώνα τους – είναι ότι έχουν την αναγκαστική και ανεπιθύμητη συνηγορία των ΗΠΑ και των συμμοριών των εξορίστων στο Μαϊάμι.

Στη Κούβα η παράδοση αντιαποικιακών αγώνων για την ανεξαρτησία δεν είναι μόνο ισχυρή αλλά και σχετικά πρόσφατη. Τρεις είναι οι μύθοι: πρώτα ο Χοσέ Μαρτί, συγγραφέας, ποιητής, δημοσιογράφος, πολιτικός ακτιβιστής, επαναστάτης που σκοτώθηκε το 1895 πολεμώντας τους Ισπανούς και πρόλαβε να προειδοποιήσει τους συμπατριώτες του- και φαίνεται ότι το θυμούνται- να μην αντικαταστήσουν τους Ισπανούς με τους Αμερικάνους. Ο Κοραής, ο Ρήγας και ο Καραϊσκάκης σε ένα, για τους Κουβανούς πολύ απλά il Maestro.

Μετά ο Τσε, ο Χριστός της επανάστασης, ο Αργεντινός που έγινε δικός τους και παγκόσμιος. Έφυγε νωρίς και ο μύθος του σκέπασε τις αδυναμίες του. Η στάση ζωής και ο ηρωικός του θάνατος αποσιώπησαν ένα ακραίο – στα όρια του τυχοδιωκτισμού –βολονταρισμό. Το ερώτημα αν η εξαγωγή επανάστασης βοήθησε ή πήγε πίσω το κίνημα στη Λατινική Αμερική είναι θεμιτό να τίθεται σήμερα που με την κάλπη πολλαπλασιάζονται οι αριστερές κυβερνήσεις, χωρίς πάλι να είναι εύκολη η εκ των υστέρων κρίση. Η αγιοποίηση του Τσε είναι κατευθυνόμενη από το καθεστώς αλλά και αυθόρμητη. Όταν είδα στο πουλμανάκι φωτογραφία του Τσε εκεί που οι δικοί μας βάζουν τον Άγιο Χριστόφορο ή το Χριστό συνειδητοποίησα γιατί με εκνεύριζαν πάντα οι στίχοι του Ρίτσου «…αυτοί είναι οι δικοί μας Χριστοί οι δικοί μας άγιοι». Πρέπει πάντως να παραδεχτώ ότι δεν αποτελώ και το μέτρο γιατί με δυσκολία συγκρατούσα τα γέλια μου όταν η ξεναγός σε ερώτηση ενός Βέλγου που είναι η εκκλησία σ’ ένα ορεινό χωριό, απάντησε «η πιο κοντινή είναι σε δεκαεννέα χιλιόμετρα αλλά εδώ δίπλα να σας δείξω το σπίτι του πολιτισμού, το φαρμακείο, τη ντισκοτέκ και το αστυνομικό τμήμα». Θέλω πάντως να καθησυχάσω όσους πιστούς θέλουν να μεταναστεύσουν στην Κούβα γιατί εδώ και κάποια χρόνια μπορούν πλέον να γίνουν μέλη του ΚΚ Κούβας και να καταλάβουν κρατικές θέσεις.

Ο τρίτος είναι ο επίγειος θεός, ο Φιντέλ Κάστρο ντε Ρουζ ή Lider Maximo ή μόνο Φιντέλ. Αλλά ένας θεός της γειτονιάς, ο δικός τους άνθρωπος, ο πατέρας που δεν θέλουν να σκοτώσουν σε πείσμα της ψυχανάλυσης, ο άντρας με τις πολλές κατακτήσεις που προστατεύει την προσωπική του ζωή όσο και το μύθο του. Προικισμένος με ζωές που αντιστοιχούν σε ενενήντα γάτες επέζησε από 617 κατά το θρύλο απόπειρες δολοφονίας της CIA και της Μαφίας και άλλες τρεις αποδεδειγμένα πριν την επανάσταση. Όταν μετά την αποτυχία της επίθεσης στην Μονκάδα τον βρήκε στο βουνό εξουθενωμένο ένας μαύρος λοχαγός του Μπατίστα ονόματι Σερία με εντολή να τον εκτελέσει, λέγεται ότι ο Κάστρο του είπε «Μην πυροβολείς, μπορεί να σκοτώσεις ιδέες». Γεγονός είναι ότι ο Σερία-μετά την επανάσταση σωματοφύλακας του Φιντέλ- δεν τον σκότωσε και του έδωσε την ευκαιρία να υπερασπίσει τον εαυτό του στο δικαστήριο και να οικοδομήσει το μύθο του με την περίφημη απολογία «Η ιστορία θα με δικαιώσει». Και όταν το 1956 αποβιβάστηκε με τη γιαγιά «Granma» και 82 συντρόφους του επιβίωσαν οι 12 που τον άκουσαν εμβρόντητοι να τους βγάζει μακρύ λόγο με τίτλο «Θα νικήσουμε, τώρα αρχίζουμε». Ταυτοχρόνως είναι αυτός που δίωξε αλύπητα με φυλακίσεις, ακόμα και εκτελέσεις όλους τους πολιτικούς του αντιπάλους βαφτίζοντάς τους αδιακρίτως προδότες και αντεπαναστάτες, επικρότησε τη σοβιετική εισβολή στη Τσεχοσλοβακία, που πρόσδεσε τη χώρα του σε μια παρακμάζουσα Σοβιετική Ένωση χωρίς να χάσει ούτε λεπτό την απήχησή του στους λαούς του Τρίτου Κόσμου και όχι μόνο. Πάντα είχα την απορία γιατί διανοούμενοι υψηλού και αδιαμφισβήτητου ηθικού αναστήματος όπως ο Μαρκές αρνήθηκαν πεισματικά να επικρίνουν το Φιντέλ ακόμα και σε εξόφθαλμα στυγνές συμπεριφορές του. Όταν πας στην Κούβα και τη συγκρίνεις με την υπόλοιπη Λατινική Αμερική θα το καταλάβεις χωρίς απαραιτήτως να πρέπει και να συμμεριστείς αυτή τη στάση. Πολύ απλά ο Φιντέλ έδωσε στους Κουβανούς και στους άλλους Λατινοαμερικάνους την περηφάνια που τους ποδοπάτησαν οι ΗΠΑ με τους χειρότερους εκπροσώπους της, τη Μαφία και τους οικονομικούς κολοσσούς που μέχρι πρόσφατα ανεβοκατέβαζαν κυβερνήσεις και στήριζαν κτηνώδεις δικτατορίες. Το πιο ωραίο που διάβασα για το Φιντέλ είναι ότι «αποτελεί ένα πραγματιστικό μείγμα από πολύ λίγο Μαρξ, Ενγκελς και Λένιν, λίγο περισσότερο Τσε, ακόμα περισσότερο Χοσέ Μαρτί και πάρα πολύ Φιντέλ Κάστρο». Είναι πρωτότυπος και αυθεντικός. Και μετά το θάνατο του πατριάρχη, τι; Ως πότε η Κούβα θα κρατάει την πρωτοτυπία της, την ιδιαιτερότητά της αλλά και παρωχημένες εμμονές που μπορεί να αποδειχθούν καταστροφικές; Ή μήπως ο Ραούλ με την ανοχή του Φιντέλ απαντώντας σε κάποια δειλά μέτρα χαλάρωσης του κλοιού που πήρε ο Ομπάμα, έβαλε μπρος μια διαδικασία ελεγχόμενης προσαρμογής;

Μέχρι να απαντήσει η Ιστορία σ’ αυτά τα ερωτήματα, έχω χρόνο για μια τελευταία βόλτα στη μαγευτική παλαιά πόλη της Αβάνας. Να περιπλανηθώ άφοβα στα σοκάκια της, ακόμα και στα λιγότερο φωτισμένα, μιας και δεν υπάρχει βία στους δρόμους και επιθετικότητα (φεύγοντας συνειδητοποίησα ότι επί δεκαπέντε μέρες δεν έπεσα πάνω σ’ ένα λεκτικό έστω καυγά, σ’ ένα μικροεπεισόδιο). Να μπω στις εκπληκτικές εσωτερικές αυλές, να περάσω μπροστά από τα πανέμορφα κτίρια που αναπαλαιώνονται με ταχύτατους ρυθμούς, να χαθώ μέσα σε μουσικές που δραπετεύουν από το εσωτερικό των σπιτιών. Λούζομαι λοιπόν και πάω να στεγνώσω τα μαλλιά μου. Ο στεγνωτήρας στο μπάνιο αρχίζει να καπνίζει και τελικά καίγεται. Πάω στη ρεσεψιόν και ζητάω να τον αντικαταστήσουν. «Να σας αλλάξουμε καλύτερα δωμάτιο;» μου λέει γελώντας η υπεύθυνη. «Φεύγουμε αύριο, δώστε μου έναν αντάπτορα να χρησιμοποιήσω τον δικό μου στεγνωτήρα γιατί έχετε άλλο είδος πρίζας και δεν μπαίνει». Νέα γέλια «Καλά πηγαίνετε επάνω και θα δω τι θα κάνω». Σε πέντε λεπτά χτυπάει η πόρτα μπαίνει ένας μαύρος δύο μέτρα «Olla Amigo. Που είναι η πρίζα;». Του δείχνω, βγάζει ένα σουγιά και αρχίζει να τη σκαλίζει. Σε πέντε λεπτά την έχει κάνει αγνώριστη, πρακτικά την έχει καταστρέψει. Όμως το σεσουάρ μου θηλυκώνει μια χαρά και δουλεύει. Δεν υπάρχει πρόβλημα μπροστά στο οποίο να παραδίδονται οι Κουβανοί.

Σκασμένος στα γέλια βγαίνω από το ξενοδοχείο και πηγαίνω για ένα τελευταίο Mohito στο National. Το να φτάνεις με Coco-taxi στο επιβλητικό ξενοδοχείο που έκτισε η Μαφία το 1930 και έκτοτε φιλοξένησε από τον Αλ Καπόνε και τον Μέγιερ Λάνσκυ μέχρι τον Πατριάρχη και τον Πάπα, τον Τσώρτσιλ και σχεδόν όλους τους μεγάλους του αιώνα που πέρασε πολιτικούς, ηθοποιούς και τραγουδιστές, σου φτιάχνει ακόμα περισσότερο το κέφι. Κάθομαι στους υπέροχους κήπους απέναντι στη θάλασσα και ξαφνικά μια ορχήστρα αρχίζει να παίζει το γνωστό κομμάτι για τον «Κομμαντάντε Τσε Γκεβάρα». Μέσα σε αυτό το περιβάλλον η σκηνή είναι σουρεαλιστική. Πάω να γελάσω και ξαφνικά ένας κόμπος ανεβαίνει στο λαιμό μου. Πιάνω τον εαυτό μου να αγωνιά αν και αύριο θα είναι έτσι, να συμπάσχω στην αβεβαιότητα. Συνειδητοποιώ ότι επί δεκαπέντε μέρες προσέχω βγαίνοντας από το δωμάτιο να μην αφήσω αναμμένο το φως στο μπάνιο, δεν «κλέβω» σαπουνάκια και σαμπουάν και αγοράζω μανιωδώς μικροπράγματα στους δρόμους , δηλαδή ακριβώς τα αντίθετα από αυτά που κάνω ως τουρίστας στα άλλα μέρη. «Σώθηκαν» θα μου πείτε «οι Κουβανοί ή μήπως το πήρε κανένας είδηση;». Οχι, αλλά εγώ είμαι που κέρδισα κάτι από την αθωότητά τους.

Στο αεροπλάνο έπιασα τον εαυτό μου, να προσεύχεται στον άγνωστο θεό αυτοί οι περήφανοι άνθρωποι να μην ζήσουν την ξεφτίλα που έζησαν οι λαοί της Ανατολικής Ευρώπης. Να ανοίξουν οι φυλακές χωρίς να ανοίξουν τα καζίνα, να έχουν τα παιδιά καραμέλες χωρίς να διαλυθεί το σύστημα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, την ώρα μάλιστα που ο Ομπάμα φτύνει αίμα για να περάσει ένα κουτσουρεμένο νομοσχέδιο για 36 εκατομμύρια ανασφάλιστους Αμερικανούς. Με άλλα λόγια ο αναπόφευκτος εκδημοκρατισμός του καθεστώτος να μην συμπαρασύρει τις κατακτήσεις της επανάστασης. Όσο πιο γρήγορα και συντεταγμένα γίνει το πρώτο τόσο περισσότερες οι πιθανότητες για το δεύτερο. Δεν γύρισα λοιπόν από την Κούβα αναγεννημένος κομμουνιστής, οι εμπειρίες από την Ευρώπη και τη χώρα μου, με έχουν πείσει να κλείσω οριστικά αυτό το κεφάλαιο. Θυμήθηκα όμως έντονα – και είχα καιρό να το νιώσω- γιατί έγινα κομμουνιστής στα 16 μου. Έτσι ένας καλός φίλος μπορεί να λύσει την απορία του για το αινιγματικό μου SMS που έλεγε «Βενσερέμος περίπου». Να πάτε στην Κούβα για δύο λόγους, πρώτο γιατί θα περάσετε πολύ ωραία και δεύτερο γιατί και με μόνη την παρουσία σας θα βοηθήσετε έναν περήφανο λαό.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News