1103
|

«Έζησα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο»

Χριστίνα Πουλίδου Χριστίνα Πουλίδου 24 Ιανουαρίου 2014, 01:24

«Έζησα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο»

Χριστίνα Πουλίδου Χριστίνα Πουλίδου 24 Ιανουαρίου 2014, 01:24

Πέντε μεγάλες ευρωπαϊκές εφημερίδες αναζήτησαν επιζώντες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι δημοσιογράφοι βρήκαν κάποιους απ΄ αυτούς και κουβέντιασαν μαζί τους, σε μια βουτιά στο παρελθόν. Οδυνηρή και τρυφερή. Για μας συναρπαστική – ως την τελευταία λέξη.

Η Γερτρούδη, 105 χρόνων σήμερα, θυμάται ότι γεννήθηκε στα χρόνια του αυτοκράτορα Γουλιέλμου ΙΙ και ζούσε στα περίχωρα του Μονάχου. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος το 1914, ο πατέρας της έφυγε φαντάρος στο Βέλγιο κι έμεινε η μάνα της με 4 παιδιά. «Νοικιάσαμε κάποια δωμάτια του σπιτιού (για να ‘χουμε ένα εισόδημα) σε πρόσφυγες από τα ανατολικά, όπου ήταν το μέτωπο του πολέμου. Κάποιοι, το βράδυ ούρλιαζαν στον ύπνο τους, ενώ ένας Πολωνός του άρεσε να τρώει λουκάνικο με μαρμελάδα!» ανατρέχει στις μνήμες ενός 7χρονου παιδιού. Η πείνα και το κρύο ήταν ο σταθερός εφιάλτης τους, «η μετέπειτα πεθερά μου κόντεψε να φάει κάρβουνο από την πείνα της» λέει στη «Süddeutsche Zeitung» και προσθέτει: «ο πατέρας μου επέστρεψε τον Νοέμβριο 1918. Ήταν τέτοια η χαρά μας! Ήμασταν φτωχοί, αλλά ο πατέρας μου ήταν ζωγράφος και καθώς δεν είχαμε χαλιά, ζωγράφισε ένα ωραιότατο περσικό χαλί στο πάτωμα του σαλονιού μας!».

Όταν ήταν 14 χρόνων η Γερτρούδη, ο πατέρας της σκοτώθηκε σε τροχαίο – «άφησα το σχολείο και βγήκα στη βιοπάλη, γιατί έπρεπε να βοηθήσω την οικογένειά μου» λέει βουρκώνοντας, 90 χρόνια αργότερα.

Ο Γιόζεφ, μιλώντας στην πολωνική «Gazeta Wyborcza» λέει πως από εκείνη την εποχή δεν θυμάται «πυροβολισμούς, μάχες, αιματοχυσίες» στην πόλη του Μπιντγκός, που είναι στη βόρεια Πολωνία. Θυμάται μόνο, πως καθώς το σπίτι τους ήταν πλάι στις σιδηροδρομικές γραμμές και του άρεσε να χαζεύει τα τρένα, μια μέρα είδε μιαν ενέδρα που έστησαν οι Πολωνοί σε μια γερμανική μονάδα. «Ξεφύτρωσαν από το πουθενά οι Πολωνοί και πήδηξαν πάνω στο βαγόνι, περικυκλώνοντας τους Γερμανούς. Δεν ξέρω τι απέγιναν οι Γερμανοί» λέει. Το αξιοσημείωτο – το μοναδικό – που έχει κρατήσει από εκείνη την περίοδο, είναι πως στη λήξη του πολέμου, η πόλη του «ένα βράδυ κοιμήθηκε στη Γερμανία και το επόμενο πρωί ξύπνησε στην Πολωνία! Δεν υπήρχαν εορτασμοί. Άλλαξαν απλώς η σημαία και οι αρχές του τόπου» διηγείται.

Η αλλαγή της εθνικής κυριαρχίας είχε τον απόηχό της –«γερμανοί συμμαθητές μας στο σχολείο, μας έβριζαν όταν μιλούσαμε πολωνικά, ωσότου έφυγαν στη Γερμανία. Είχαμε όμως κι ένα Γερμανό δάσκαλο, που μιλούσε λίγα πολωνικά και που ήταν πολύ καλός. Όταν έπειτα από κάποια χρόνια αποφάσισε να ζήσει στη Γερμανία, όλοι οι μαθητές τον αποχαιρετίσαμε με δάκρυα στον σταθμό» λέει και συμπληρώνει: «οι περισσότεροι Γερμανοί παρέμειναν στην πόλη και ζήσαμε ειρηνικά – ως την έκρηξη του επόμενου μεγάλου πολέμου…».

Η Οβσάνα Καλουστιάν είναι 106 χρόνων, ζει στη Μασσαλία και είναι από τους τελευταίους επιζώντες της γενοκτονίας των Αρμενίων. Γεννήθηκε κοντά στην Κων/πολη, στην πόλη Ανταμπαζάρ, διάσημη για τη μεγάλη αρμένικη κοινότητά της, η οποία ασχολιόταν κυρίως με το εμπόριο. Ο πατέρας της είχε ένα κοσμικό μπαρ και η ίδια μεγάλωσε σε ένα όμορφο τριώροφο σπίτι με κήπο, ως «εκείνη την Κυριακή του 1915», όταν η μάνα της επιστρέφοντας απ΄ την εκκλησία τους είπε ότι έπρεπε να ετοιμαστούν για να φύγουν απ΄ την πόλη. Η φαμίλια τους περπάτησε με μπόγους ως το Εσκί Σεχίρ και κει μπήκε στο τρένο, μαζί με χιλιάδες άλλους Αρμένιους για να πάνε στις ερήμους της Συρίας. Όμως, το δικό τους βαγόνι το άδειασαν κοντά στο Αφιόν Καραχισάρ και τους διέταξαν να χτίσουν ένα αυτοσχέδιο στρατόπεδο, γιατί τα κέντρα διαλογής πιο μπροστά ήταν ήδη κορεσμένα. Έμειναν εκεί δυο χρόνια και μετά δραπέτευσαν, τρέχοντας μέσα στα χωράφια. Μετά από την ανακωχή του ’18, η οικογένεια επέστρεψε στον τόπο της, όμως βρήκε την περιουσία της καμένη. Έφυγαν για Κων/πολη κι ενώ όλο το σόι αποφάσισε να μεταναστεύσει στην Αμερική, η οικογένεια της Οβσάνα έμεινε και μετανάστευσε αργότερα στη Μασσαλία. Εκεί, η Οβσάνα δούλεψε σε κλωστοϋφαντουργίες, παντρεύτηκε, έκανε παιδιά κι εγγόνια. «Ο Θεός με άφησε να ζήσω για να λέω την ιστορία του λαού μου» είπε στη «Monde».

Η Έμα είναι 114 ετών (!) ζει στη βόρεια Ιταλία κοντά στο Κόμο. Η οικογένειά της δεν είχε λεφτά, «δούλευα από τα 13 μου στη κλωστοϋφαντουργία» λέει στη "Stampa". Ο πόλεμος είναι ταυτισμένος στη μνήμη της με μιαν απώλεια, που τη σημάδεψε – τον νεανικό της έρωτα Αουγκούστο. «Ήμασταν νέοι κι ερωτευμένοι, μας άρεσε το τραγούδι κι ονειρευόμασταν να ζήσουμε μαζί. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, τον κάλεσαν στις ορεινές ταξιαρχίες των Άλπεων. Αποχαιρετιστήκαμε και αλληλογραφούσαμε. Κάποια στιγμή σταμάτησαν να έρχονται γράμματά του. Δεν τον ξαναείδα ποτέ» λέει με ένα τρυφερό χαμόγελο.

«Ήμασταν πια παντρεμένοι και μια μέρα τον ρώτησα για ένα σημάδι στη γάμπα του. Μου είπε, ότι ήταν τρύπα από σφαίρα κι έτσι αρχίσαμε να μιλάμε για τον πόλεμο» λέει τέλος η υπέροχη Ντόροθι στην "Guardian" για τον άντρα της Γουίλφρεντ, που έχει πεθάνει προ δεκαετίας. Η μοναδική χήρα (πια) βρετανού στρατιώτη στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο είναι 92 χρόνων σήμερα και ανατρέχει στη σχετική αφήγηση του Γουίλφρεντ – «τον πυροβόλησαν, τραυματίστηκε, δεν μπορούσε να περπατήσει κι ένας φίλος τον στήριξε στον ώμο του και τον έσυρε ως τη νεκρή ζώνη. Από εκεί τον πήραν, στοιβάχτηκε σε ένα τρένο, όμως δεν τον κράτησαν στο Νοσοκομείο για νοσηλεία. Ήταν τόσοι πολλοί οι τραυματίες – κι ήταν μόλις 19 χρονών».

Η Ντόροθι δείχνει μια λιτή σημείωση στην πρώτη σελίδα μιας μπαρουτοκαπνισμένης Βίβλου – «τραυματισμός, Μάρτιος 1918». Και την επόμενη: «δηλητηρίαση από αέρια Αύγουστος 1918» – «τότε, πάλι ένας άλλος φαντάρος τον έσυρε σε ένα χαράκωμα, ενώ η μάχη μαινόταν. Ο Γουίλφρεντ μου έλεγε, ότι έμεινε εκεί και προσευχόταν να τελειώσει η μάχη. Κάποια στιγμή βρέθηκε ένας Γερμανός από πάνω, με το όπλο του να δείχνει το στομάχι του Γουίλφρεντ. Νόμισε ότι ήρθε το τέλος. Ποτέ δεν κατάλαβε πώς έγινε κι εξαφανίστηκε ο Γερμανός. Έπειτα από ώρες, ήρθε ο στρατός μας και τον μάζεψε» λέει η Ντόροθι. 

Μία από τις βαθιές θλίψεις του Γουίλφρεντ ήταν ότι, τον Νοέμβρη 1918, οι φαντάροι άργησαν να μάθουν πως ο πόλεμος είχε τελειώσει. Συνέχιζαν να πολεμούν και μια-δυο μέρες μετά, έμαθαν τα νέα. Στο μεταξύ είχαν κάποιοι πληγωθεί και σκοτωθεί.

Στα χρόνια της ειρήνης, ο Γουίλφρεντ δούλεψε σαν βιολιστής και μετά άνοιξε μιαν επιχείρηση με αντίκες, μαζί με τη Ντόροθι, στο Ντένβορ. «Ποτέ του δεν αντιμετώπισε ανταγωνιστικά τους Γερμανούς. Πάντα πίστευε, ότι εκείνος ο πόλεμος προκάλεσε μεγάλες απώλειες στις δύο πλευρές εξίσου και κανέναν δεν ωφέλησε. Συνήθιζε να λέει, πως κι εκείνοι κι εμείς πολεμούσαμε για τις πατρίδες μας. Όταν τραυματίζονταν, καταλάβαιναν ότι ήταν ίδιοι» θυμάται η Ντόροθι και δηλώνει «τρομερά περήφανη» για τον Γουίλφρεντ. Καταλήγοντας, υπογραμμίζει πως ο άντρας της έλεγε ότι στο Δυτικό Μέτωπο «χάθηκαν τόσοι άνθρωποι. Δεν έπρεπε να έχει συμβεί. Στο τέλος της μέρας, δεν υπάρχουν νικητές – με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είναι όλοι νικημένοι. Πιστεύαμε» καταλήγει, «ότι ένας πόλεμος θα τέλειωνε την ιστορία των πολέμων. Αλλά δεν ήταν έτσι. Πόλεμοι εξακολουθούν να γίνονται».

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News