Απόγευμα της 12ης Οκτωβρίου του 1492. Στο πλοίο όπου σάλπαρε ο Κολόμβος με τους συντρόφους του, του προσφέρθηκαν όπως σημείωνε και στο ημερολόγιό του «μερικά αποξηραμένα φύλλα» που ανέδιδαν «ένα χαρακτηριστικό ιδιάζον άρωμα». Το μαγικό αυτό φυτό των Ινδιάνων δεν ήταν άλλο από τον καπνό. Η εξάπλωσή του σε όλο τον κόσμο, οι εμμονές και τα πάθη που δημιούργησε, ήταν όπως όλοι ξέρετε φαινόμενα ραγδαία και εν μέρει ανεξέλεγκτα.
Δημιούργησε όμως και πολλές αντιδράσεις. Συγκεκριμένα στην Ελλάδα, το πρώτο διάταγμα που απαγόρευε το κάπνισμα σε καταστήματα και δημόσια γραφεία εφαρμόστηκε το 1856 από τη βασίλισσα Αμαλία. Όσο συμμορφωθήκατε και εσείς, αγαπητοί μου ομοεθνείς, άλλο τόσο συμμορφώθηκαν και οι Έλληνες του παρελθόντος. Η επόμενη προσπάθεια έγινε μετά από 96 χρόνια, το 1952, με απαγόρευση κατά τη διάρκεια των ωρών εργασίας σε οδηγούς των ΜΜΕ. Τα συμφέροντα από τη βιομηχανία του τσιγάρου ήταν βέβαια τεράστια αποκομίζοντας σημαντικά κέρδη για την εποχή, γεγονός που αντικρουόταν με τους νόμους απαγόρευσης. Την ίδια περίοδο στη Σεβίλλη είχε εκδοθεί το σύνταγμα του Monardes όπου πρότεινε τη θεραπευτική χρήση του καπνού για 36 νοσήματα.
Ακολούθησαν πολλές ανεπιτυχείς προσπάθειες καθιέρωσης του νόμου τα έτη 1979, 1980, 1990, 2003 και 2009, με διαφορετικούς όρους και απευθυνόμενοι σε διαφορετικό κοινό. Η τελευταία σοβαρή προσπάθεια έγινε τον Σεπτέμβριο του 2010, με επιβολές κυρώσεων και απειλές προστίμων. Ο νόμος ήταν γενικευμένος, καθολικός, απευθυνόμενος σε όλους τους Έλληνες πολίτες και σε κάθε κλειστό χώρο. Φυσικά και υπήρξαν παραθυράκια. Αφού η κυβέρνηση αντιμετώπισε σφοδρές αντιδράσεις εξαίρεσε από τον κανόνα τα καταστήματα άνω των 300 τ.μ και τα καζίνα, επειδή προφανώς τι τζόγος δύναται να υπάρξει χωρίς κάπνισμα; Στην αρχή κάποιοι μαγαζάτορες εφάρμοσαν τον αντικαπνιστικό νόμο. Όταν όμως είδαν τις εισπράξεις τους να πέφτουν κατακόρυφα και τους πελάτες τους να συχνάζουν στο διπλανό μαγαζί που έδινε οτιδήποτε εκτός από τασάκι για να σβήσεις το τσιγάρο σου, παρανόμησαν και αυτοί. «Εγώ θα κάνω τη διαφορά στην Ελλάδα και τη νοοτροπία της;», ήταν προφανώς το σκεπτικό τους.
Στην Ουγγαρία ο αντίστοιχος νόμος απαγόρευσης του τσιγάρου ανακοινώθηκε μία και μοναδική φορά. Τον Ιανουάριο του 2012, όταν και εφαρμόστηκε. Δεν υπάρχει εσωτερικός χώρος που να καπνίζει έστω και ένα άτομο. Και μάλιστα τον χειμώνα με θερμοκρασίες πολύ πιο κρύες από τον Ελλάδα, βγαίνουν όλοι έξω από τα μαγαζιά με το παλτουδάκι τους για να κάνουν το τσιγαράκι τους. Και οι Έλληνες που ζουν εδώ συμμορφώνονται. Ποια η διαφορά με τους Έλληνες που ζουν στην Ελλάδα; Ακολουθούν τη μάζα, δηλαδή αντιγράφουν τις κινήσεις των υπόλοιπων ανθρώπων γύρω τους ή απλώς μπολιάστηκαν με τη νοοτροπία σεβασμού προς τους νόμους και το δίκαιο;
Ο Όσκαρ Ουάιλντ έχει κάποτε πει: «Το τσιγάρο είναι ο τέλειος τύπος της τέλειας απόλαυσης. Είναι εξαίσιο και σε αφήνει ανικανοποίητο. Τι άλλο μπορεί να επιθυμήσει κανείς;».
Εγώ δεν καπνίζω. Με ενοχλεί αφάνταστα να εισπνέω τον καπνό τον άλλων και να μυρίζω ολόκληρη τσιγαρίλα μετά από μια νυχτερινή μου έξοδο στην Ελλάδα. Φαίνεται όμως πως αυτό είναι πιο εύκολα αποδεκτό από το να διακόψει ένας καπνιστής το ποτό του ή το φαγητό του και να βγει έξω από το μαγαζί για δύο λεπτά. Στην Ουγγαρία, τόσο οι ντόπιοι όσο και οι οικονομικοί μετανάστες, έβαλαν στη ζυγαριά τον σεβασμό προς τις ανάγκες του συνανθρώπου τους με την ταυτόχρονη υπακοή σε έναν νόμο που έχει ουσιαστική αξία και από την άλλη μεριά μια προσωπική τους απόλαυση. Και αποφάσισαν να θυσιάσουν ένα μικρό κομμάτι της ευχαρίστησης.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News