Στις 7 Μαΐου του 1976 ένας από τους συνηγόρους των Ερυθρών Ταξιαρχιών επισκέφθηκε την Ουλρίκε Μάινχοφ στο κελί της. Αυτός ο ιταλός δικηγόρος ήταν και ο τελευταίος άνθρωπος που την είδε εκτός από τους δεσμοφύλακές της. Γιατί δύο ημέρες μετά, η Μάινχοφ βρέθηκε κρεμασμένη και στο κελί της. Κι ενώ συμπληρώνονται 40 χρόνια από τότε, δεν παραμένει άλυτο μόνο το μυστήριο του θανάτου της αλλά και πολλά μυστήρια της ίδιας της ζωής.
Το ερώτημα τελικά είναι πιθανόν να μην απαντηθεί ποτέ: η Μάινχοφ αυτοκτόνησε ή δολοφονήθηκε από το γερμανικό κράτος; Κι έπειτα είναι και άλλα ερωτήματα που ζητούν τις απαντήσεις τους: ήταν μόνο θύτης ή και θύμα; Είχε κεντρικό ρόλο στην ακροαριστερή οργάνωση Φράξια Κόκκινος Στρατός ή ο ρόλος της ήταν περιφερειακός, όπως θέλει πρόσφατο δημοσίευμα της συντηρητικής Welt; Εχει δίκιο η κόρη της να αποδίδει την ριζοσπαστικοποίηση της μητέρας της στα εσωτερικά της κενά ή έχουν δίκιο εκείνοι που αρνούνται να προσεγγίσουν από ψυχολογική σκοπιά τη διαδρομή της;
Οποιο στρατόπεδο και αν επιλέξει κανείς σε αυτό το τελευταίο δίλλημα, είναι αδύνατον να μην πιάσει το νήμα από την αρχή. Από τότε, δηλαδή, που η Ουλρίκε Μαρί είδε για πρώτη φορά το φως, κόρη του ιστορικού τέχνης Βέρνερ Μάινχοφ και της Ινγκερμποργκ Γκούτχαρντ. Ηταν το 1934. Κι όπως γράφει στη βιογραφία που εξέδωσε το 2007 η Γιούτα Ντίτφουρτ, η Ουλρίκε έζησε στο πετσί της τη σύγκρουση δύο κόσμων: από τη μία πλευρά ήταν η οικογένεια της μητέρας της, σοσιαλιστές και δημοκράτες, και από την άλλη η εθνικόφρων και βαθιά προτεσταντική οικογένεια του πατέρα της.
Σε αυτό το διχαστικό περιβάλλον που γνώρισαν εκείνη την εποχή πολλές γερμανικές οικογένειες και το οποίο συμπλήρωναν η αγάπη για τη μόρφωση, την όπερα και το βιολί, μεγάλωσε και η Ουλρίκε. Το τέλος του πολέμου την βρίσκει ορφανή από πατέρα, ενώ δύο χρόνια αργότερα θα χάσει και τη μητέρα της. Είναι 14 ετών και την κηδεμονία της θα αναλάβει η ιστορικός Ρενάτε Ρίμεκ. Στο πανεπιστήμιο, όπου σπουδάζει φιλοσοφία, παιδαγωγική και κοινωνιολογία, θα γίνει αρχικά μέλος της νεολαίας του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Γράφει άρθρα, μιλάει σε φοιτητικές συνελεύσεις κάνοντας πολλούς να την συγκρίνουν με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, δραστηριοποιείται κατά των πυρηνικών και αποχωρεί από το «λάιτ» SPD για να προσχωρήσει στο Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο το 1956 τίθεται εκτός νόμου από Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης.
Εκπαιδεύεται σε στρατόπεδο της Αλ Φατάχ στην Ιορδανία, στέλνει τα παιδιά της να μεγαλώσουν σε μια κοινότητα στη Σικελία, συμμετέχει σε ένοπλες ληστείες, συντάσσει προκηρύξεις της RAF. Ολα αυτά έως τις 15 Ιουνίου του 1972 οπότε η αστυνομία την συλλαμβάνει κοντά στο Αννόβερο
Η δεκαετία του 1960 είναι από πολλές απόψεις η περίοδος της προσωπικής της ολοκλήρωσης: εργάζεται ως δημοσιογράφος στην αριστερή εφημερίδα Konkret και παντρεύεται τον εκδότη της Κλάους Ράινερ Ρελ με τον οποίο αποκτά δύο δίδυμες κόρες. Το τέλος της δεκαετίας, όμως, σηματοδοτεί και τη μεγάλη της στροφή προς τη ριζοσπαστικοποίηση. Το καύσιμο υλικό θα δώσουν δύο γεγονότα: το ένα είναι η γνωριμία της, το 1968, με τον Αντρέας Μπάαντερ, ο οποίος κατηγορείται με τρεις ακόμη για την απόπειρα πυρπόλησης ενός πολυκαταστήματος στην Φρανκφούρτη. Το άλλο είναι, τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς, η δολοφονία του Ρούντι Ντούτσκε, ηγετικής μορφής της φοιτητικής και εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς.
«Διαμαρτυρία είναι όταν λέω πως αυτό κι αυτό δεν μου αρέσει. Αντίσταση είναι όταν φροντίζω αυτό που δε μου αρέσει, να μη συνεχίζεται» γράφει στο Konkret. Δύο χρόνια αργότερα θα αποδείξει εμπράκτως τι εννοεί: συμμετέχει στην επιχείρηση απελευθέρωσης του Μπάαντερ, ο οποίος ως κρατούμενος προσφέρει τις υπηρεσίες του στο Γερμανικό Κεντρικό Ινστιτούτο για Κοινωνικά Ζητήματα. Η επιχείρηση θεωρείται η ιδρυτική πράξη της Φράξιας Κόκκινος Στρατός. Μόνο που στη διάρκεια της επιχείρησης, ένας υπάλληλος θα τραυματιστεί σοβαρά από σφαίρα, ενώ η ίδια θα ξεχάσει την τσάντα της.
Από εκείνη την ημέρα ο Μπάαντερ είναι ελεύθερος και η ίδια καταζητούμενη. «Λέμε φυσικά ότι οι μπάτσοι είναι γουρούνια. Λέμε, ο τύπος με την στολή είναι γουρούνι, δεν είναι άνθρωπος. Και έτσι πρέπει να τους αντιμετωπίσουμε. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχουμε τίποτε να μιλήσουμε με αυτόν και είναι λάθος ακόμη και να τους μιλήσουμε. Και φυσικά μπορούμε να πυροβολήσουμε» λέει σε μαγνητοσκοπημένη συνέντευξή της που έδωσε στην Μισέλ Ρέι Γαβρά, σύζυγο του ελληνογάλλου σκηνοθέτη.
Οσα ακολουθούν είναι ενδεικτικά της διαδρομής της: εκπαιδεύεται σε στρατόπεδο της Αλ Φατάχ στην Ιορδανία, στέλνει τα παιδιά της να μεγαλώσουν σε μια κοινότητα στη Σικελία, συμμετέχει σε ένοπλες ληστείες, συντάσσει προκηρύξεις της RAF. Ολα αυτά έως τις 15 Ιουνίου του 1972 οπότε η αστυνομία την συλλαμβάνει κοντά στο Αννόβερο. Είναι η αρχή του τέλους ενός επαναστατημένου ανθρώπου ή ενός σκοτεινού και μπερδεμένου μυαλού; Επί δυο χρόνια, πάντως, η Μάινχοφ θα κλειστεί στην απομόνωση – ή μάλλον σε κάτι που η ίδια θα ονομάσει «νεκρή πτέρυργα». Κι ο επίλογος θα γραφτεί στις 9 Μαΐου του 1976 στο κελί 719 των φυλακών υψίστης ασφαλείας στο Στάμχαϊμ της Στουτγάρδης με μια αυτοκτονία που μπορεί να μην είναι και αυτοκτονία. Για να ανοίξει παράλληλα ένα κεφάλαιο που μάλλον δεν θα κλείσει ποτέ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News