Δρόμοι γεμάτοι λάσπες και ερείπια, κατεδαφισμένα σπίτια, ξεριζωμένα δέντρα, άνθρωποι να διασχίζουν με σκοινιά ποτάμια με λασπόνερα, αναζητώντας επιζήσαντες ή νεκρούς κάτω από τα χαλάσματα.
Η τεράστια κατολίσθηση λάσπης που έπληξε την πόλη Μοκόα της επαρχίας Πουτουμάγιο τα ξημερώματα του Σαββάτου έχει αφήσει πίσω της μία τραγωδία. Σύμφωνα με επίσημη ανακοίνωση του κολομβιανού στρατού, 254 άτομα έχουν χάσει τη ζωή τους, ενώ τουλάχιστον 400 άτομα έχουν τραυματιστεί. Εν τω μεταξύ, οι αγνοούμενοι αγγίζουν τους 200.
«Αυτός είναι ένας αριθμός που προκαλεί τεράστια θλίψη», είπε για τους νεκρούς ο πρόεδρος της χώρας Χουάν Μανουέλ Σάντος, σύμφωνα με το ραδιοφωνικό δίκτυο RCN. Το απόγευμα του Σαββάτου ο ίδιος κήρυξε τη χώρα σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και ανακοίνωσε, με ραγισμένη την καρδιά, ότι «θα κάνουμε ό, τι μπορούμε για να βοηθήσουμε».
Σφοδρές βροχοπτώσεις που σημειώθηκαν στη χώρα οδήγησαν στην υπερχείλιση ποταμών και στην κατολίσθηση που σάρωσε δεκαεπτά συνοικίες της πόλης η οποία βρίσκεται κοντά στα σύνορα με τον Ισημερινό και το Περού. Τρεις από τις συνοικίες καταστράφηκαν ολοσχερώς, ενώ στις υπόλοιπες προκλήθηκαν εκτεταμένες ζημιές.
Πάνω από 1.100 στρατιώτες και αστυνομικοί έχουν κληθεί στις συνοικίες για να απεγκλωβίσουν τους παγιδευμένους.
Περίπου επτά τόνοι ιατρικών προμηθειών, πόσιμο νερό κι ηλεκτρικές γεννήτριες έχουν αποσταλεί στην πόλη, όπως ανακοίνωσε το Εθνικό Σύστημα Διαχείρισης Κινδύνων Καταστροφών (SNGRD).
«Η κλιματική αλλαγή πυροδοτεί δυναμικές και διαπιστώνουμε σοβαρές επιπτώσεις όσον αφορά την έντασή τους, τη συχνότητα και το μέγεθος, όπως συνέβη στη Μονκόα», δήλωσε ο επικεφαλής της αποστολής του ΟΗΕ στην Κολομβία Μάρτιν Σαντιάγο.
Ο συνδυασμός σφοδρών βροχοπτώσεων, με το ορεινό τοπίο και τις πολύ φτωχές κατασκευές κάνουν τις κατολισθήσεις στη χώρα ένα αρκετά συχνό φαινόμενο. Η πιο «φονική» κατολίσθηση στη χώρα σημειώθηκε το 1985, στο Αρμέρο στην επαρχία της Τολίμα, αφήνοντας πίσω της πάνω από 20.000 νεκρούς…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News