Με μία επιστολη-κόλαφο για την Αγκυρα προς τον αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Αντονι Μπλίνκεν, το Κογκρέσο στήνει στον «τοίχο» τον Ταγίπ Ερντογάν για το θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καλώντας την κυβέρνηση Μπάιντεν να καταστήσει την Τουρκία υπόλογη για «δημοκρατική οπισθοδρόμηση».
Οπως γράφει το economico.gr, την επιστολή-ράπισμα στον Ερντογάν υπογράφουν τουλάχιστον 160 μέλη του Κογκρέσου, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής Σεθ Μούλτον.
Η επιστολή προς τον Αντονι Μπλίνκεν, με ημερομηνία 26/2, έρχεται σε μια κρίσιμη καμπή για τις σχέσεις Ουάσιγκτον-Αγκυρας, με την κυβέρνηση Μπάιντεν να αναμένει από την Τουρκία απτές κινήσεις επιστροφής στο συμμαχικό πλαίσιο οπως αυτό ορίζεται απο το ΝΑΤΟ.
«Ο Ερντογάν καταργεί την ελευθερία του λόγου και φυλακίζει αντιπάλους»
«Τα στρατηγικά ζητήματα έχουν δικαίως λάβει σημαντική προσοχή στις διμερείς μας σχέσεις, αλλά η βαριά παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η δημοκρατική οπισθοδρόμηση που λαμβάνουν χώρα στην Τουρκία αποτελούν επίσης στοιχείο σημαντικής ανησυχίας», επισημαίνεται στην επιστολή, αναδεικνύοντας έτσι το θέμα του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε ένα ακόμη σημείο τριβής στις αμερικανο-τουρκικές σχέσεις που ήδη βρίσκονται στο ναδίρ εξαιτίας της απόκτησης και ανάπτυξης των ρωσικών S-400 από το καθεστώς Ερντογάν.
Το αίτημα στον Αντονι Μπλίνκεν για περαιτέρω πίεση προς την Τουρκία, συνοδεύεται από την παράθεση σειράς αντιδημοκρατικών ενεργειών του καθεστώτος Ερντογάν:
«Ο πρόεδρος Ερντογάν και το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης», αναφέρεται στην επιστολή, «έχουν χρησιμοποιήσει τις σχεδόν δύο δεκαετίες της εξουσία τους για να αποδυναμώσουν το δικαστικό σώμα της Τουρκίας, να τοποθετήσουν πολιτικούς τους συμμάχους σε καίριες θέσεις του στρατού και των υπηρεσιών ασφαλείας, να καταργήσουν τον ελεύθερο λόγο και τον ελεύθερο Τύπο και να φυλακίσουν πολιτικούς αντιπάλους, δημοσιογράφους και εκπροσώπους μειονοτήτων».
Στη διακομματική επιστολή καλείται επίσης ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας να προσαρμόσει τη σχέση της Ουάσιγκτον με την Τουρκία αναλόγως με τη συμπεριφορά που θα επιδείξει ο πρόεδρος Ερντογάν.
«Ενώ είναι προς το αμοιβαίο μας συμφέρον οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Τουρκία να παραμείνουν στρατηγικοί σύμμαχοι και να επιδιορθώσουν τα ρήγματα που υπάρχουν μεταξύ τους, πιστεύουμε ότι αλλαγές στη συμπεριφορά του προέδρου Ερντογάν και του κόμματος του είναι ζωτικής σημασίας για την αποκατάσταση αυτής της σχέσης», σημειώνουν τα μέλη του Κογκρέσου.
Στην επιστολή γίνεται αναφορά και στην επίσκεψη του προέδρου Ερντογάν στην Ουάσιγκτον το 2017 κατά τη διάρκεια της οποίας οι άνδρες της ασφάλειας του είχαν επιτεθεί και χτυπήσει ειρηνικούς διαδηλωτές που βρίσκονταν έξω από την κατοικία του Τούρκου πρέσβη:
«Η κυβέρνηση του προέδρου Ερντογάν έφερε ακόμα και το στυλ της στους δρόμους της πρωτεύουσας του έθνους μας, όταν κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Ερντογάν το 2017 στις Ηνωμένες Πολιτείες, το τουρκικό προσωπικό ασφαλείας επιτέθηκε σε ειρηνικούς διαδηλωτές και ομοσπονδιακούς υπαλλήλους».
Στην επιστολή καταγράφονται όλα όσα έχει κάνει το τουρκικό καθεστώς με στόχο τον περιορισμό δικαιωμάτων και ελευθεριών:
- αποδυνάμωση του δικαστικού σώματος
- τοποθέτηση πολιτικών συμμάχων σε θέσεις κλειδιά στον στρατό και στις υπηρεσίες πληροφοριών
- καταστολή της ελευθερίας του λόγου και της ελευθερίας του Τύπου
- φυλάκιση πολιτικών αντιπάλων, δημοσιογράφων και μειονοτήτων.
Η επιστολή αποτελεί το δεύτερο «χτύπημα» του Κογκρέσου κατά του Ερντογάν, σημειώνει το economico.gr. Πριν από δυο εβδομάδες, 54 γερουσιαστές από το Δημοκρατικό και το Ρεπουμπλικανικό κόμμα είχαν στείλει κοινή επιστολή στον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν, ζητώντας του να πιέσει την Άγκυρα προκειμένου να μπει ένα τέλος στην αυταρχική διολίσθηση της Τουρκίας.
Το κλίμα και τα μηνύματα από την Ουάσιγκτον δείχνουν πως το ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία μπαίνει όλο και πιο ψηλά στην ατζέντα των διμερών σχέσεων μετά την αποχώρηση Τραμπ από τον Λευκό Οίκο.
Η υπόθεση Οσμάν Καβαλά
Πληροφορίες αναφέρουν πως επίκειται και νέα ανάλογη πρωτοβουλία, επίσης διακομματική, αλλά αυτή την φορά από ακόμη μεγαλύτερο αριθμό Γερουσιαστών, που θεωρούν ότι το δόγμα του στρατηγικού ρόλου της Τουρκίας δεν μπορεί πλέον να έχει την παλαιά του ισχύ για τις ΗΠΑ και, κυρίως, δεν μπορεί να αποτελεί το άλλοθι για να γίνεται ανεκτό το εξώφθαλμα αντιδημοκρατικό μοντέλο εξουσίας του Ταγίπ Ερντογάν.
Η υπόθεση που έχει παίξει καταλυτικό ρόλο στις ΗΠΑ για αυτό το κλιμακούμενο κύμα πολιτικής οργής κατά της Αγκυρας, όπως επισημαίνουν τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης, είναι η υπόθεση Καβαλά.
Πρόκειται για την υπόθεση του τούρκου επιχειρηματία και φιλάνθρωπου Οσμάν Καβαλά, που παραμένει στην φυλακή – παρά την απαλλακτική απόφαση τουρκικού δικαστηρίου – κατηγορούμενος ότι «επιδιώκει την αποσταθεροποίηση της Τουρκίας».
Ο Οσμάν Καβαλά διώχθηκε αρχικά για υποστήριξη των αντικυβερνητικών διαδηλώσεων το 2013, γνωστών ως κίνημα του Γκεζί, κατά του Ερντογάν, που τότε ήταν πρωθυπουργός. Παρά την απαλλαγή του πέρσι τον Φεβρουάριο, δεν αποφυλακίσθηκε διότι αμέσως ετέθη ξανά υπό κράτηση στο πλαίσιο άλλης έρευνας που συνδέεται με την απόπειρα πραξικοπήματος κατά του Ερντογάν το 2016. Την απελευθέρωσή του ζητά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ενώ και στις ΗΠΑ έχε δημιουργηθεί εκτεταμένο δίκτυο υποστήριξής του.
Διπλωμάτες και πολιτικοί αναλυτές επισημαίνουν ότι η πολιτικοποίηση και ο διακομματικός χαρακτήρας του κινήματος κατά της παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία δημιουργεί, ντε φάκτο, αυξημένη πίεση στην κυβέρνηση Μπάιντεν για υιοθέτηση σκληρής στάσης απέναντι στην Αγκυρα και σε ζητήματα που δεν άπτονται πλέον μόνον των στρατηγικών συμφερόντων των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.
Το ερώτημα, ωστόσο, είναι κατά πόσο η πίεση αυτή από το Κογκρέσο μπορεί να οδηγήσει και σε συγκεκριμένες πολιτικές κινήσεις και κυρώσεις κατά της Αγκυρας. Και τούτο διότι ο Τζο Μπάιντεν μπορεί μεν να μην είναι «φίλος» με τον Ερντογάν όπως ήταν ο Τραμπ, αλλά πολύ δύσκολα μπορεί να υποθέσει κανείς πως η όποια αμερικανική κυβέρνηση θα ασκήσει γεωπολιτική και εξωτερική πολιτική με πρώτο γνώμονα τα ανθρώπινα δικαιώματα. Εκτός εάν κρίνει πως, όντως, η Τουρκία δεν συνιστά πλέον τόσο σημαντικό πόλο για τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ όσο τις προηγούμενες δεκαετίες.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News