Το ΜοΜΑ ανακοίνωσε την Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου ότι θα κλείσει για τέσσερις μήνες, αλλά για πολύ καλό σκοπό.
Οπως αναφέρει αναλυτικό δημοσίευμα των New York Times, στόχος είναι να υλοποιηθεί η φιλόδοξη επέκταση και ανακαίνισή του, κόστους 400 εκατομμυρίων δολαρίων. Το νεοϋορκέζικο Mουσείο Mοντέρνας Tέχνης, γνωστοποίησε πως όταν θα ανοίξει ξανά τις πύλες του, θα παρουσιάσει με αναδιοργανωμένο τρόπο την πολύτιμη συλλογή του και μάλιστα εμπλουτισμένη με περισσότερα έργα από λιγότερο γνωστούς, πλην όμως πολύ αξιόλογους καλλιτέχνες.
Το κλείσιμο του ΜοΜΑ, που θα διαρκέσει από τις 15 Ιουνίου ως τις 21 Οκτωβρίου, είναι απαραίτητο ώστε «να παντρευτεί η νέα αρχιτεκτονική με την υπάρχουσα». Και όπως όλα δείχνο
υν, πρόκειται για έναν γάμο από έρωτα!
Για να συμβεί αυτή η ανακαίνιση, είναι απαραίτητη η κατεδάφιση τοίχων, όπως δήλωσε ο διευθυντής του MoMA, Γκλεν Λάουρι, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου. Η επέκταση θα περιλαμβάνει 3.716 τετραγωνικά μέτρα επιπλέον εκθεσιακού χώρου, ενώ θα επανασχεδιαστεί και η είσοδος του, έτσι ώστε οι επισκέπτες να βιώνουν τη θεαματική αλλαγή με το που θα βρεθούν στο κατώφλι του.
Παράλληλα, το ΜοΜΑ ανακοίνωσε δωρεά ύψους 200 εκατομμυρίων δολαρίων από την οικογένεια του ζάμπλουτου τραπεζίτη Ντέιβιντ Ροκφέλερ (1915-2017). Πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες δωρεές που έχουν γίνει ποτέ στο συγκεκριμένο μουσείο.
Ο Ντέιβιντ Ροκφέλερ υπήρξε μέλος του διοικητικού συμβουλίου του μουσείου για περισσότερα από 60 χρόνια και διετέλεσε πρόεδρός του για αρκετές θητείες. Ο Ροκφέλερ είχε ήδη δώσει 100 εκατομμύρια δολάρια στο μουσείο το 2005, καθώς και πολλούς πίνακες ζωγράφων, κυρίως των σπουδαίων Γκογκέν, Ματίς, Πικάσο και Σεζάν. Εξάλλου η οικογένειά του, προσέφερε στο μουσείο ένα μέρος των εσόδων από την ιστορική πώληση της συλλογής του Ντέιβιντ και της Πέγκι Ροκφέλερ, η οποία τον περασμένο Μάιο απέφερε 832 εκατομμύρια δολάρια συνολικά.
Η ιστορία των Ροκφέλερ είναι στενά συνδεδεμένη με αυτή του ΜοΜΑ, το οποίο ιδρύθηκε από τη μητέρα του Ντέιβιντ, την Αμπι.
Αν και η Αμπι Ροκφέλερ (1874–1948) αφιέρωσε πολύ χρόνο και πολλή ενέργεια στην εκκίνηση του φιλόδοξου αυτού έργου και ήταν γνωστή ως η κινητήρια δύναμη πίσω από την ίδρυση του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης στη Νέα Υόρκη τον Νοέμβριο του 1929, δεν συνέβαλε σχεδόν καθόλου οικονομικά σε αυτό: ο σύζυγός της, στον οποίο δεν άρεσε η μοντέρνα ζωγραφική, αρνιόταν συστηματικά να επενδύσει μέρος της περιουσίας του στον οργανισμό αυτό.
Η αναδιάταξη των εκθεσιακών χώρων θα επιτρέψει στο ΜοΜΑ να άρει τις διαιρέσεις ανάμεσα σε τμήματα, αναμειγνύοντας τη ζωγραφική, τη γλυπτική, τα κολάζ, τη μικτή τεχνική, τη φωτογραφία, τον κινηματογράφο, την αρχιτεκτονική, το ντιζάιν και τα έργα σε χαρτί. Ολα αυτά τα μικρά και μεγάλα αριστουργήματα, θα έχουν με αυτόν τον τρόπο έναν ανοιχτό διάλογο μεταξύ τους, ενώ οι επισκέπτες θα έχουν την αίσθηση της απόλυτης ελευθερίας, καθώς θα κινούνται μέσα σε ένα καλοσχεδιασμένο σύμπαν.
Για παράδειγμα, η αναδιάταξη θα επιτρέψει στο μουσείο να τοποθετήσει έναν πίνακα όπως η «Εναστρη Νύχτα» του Βίνσεντ βαν Γκογκ δίπλα σε ένα πρώιμο φιλμ της περιόδου, όπως ανέφερε η Αν Τέμκιν, επικεφαλής επιμελήτρια των τμημάτων ζωγραφικής και γλυπτικής.
Πρόσθεσε επίσης, πως τα εκθέματα θα αλλάζουν τοποθεσίες κάθε έξι με εννέα μήνες και «θα είναι σε συνεχή ροή». Ενα χρονολόγιο θα ενοποιεί όλους τους εκθεσιακούς χώρους του δεύτερου, τετάρτου και πέμπτου ορόφου. Σύμφωνα με τα πλάνα του ΜοΜΑ, το χρονολόγιο θα είναι εκτεταμένο, δευτερεύοντα εκθέματα θα έρθουν στο προσκήνιο ενώ θα πραγματοποιείται αφήγηση παράλληλων ιστοριών από την Ευρώπη, την Ασία, τη Λατινική Αμερική και τον υπόλοιπο κόσμο.
Θα δημιουργηθεί και ένα «στούντιο» δύο δαπέδων για δρώμενα στην καρδιά των εκθεσιακών χώρων και μία «πλατφόρμα» στον δεύτερο όροφο, όπου οι επισκέπτες θα μπορούν να δημιουργήσουν τέχνη, να μετέχουν σε συζητήσεις και να πάρουν μέρος σε εκπαιδευτικά προγράμματα.
Σύμφωνα με τον διευθυντή του μουσείου, με την αναδιοργάνωση αυτή, το ΜοΜΑ επιστρέφει στο πνεύμα πειραματισμού, που ήταν πάντα το βασικό ζητούμενό του.
«Η πραγματική αξία αυτής της επέκτασης-ανακαίνισης δεν είναι απλά ο περισσότερος χώρος, αλλά ο χώρος που μας επιτρέπει να σκεφτούμε ξανά την τέχνη μέσα από τη μουσειακή εμπειρία», κατέληξε ο Γκλεν Λάουρι.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News