Με βαριά καρδιά, όπως λένε πηγές που γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα στην πυραμίδα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ο επικεφαλής οικονομολόγος της Ευρωτράπεζας Φίλιπ Λέιν εισηγήθηκε στην τελευταία συνεδρίαση του γενικού συμβουλίου την δεύτερη κατά σειρά αύξηση των βασικών επιτοκίων κατά 0,75% βάζοντας οριστικά τέλος στην εποχή του φθηνού χρήματος —μια πολιτική που έβγαλε την ευρωζώνη από τη χρηματοπιστωτική κρίση της περασμένης δεκαετίας, την κράτησε ζωντανή στην περίοδο της πανδημίας και δημιουργούσε προσδοκίες για ισχυρή ανάκαμψη τα επόμενα χρόνια….
Ολα αυτά βέβαια ανατράπηκαν από τον πόλεμο και την έκρηξη τιμών που πυροδότησε στην αγορά ενέργειας (φυσικό αέριο, πετρέλαιο, ηλεκτρισμό) και στην αγορά των εμπορευμάτων. Οι τιμές εκτινάχθηκαν στα ύψη από τα βασικά τρόφιμα (σιτάρι, καφές, έλαια) έως τα σιδηρομεταλλεύματα, προκαλώντας αλυσιδωτές αυξήσεις στο κόστος των καταναλωτικών αγαθών για τους ευρωπαίους πολίτες.
Και το μεγάλο ερώτημα πλέον που τίθεται είναι:
- το ακριβότερο χρήμα που οδηγεί στον περιορισμό της ζήτησης είναι το κατάλληλο «φάρμακο» για να πέσουν οι τιμές, όταν αυτές αυξάνονται λόγω της μειωμένης προσφοράς;
Σίγουρη απάντηση, δεν υπάρχει, εφόσον το «παλιό φάρμακο» δοκιμάζεται σε μια νέα διαταραχή που η ευρωζώνη από συστάσεώς της δεν έχει ποτέ βιώσει.
Εκτός από τα κράτη, οι επιχειρήσεις αναγκάζονται να πληρώνουν περισσότερους τόκους για τα δάνειά τους. Και αυτός είναι ένας πρόσθετος παράγοντας αύξησης του κόστους λειτουργίας τους, που θα οδηγήσει ενδεχομένως και στην αύξηση των τιμών των παρερχομένων από αυτές προϊόντων ή υπηρεσιών.
Αρα, όλο το βάρος της προσαρμογής πέφτει στα νοικοκυριά που βλέπουν την αγοραστική τους δύναμη να μειώνεται και από τον πληθωρισμό αλλά και από τις υψηλότερες δόσεις των δανείων…
Κριτική και από τους φιλελεύθερους
Σαν να μην έφταναν αυτά τα ερωτηματικά, ο διάσημος οικονομολόγος του Χάρβαρντ Κένεθ Ρόγκοφ κατηγόρησε τους κεντρικούς τραπεζίτες για έλλειψη διορατικότητας, βάζοντας στο τραπέζι κι άλλους παράγοντες που οδήγησαν στην πληθωριστική έκρηξη – όπως οι διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα που προκάλεσε η πανδημία – προτού ο Πούτιν ξεκινήσει τον πόλεμο στην Ουκρανία.
«Οι κεντρικές τράπεζες άργησαν πολύ να αυξήσουν τα βασικά επιτόκια, αλλά τώρα υπάρχει πλέον ο κίνδυνος να επιχειρήσουν να διορθώσουν το λάθος αυξάνοντας υπερβολικά τα επιτόκια. Οι κεντρικές τράπεζες έχουν την πεποίθηση ότι αυτό θα αποκαταστήσει την αξιοπιστία τους. Στην πραγματικότητα, αυτό θα πυροδοτούσε μια μεγάλη ύφεση», προειδοποίησε, μιλώντας στην αυστριακή εφημερίδα Der Standard.
«Τα βασικά επιτόκια αυξάνονται σε όλο τον κόσμο με ρυθμό που δεν έχει παρατηρηθεί εδώ και δεκαετίες. Ηταν σίγουρα λάθος για τις κεντρικές τράπεζες να περιμένουν τόσο πολύ πριν αυξήσουν τα επιτόκια, διότι χρειάζονται ένα ή δύο χρόνια για να τεθούν σε πλήρη ισχύ αυτά τα βήματα στην οικονομία, μειώνοντας έτσι τον πληθωρισμό» σημείωσε ο οικονομολόγος του Χάρβαρντ.
Εν μέσω αυτών των διασταυρούμενων πυρών από την πλευρά των οικονομολόγων, η Κριστίν Λαγκάρντ θέλησε με τις δηλώσεις του να αντικρούσει την κριτική ότι οι επιθετικές αυξήσεις των επιτοκίων απειλούν την οικονομία της ευρωζώνης με ύφεση, τονίζοντας ότι η δουλειά της είναι να θέσει υπό έλεγχο τον πληθωρισμό.
Κατ΄ουσίαν απέφυγε να αντικρούσει τα επιχειρήματα για τον κίνδυνο της επιβράδυνσης -αν όχι ύφεσης της ευρωπαϊκής οικονομίας- λέγοντας ότι ο κίνδυνος οικονομικής συρρίκνωσης αυξάνεται λόγω των διογκούμενων τιμών της ενέργειας και των υψηλότερων επιτοκίων.
Ισχυρό επιχείρημα για την Κριστίν Λαγκάρντ είναι το γεγονός ότι η αύξηση των επιτοκίων -προς το παρόν- δεν επηρέασε αρνητικά τις μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες οι οποίες όπως έδειξε η τουριστική έκρηξη που σημειώθηκε στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου και την Ελλάδα, οι οποίες «γιόρταζαν» με εκατομμύρια επισκέπτες το τέλος των περιοριστικών μέτρων κατά της πανδημίας. Είναι όμως ακόμα νωρίς…
Γερμανία, Γαλλία και Ισπανία
Η γερμανική οικονομία σημείωσε ανάπτυξη 0,3% στο γ’ τρίμηνο του 2022 ενώ οι αναλυτές προέβλεπαν συρρίκνωσή της κατά 0,2%. Σε ετήσια βάση η ανάπτυξη προσέγγισε το 1,1% και ήταν κατά 0,2% υψηλότερη αυτής του δ’ τριμήνου του 2019, ξεπερνώντας για πρώτη φορά τα προ πανδημίας επίπεδα. Νοτιότερα, η ανάπτυξη της γαλλικής οικονομίας επιβραδύνθηκε στο ίδιο διάστημα στο 0,2% από 0,5% στο β’ τρίμηνο όπως προέβλεπαν οι αναλυτές, ενώ η ισπανική οικονομία έτρεξε με ρυθμό 0,3% έναντι 0,2% που ήταν η μέση εκτίμηση των οικονομολόγων.
Ποιους «δαγκώνουν» τα νέα επιτόκια
Επί της ουσίας τα υψηλά επιτόκια – μετά από 10 χρόνια χαλάρωσης – συνιστούν περιοριστική πολιτική καθιστώντας ακριβότερο το χρήμα για όλους:
- Τα κράτη που δανείζονται από τις αγορές για να καλύψουν τα ελλείματα και να αναχρηματοδοτήσουν το υφιστάμενο χρέος. Οπως φαίνεται στις αγορές των ομολόγων ήδη τα spreads -οι αποδόσεις των ομολόγων- αυξήθηκαν που σημαίνει ότι όλες οι χώρες πληρώνουν περισσότερα για τόκους. Την ίδια ώρα όμως η ΕΚΤ συνεχίζει τα προγράμματα επαναγοράς ομολόγων όπως συμβαίνει με τα ομόλογα της Ιταλίας που έχει και το υψηλότερο χρέος προκειμένου να εμποδίσει μια έκρηξη των αποδόσεων πάνω από το 4,5%, κάτι που συνέβη το Σεπτέμβριο. Αυτό ευνοεί και τα ελληνικά ομόλογα (όσα κυκλοφορούν στην αγορά) μέχρις ότου η Ελλάδα αποκτήσει την επενδυτική βαθμίδα, οπότε αναμένεται να υπάρξει ραγδαία αποκλιμάκωση των αποδόσεων.
- Τις επιχειρήσεις που χρειάζονται κεφάλαια κίνησης για τη δραστηριότητά τους, παίρνουν δάνεια ή εκδίδουν ομόλογα για να χρηματοδοτήσουν τα επενδυτικά τους σχέδια και – φυσικά – να αναχρηματοδοτήσουν τα δάνεια τους. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι στο περιβάλλον των υψηλών επιτοκίων πολλές επιχειρήσεις αναγκάστηκαν να αναβάλουν εκδόσεις νέων τίτλων καθυστερώντας έτσι επενδυτικά βήματα που είχαν σχεδιάσει.
- Τα νοικοκυριά τέλος βρίσκονται ίσως στην πιο δυσμενή θέση. Η βασική επίπτωση του υψηλού πληθωρισμού είναι η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματός τους και ο περιορισμός της αγοραστικής τους δύναμης. Στην ίδια όμως ακριβώς κατεύθυνση οδηγεί και η αύξηση των δόσεων εξυπηρέτησης των δανείων τους (στεγαστικά, καταναλωτικά, κάρτες) λόγω της αύξησης των επιτοκίων.
«Κλειδί» το Euribor για τις δόσεις των δανείων
Επειδή, ακριβώς τα περισσότερα δάνεια καταναλωτικά και στεγαστικά που έχουν δοθεί από τις τράπεζες έχουν κυμαινόμενο επιτόκιο που (συνήθως) είναι συνδεδεμένο με το Euribor μηνός ή τριμήνου, ο υπολογισμός της επιβάρυνσης είναι εύκολος.
Δεδομένου ότι το Euribor μηνός αυξήθηκε από το 0,7% στο τέλος Σεπτεμβρίου, στο 1,2 % την τελευταία ημέρα του Οκτωβρίου η επιβάρυνση ανέρχεται σε μισή μονάδα.
Αυτό σημαίνει ότι για δάνειο ύψους 100.000 ευρώ η επιβάρυνση για όλο τον χρόνο (12 μήνες) είναι 500 ευρώ. Προφανώς η μηνιαία δόση επιβαρύνεται κατά 42 ευρώ περίπου.
Ορισμένες δανειακές συμβάσεις (περισσότερο επιχειρήσεων, λιγότερο νοικοκυριών) έχουν επιτόκιο συνδεδεμένο με το βασικό επιτόκιο αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ που διαμορφώθηκε στο στο 2% (από 1,25% προηγουμένως) που σημαίνει ότι η επιβάρυνση είναι υψηλότερη.
Αξίζει να προσέξουμε ότι οι επιβαρύνσεις στις δόσεις μπορεί να είναι μεγαλύτερες ή μικρότερες, ανάλογα με το ποσό ή τη διάρκεια του δανείου, κυρίως, όμως, με βάση τη διάρκεια που απομένει για να λήξει. Καθώς οι τόκοι εξοφλούνται εμπροσθοβαρώς, εάν το δάνειο βρίσκεται στην πρώτη τριετία ή πενταετία πληρωμών, μπορεί το επιπλέον κόστος να είναι μεγαλύτερο.
Τι θα γίνει με τις καταθέσεις
Για να νοικοκυριά, αλλά και τις επιχειρήσεις το επόμενο ερώτημα που τίθεται είναι;
- Γιατί δεν αυξάνονται τα επιτόκια και στους καταθετικούς λογαριασμούς;
Το σήμα για να ξεκινήσει αυτή η διαδικασία έδωσε πρώτος ο οικονομικός σύμβουλος του πρωθυπουργού Αλέξης Πατέλης ο οποίος δήλωσε:
«Είμαι σίγουρος ότι σε διάστημα χρόνου οι τράπεζες θα καταλάβουν ότι, αν δεν προσφέρουν ικανοποιητικές αποδόσεις στους πελάτες τους, κινδυνεύουν να τους χάσουν. Αυτό μπορεί να γίνει και μέσω ανταγωνιστικών τραπεζών σε άλλες χώρες, αλλά και μέσω του fintech».
Και συνέχισε σημειώνοντας ότι «η κυβέρνηση θα είναι στο πλευρό των αποταμιευτών και των δανειοληπτών, ενθαρρύνοντας τον ανταγωνισμό».
Η δήλωση αυτή -παραίνεση προς τις τράπεζες- έχει την εξήγησή της. Ηδη γερμανικές τράπεζες αύξησαν τα επιτόκια σε ορισμένα καταθετικά προϊόντα (όπως καταθέσεις προθεσμίας), πολιτική που αναμένεται να ακολουθήσουν και οι ελληνικές συστημικές τράπεζες όταν ολοκληρωθεί ο κύκλος αύξησης των επιτοκίων από την ΕΚΤ, τον ερχόμενο Δεκέμβριο. Ηδη για ορισμένα προθεσμιακά προϊόντα οι νέες αποδόσεις που προσφέρουν στους μεγάλους πελάτες τους είναι αυξημένες.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News