Ο Ντόναλντ Τραμπ θα είχε καταδικασθεί για την απόπειρά του να ανατρέψει το αποτέλεσμα των εκλογών του 2020, αν δεν είχε κερδίσει τέσσερα χρόνια αργότερα τις εκλογές, σύμφωνα με την έκθεση του ειδικού εισαγγελέα Τζακ Σμιθ, που έδωσε στη δημοσιότητα το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης.
«Αν δεν είχε υπάρξει η εκλογή του κ. Τραμπ και η επικείμενη επιστροφή του στην προεδρία, το γραφείο» του ειδικού εισαγγελέα «είχε εκτιμήσει ότι οι αποδείξεις ήταν επαρκείς για να επιτύχει και να διατηρήσει την καταδίκη του σε μια δίκη», αναφέρεται στο πόρισμα.
Η έκθεση του Σμιθ, στην οποία περιγράφονται λεπτομερώς τα ευρήματα της ομάδας του σχετικά με τις προσπάθειες του Τραμπ να υπονομεύσει τη δημοκρατία, δόθηκε στη δημοσιότητα από το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης νωρίς το πρωί της Τρίτης.
Μετά την εξέγερση στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ στις 6 Ιανουαρίου 2021, ο Σμιθ διορίστηκε ειδικός εισαγγελέας για να διερευνήσει τις προσπάθειες του Τραμπ να ανατρέψει τις εκλογές του 2020.
Η έρευνά του κορυφώθηκε με μια λεπτομερή έκθεση που υποβλήθηκε στον υπουργό Δικαιοσύνης, Μέρικ Γκάρλαντ.
Σε αυτήν, ο Σμιθ σημείωσε ότι πιστεύει πως τα στοιχεία θα ήταν επαρκή για την καταδίκη του Τραμπ σε περίπτωση δίκης, εάν η επιτυχία του στις εκλογές του 2024 δεν είχε καταστήσει αδύνατη τη συνέχιση της δίωξης.
«Η άποψη του υπουργείου ότι το Σύνταγμα απαγορεύει τη συνέχιση της απαγγελίας κατηγοριών και της δίωξης ενός προέδρου, είναι κατηγορηματική και δεν εξαρτάται από τη σοβαρότητα των εγκλημάτων για τα οποία κατηγορείται, τα αποδεικτικά στοιχεία ή την ουσία της δίωξης, την οποία το γραφείο υποστηρίζει πλήρως», γράφει ο Σμιθ.
«Πράγματι, αν δεν υπήρχε η εκλογή του κ. Τραμπ και η επικείμενη επιστροφή του στην προεδρία, το γραφείο εκτίμησε ότι τα παραδεκτά αποδεικτικά στοιχεία ήταν επαρκή για να επιτευχθεί και να στηριχθεί μια καταδίκη του σε δίκη», τονίζει.
Ο Τραμπ παραπέμφθηκε σε δίκη για τον ρόλο του στην υποκίνηση της εξέγερσης της 6ης Ιανουαρίου, κατηγορήθηκε από επιτροπή του Κογκρέσου ότι συμμετείχε σε «πολυμερή συνωμοσία» και τελικά παραπέμφθηκε από το υπουργείο Δικαιοσύνης για τέσσερις κατηγορίες, συμπεριλαμβανομένης της «συνωμοσίας με σκοπό την εξαπάτηση» των ΗΠΑ.
Ο κατηγορούμενος δήλωσε αθώος σε όλες τις κατηγορίες.
Μετά την δημοσιοποίηση της έκθεσης, ο Τραμπ, σε μια ανάρτηση στον πλατφόρμα του Truth Social, αποκάλεσε τον Σμιθ «ανισόρροπο εισαγγελέα που ήταν ανίκανος να εκδικάσει την υπόθεσή του πριν από τις εκλογές (του Νοεμβρίου)».
Οπως γράφει ο Guardian, ο Τραμπ χαρακτήρισε τις υποθέσεις ως πολιτικά υποκινούμενες προσπάθειες να πλήξουν την εκστρατεία του και το πολιτικό του κίνημα. Υπολόγισε επίσης σωστά ότι θα μπορούσε να ξεφύγει από τον νόμο πραγματοποιώντας μια θεαματική πολιτική επιστροφή και ανακτώντας τον Λευκό Οίκο.
Ο πρώτος τόμος του πορίσματος του Σμιθ περιγράφει σχολαστικά τις φερόμενες ενέργειες του Τραμπ, συμπεριλαμβανομένων των προσπαθειών του να ασκήσει πίεση σε πολιτειακούς αξιωματούχους, να συγκεντρώσει εναλλακτικούς εκλέκτορες και να ενθαρρύνει τους υποστηρικτές του να διαμαρτυρηθούν κατά των εκλογικών αποτελεσμάτων.
Ο Σμιθ γράφει: «Είναι χαρακτηριστικό ότι προέβη σε εκλογικές διεκδικήσεις μόνο σε πολιτειακούς νομοθέτες και στελέχη που είχαν την ίδια πολιτική τοποθέτηση με αυτόν και ήταν πολιτικοί υποστηρικτές του, και μόνο σε πολιτείες που είχε χάσει».
Η έκθεση υπογραμμίζει την επίμονη διάδοση από τον Τραμπ «αποδεδειγμένα και, σε πολλές περιπτώσεις, προφανώς ψευδών» ισχυρισμών σχετικά με τις εκλογές του 2020. Αυτοί χρησίμευσαν ως βάση για την εκστρατεία πίεσής του και συνέβαλαν στην επίθεση της 6ης Ιανουαρίου στο Καπιτώλιο.
Πολλά από τα στοιχεία που αναφέρονται στην έκθεση έχουν δημοσιοποιηθεί στο παρελθόν. Περιλαμβάνει όμως κάποιες νέες λεπτομέρειες, όπως ότι οι εισαγγελείς εξέταζαν το ενδεχόμενο να απαγγείλουν κατηγορίες στον Τραμπ για υποκίνηση της επίθεσης της 6ης Ιανουαρίου στο Καπιτώλιο βάσει ενός αμερικανικού νόμου που είναι γνωστός ως νόμος περί εξέγερσης.
Οι εισαγγελείς κατέληξαν τελικά στο συμπέρασμα ότι μια τέτοια κατηγορία εγκυμονούσε νομικούς κινδύνους και ότι δεν υπήρχαν επαρκείς αποδείξεις ότι ο Τραμπ είχε σκοπό του την «πλήρη έκταση» της βίας κατά τη διάρκεια της εισβολής του όχλου στον «ναό» της αμερικανικής Δημοκρατίας.
Οι εισαγγελείς κατηγόρησαν τον Τραμπ για συνωμοσία με σκοπό την παρεμπόδιση της πιστοποίησης των εκλογών, την εξαπάτηση των ΗΠΑ όσον αφορά τα ακριβή αποτελέσματα των εκλογών και τη στέρηση των εκλογικών δικαιωμάτων των αμερικανών ψηφοφόρων.
Το γραφείο του Σμιθ διαπίστωσε ότι οι κατηγορίες μπορεί να ήταν δικαιολογημένες και εναντίον ορισμένων συνεργατών του που φέρονται να βοήθησαν τον Τραμπ να πραγματοποιήσει το σχέδιό του, αλλά η έκθεση αναφέρει ότι οι εισαγγελείς δεν κατέληξαν σε οριστικά συμπεράσματα. Αρκετοί από τους πρώην δικηγόρους του Τραμπ είχαν προηγουμένως αναγνωριστεί ως συνωμότες και αναφέρονται στο κατηγορητήριο.
Ο Τραμπ και η νομική του ομάδα χαρακτήρισαν την έκθεση ως «πολιτικό χτύπημα» με στόχο τη διατάραξη της προεδρικής μετάβασης και διεξήγαγαν παρατεταμένη νομική μάχη για να αποτρέψουν τη δημοσιοποίησή της.
Ο Σμιθ, ο οποίος παραιτήθηκε την περασμένη εβδομάδα, απευθύνεται ευθέως στις κατηγορίες του Τραμπ και των συμμάχων του ότι η έρευνα είχε πολιτικά κίνητρα. Υποστηρίζει ότι η ομάδα του λειτούργησε αποκλειστικά με βάση τα γεγονότα και τον νόμο.
Συγκεκριμένα, ο πρώην εισαγγελέας γράφει: «Το γραφείο μου είχε μόνο μία πυξίδα: Να ακολουθεί τα γεγονότα και τον νόμο όπου κι αν οδηγούσαν. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Για όλους όσοι με γνωρίζουν καλά, ο ισχυρισμός του κ. Τραμπ ότι οι αποφάσεις μου ως εισαγγελέα επηρεάστηκαν ή καθοδηγήθηκαν από την κυβέρνηση Μπάιντεν ή άλλους πολιτικούς παράγοντες, είναι, με μια λέξη, γελοίος».
Ο Σμιθ σημειώνει ότι αναγνωρίζει την πολιτική του υπουργείου Δικαιοσύνης που απαγορεύει τη δίωξη εν ενεργεία προέδρου, παράγοντας που οδήγησε τελικά στην απόσυρση των κατηγοριών κατά του Τραμπ μετά τη νίκη του το 2024. Η έκθεση αναφέρεται επίσης σε μια απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου που επέκτεινε την προεδρική ασυλία, η οποία περιέπλεξε την υπόθεση.
Ομως, ο ίδιος έγραψε σε επιστολή προς τον Μέρικ Γκάρλαντ, που επισυνάπτεται στην έκθεση: «Παρόλο που δεν μπορέσαμε να οδηγήσουμε τις υποθέσεις που κατηγορήσαμε σε δίκη, πιστεύω ότι το γεγονός ότι η ομάδα μας υπερασπίστηκε το κράτος Δικαίου, έχει σημασία. Πιστεύω ότι το παράδειγμα που έδωσε η ομάδα μας σε άλλους να αγωνίζονται για τη Δικαιοσύνη χωρίς να υπολογίζουν το προσωπικό κόστος, έχει σημασία».
Ενα δεύτερο τμήμα της έκθεσης περιγράφει λεπτομερώς την υπόθεση του Σμιθ που κατηγορεί τον Τραμπ για παράνομη διατήρηση ευαίσθητων εγγράφων εθνικής ασφαλείας μετά την αποχώρησή του από τον Λευκό Οίκο το 2021, στο σπίτι του στη Φλόριντα.
Το υπουργείο Δικαιοσύνης έχει δεσμευτεί να μην δημοσιοποιήσει αυτό το τμήμα, καθώς συνεχίζονται οι νομικές διαδικασίες εναντίον δύο συνεργατών του Τραμπ που κατηγορούνται για την υπόθεση.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News