Eνα περιβάλλον γεμάτο κινδύνους, εσωτερικούς και εξωτερικούς, για την ελληνική οικονομία περιέγραψε ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας παρουσιάζοντας την Πέμπτη την ετήσια έκθεσή του. Πηγάζουν από το ταραγμένο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον και τον πόλεμο στην Ουκρανία που έχει πυροδοτήσει την αύξηση των τιμών της ενέργειας, την άνοδο των επιτοκίων και απειλούν με ελλείψεις στην τροφοδοσία καυσίμων και βασικών προϊόντων όλες τις χώρες του κόσμου. Οι δυσμενείς αυτές εξελίξεις «συναντούν» τις διαχρονικές παθογένειες του ελληνικού μοντέλου ανάπτυξης και τα προβλήματα που κληροδότησε η κρίση χρέους, τα μνημόνια και η μη ολοκλήρωση κάποιων σοβαρών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Οι προειδοποιήσεις του κ. Στουρνάρα επισκιάζουν τα καλά νέα που ανακοινώθηκαν την Παρασκευή για την εκταμίευση της πρώτης δόσης των 3,6 δισ. ευρώ από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης και τις δεσμεύσεις (την ίδια μέρα) από τους ευρωπαίους αξιωματούχους για την έξοδο της χώρας από το καθεστώς της ενισχυμένης εποπτείας τον Αύγουστο. Αναδεικνύουν τη μεγάλη εικόνα: αν η Ελλάδα δεν μειώσει δραστικά το έλλειμμα φέτος για να περάσει σε πρωτογενή πλεονάσματα το 2023 και δεν ανακτήσει εγκαίρως (εντός του 2023) την επενδυτική βαθμίδα θα είναι εκτεθειμένη σε σοβαρούς κινδύνους και νέες περιπέτειες δεν μπορούν να αποκλειστούν. Η νέα εκτίναξη του πληθωρισμού στο 8,9% τον Μάρτιο προσθέτει βαθμούς δυσκολίας στην εξίσωση.
Ποιοι είναι οι μεγάλοι κίνδυνοι που περιέγραψε ο διοικητής της ΤτΕ:
Ανάπτυξη-Πληθωρισμός: Στο βασικό της σενάριο για την πορεία της οικονομίας η Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπει αύξηση του ΑΕΠ φέτος κατά 3,8% και πληθωρισμό 5,2% και στο δυσμενές σενάριο αύξηση του ΑΕΠ 2,8% και πληθωρισμό 7%. Πρόκειται για προβλέψεις που συναρτώνται από τη διάρκεια και την ένταση του πολέμου, χωρίς να αποκλείονται χειρότερες επιδόσεις αν η κρίση Δύσης-Ρωσίας προσλάβει μακροχρόνιες διαστάσεις. Για το ενδεχόμενο μιας παρατεταμένης πολεμικής σύγκρουσης στην Ουκρανία είναι ενδεικτικές οι πρόσφατες προβλέψεις της Εθνικής Τράπεζας. Στην περίπτωση αυτή προβλέπει στασιμοπληθωρισμό και αύξηση του ΑΕΠ μόλις 0,2% φέτος. Πρέπει να γίνουν μεταρρυθμίσεις συνέστησε ο Γιάννης Στουρνάρας και να μην χαθεί χρόνος στην αξιοποίηση των κονδυλίων από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης ώστε να αυξηθούν οι επενδύσεις και οι εξαγωγές ελληνικών προϊόντων. Έτσι, θα περιοριστούν οι εξωγενείς επιπτώσεις και θα μπει φρένο στη διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος της χώρας που εξακολουθεί να αποτελεί μεγάλο κίνδυνο για την οικονομία.
Ελλειμμα- Χρέος: Το πρωτογενές έλλειμμα, αν και μειώθηκε στο 6,2% του ΑΕΠ το 2021 από τα επίπεδα του 10% το 2020, εξακολουθεί να είναι πολύ υψηλό. Μαζί με το δημόσιο χρέος που ανήλθε πέρυσι στο 193% του ΑΕΠ αποτελούν δύο μεγάλες παγίδες για την οικονομία. Στη σημερινή δυσμενή συγκυρία της ανόδου των επιτοκίων δανεισμού στις διεθνείς αγορές, το υψηλό έλλειμμα και το χρέος τροφοδοτούν την αύξηση των σπρεντ των ελληνικών ομολόγων και αυξάνουν συγκριτικά περισσότερο το κόστος δανεισμού της χώρας σε σχέση με τις άλλες χώρες μέλη της ΕΕ.
Ο κ. Στουρνάρας προέτρεψε την κυβέρνηση να μειώσει δραστικά φέτος το πρωτογενές έλλειμμα για να επιστρέψει η χώρα σε πρωτογενή πλεονάσματα το 2023. Η αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας είναι ζωτικής σημασίας για την περαιτέρω αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας, διαμήνυσε ο Διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, προκειμένου η χώρα να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα εντός του 2023 και να προστατευτεί από τις αναταράξεις στο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον. Για αυτό, συνέστησε την σταδιακή απόσυρση των οριζόντιων μέτρων στήριξης της πανδημίας (43,5 δισ ευρώ), οι όποιες νέες ενισχύσεις να αφορούν μόνο τα ευάλωτα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις που πλήττονται ιδιαίτερα από το υψηλό κόστος της ενέργειας. «Στο νέο περιβάλλον γενικευμένης αβεβαιότητας, τα περιθώρια παρέμβασης της δημοσιονομικής πολιτικής, είναι περιορισμένα. Τα νέα μέτρα στήριξης θα πρέπει να είναι προσωρινού χαρακτήρα και καταλλήλως στοχευμένα» τόνισε στο ακροατήριο των μετόχων της ΤτΕ κατά την παρουσίαση της έκθεσής του.
Αξιοσημείωτη ήταν και η αναφορά του για το δημόσιο χρέος: «Αν και οι βραχυπρόθεσμοι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του χρέους είναι περιορισμένοι (σσ. εξαιτίας της διευθέτησης του από τους ευρωπαίους εταίρους), μακροπρόθεσμα υπάρχουν δυνητικοί κίνδυνοι που απορρέουν από μια χαμηλότερη ανάπτυξη και από το αυξημένο κόστος δανεισμού».
Κόκκινα δάνεια: Το ύψος των κόκκινων δανείων ως ποσοστό του συνόλου των δανείων των τραπεζών έχει μειωθεί στο 12,8% αλλά παραμένει υψηλότερο του μέσου ευρωπαϊκού όρου που ανέρχεται στο 2,1%. Περίπου το 39% του συνόλου των κόκκινων δανείων βρίσκεται σε καθεστώς ρύθμισης. Ο κίνδυνος είναι, όπως προειδοποίησε ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, να αυξηθούν εκ νέου τα κόκκινα δάνεια λόγω των μεγάλων επιβαρύνσεων που προκαλούν στα εισοδήματα των νοικοκυριών και στις επιχειρήσεις οι υψηλές τιμές της ενέργειας και ο υψηλός πληθωρισμός. «Δεδομένου ότι η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων επιτεύχθηκε κυρίως μέσω τιτλοποίησης και μεταβίβασης προς επενδυτικά ταμεία, το ύψος τους εξακολουθεί να επιβαρύνει την πραγματική οικονομία και να θέτει μεγάλο αριθμό οφειλετών εκτός τραπεζικής χρηματοδότησης» ανέφερε ο κ. Στουρνάρας.
Επιτόκια: Ο υψηλός πληθωρισμός ενισχύει τις πιέσεις προς την ΕΚΤ (από την ομάδα των λεγόμενων «φειδωλών» στην ευρωζώνη) να αυξήσει τα επιτόκια από το φθινόπωρο και μετά. Στην περίπτωση αυτή θα αυξηθεί το κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Ο Διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος προειδοποίησε για τους κινδύνους: ” Κύριο ζητούμενο της νομισματικής πολιτικής στην ευρωζώνη είναι πώς θα αποτραπεί η μετατροπή ενός συγκυριακού πληθωρισμού σε δομικό, χωρίς όμως να υπονομευθεί η παρούσα οικονομική ανάπτυξη” ανέφερε.
Εκπαίδευση- Δημόσια Διοίκηση-Δικαιοσύνη: Πρόκειται για τρεις τομείς που αντανακλούν και αναπαράγουν ταυτόχρονα τις παθογένειες του ελληνικού οικονομικού μοντέλου. Οι κίνδυνοι που προέρχονται από τους τομείς αυτούς, σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, αφορούν:
-την αδυναμία της εκπαίδευσης να παρακολουθήσει τις εξελίξεις στη διεθνή αγορά εργασίας που έχει ως αποτέλεσμα το υψηλό ποσοστό ανεργίας των νέων.
– το ενδεχόμενο αδυναμίας της Δημόσιας Διοίκησης για την έγκαιρη εκταμίευση των ευρωπαϊκών πόρων και τυχόν εμπόδια διοικητικής φύσεως στην υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων
– τη μεγάλη καθυστέρηση του συστήματος απονομής Δικαιοσύνης.