Εάν δεν έχουμε χάσει κάποιο επεισόδιο του σίριαλ -της αναζήτησης προπονητή για την Εθνική ομάδα μπάσκετ- ο Κώστας Μίσσας ήταν το Plan E. Ο Ιτούδης δεν μπορούσε. Ο Σφαιρόπουλος, επίσης – αλλά και δεν έπρεπε. Ο Μπαρτζώκας δεν ήθελε. Ο Πρίφτης, που πολύ θα ήθελε, είχε μπλέξει άσχημα. Ολον αυτόν τον καιρό, ο Γιώργος Βασιλακόπουλος χτυπούσε πόρτες που ήταν απίθανο να ανοίξουν. Για να καταλήξει σε έναν -καθ’ όλα άξιο- κόουτς που ήταν διαθέσιμος από τον περασμένο Ιούλιο.
Εάν δεν μαδούσε τη μαργαρίτα μόνο και μόνο για να γλιτώσει επτά οκτώ μηνιάτικα από το μονίμως άδειο ταμείο της ομοσπονδίας μπάσκετ, μία εξήγηση υπάρχει: ότι αδυνατεί να αντιληφθεί το βουνό που έχει να ανέβει ο νέος ομοσπονδιακός τεχνικός. Ισως τον καιρό του Γκάλη και της παρέας του, αλλά κι όταν η Εθνική είχε τον Διαμαντίδη, τον Σπανούλη, τον Παπαλουκά ή τον Ζήση, ο πρόεδρος να είχε δίκιο που -ανέκαθεν- θεωρούσε τους προπονητές ως ένα… περιττό αξεσουάρ. Κάτι σαν αναγκαίο κακό. Τώρα, όμως, η ομάδα έχει απόλυτη ανάγκη από σχέδιο και καθοδήγηση.
Ολες οι εκδόσεις της Εθνικής Ελλάδας μέχρι σήμερα, επιτυχημένες και μη, απαρτίζονταν από διεθνείς που ήξεραν και έπαιζαν (περίπου) το ίδιο μπάσκετ: από αθλητές που ανδρώθηκαν στο ίδιο (ελληνικό) πρωτάθλημα. Αυτή τη φορά, όμως, η δεξαμενή από την οποία ο Μίσσας πρέπει να αντλήσει τους «εκλεκτούς» του, περιέχει ένα πλήθος εντελώς ετερόκλητο: παίκτες που δεν έχουν παίξει ποτέ στην Α1 (οι δύο Αντετοκούνμπο, ο Κουφός, ο Ογκαστ και ο Ντόρσεϊ), τον αμερικανόστροφο Καλάθη, τον Παπαγιάννη και τον Μπόγρη που καθιερώθηκαν στο εξωτερικό, τον Σλούκα που -πλέον- έχει δάσκαλο τον Ομπράντοβιτς. Περιλαμβάνει, επίσης, παίκτες με τεράστια πείρα (ο Μπουρούσης και ο Πρίντεζης), άλλους που μόλις «ξεπετάχτηκαν», και πολλούς νέους με ιδιαίτερο ταλέντο. Η ποιότητα περισσεύει, όμως λείπει η «χημεία», η συνοχή.
Εχει κι έναν νέο ηγέτη αυτή η Εθνική -τον άνθρωπο που… οργιάζει στο ΝΒΑ- γύρω από τον οποίο, αυτονοήτως, θα «στηθεί». Θα είναι «η ομάδα του Αντετοκούνμπο». Εύκολο να το λες, πολύ δύσκολο να το πετύχεις. Το πόσο καλός παίκτης είναι ο Giannis, το ξέρουν και τα μικρά παιδιά. Αλλά, το πώς μπορεί να αξιοποιηθεί αυτό το τεράστιο κεφάλαιο, το ποιοι παίκτες ταιριάζουν να παίξουν δίπλα του και σε ποιους ρόλους, θα πρέπει να το βρει ο προπονητής. Ετοιμη συνταγή, για να πειραματιστεί πάνω σ’ αυτήν ο Μίσσας, δεν υπάρχει. Ούτε πολύς χρόνος για δοκιμές.
Ετσι κι αλλιώς, μετά το 2010 η Εθνική μας περνάει μία κρίση αγωνιστικής ταυτότητας. Πλέον, είναι μία ομάδα της σειράς, που προσπαθεί να θυμηθεί το ένδοξο παρελθόν της. Επειτα από τέσσερις αλλαγές προπονητών (Καζλάουσκας, Ζούρος, Τρινκιέρι, Κατσικάρης) και τη συνταξιοδότηση των παλιών ηγετών, θα περίμενε κανείς μία μεγάλη συζήτηση της Ομοσπονδίας με το τεχνικό τιμ. Πρώτα απ’ όλα, για το στιλ παιχνιδιού. Τι θα παίξουμε; Κοντρόλ μπάσκετ (με τον Αντετοκούνμπο να μοιάζει με θηρίο στο κλουβί), το γρήγορο, του ανοιχτού γηπέδου, των αθλητικών ψηλών με τα μούσκουλα; Κατά δεύτερο λόγο, για τον βασικό μας στόχο σε αυτό το Ευρωμπάσκετ. Τι πάμε να κάνουμε; Να «χτυπήσουμε» μετάλλιο, ή να παρουσιάσουμε ένα νεανικό σύνολο – κι ας πάθουμε στραπάτσα; Τώρα πια, έναν -σκάρτο- μήνα πριν από την έναρξη της προετοιμασίας, είναι μάλλον αργά για τέτοιου είδους προβληματισμούς.
Η έμπνευση της ΕΟΚ να αναζητήσει part-time προπονητή (επειδή δεν έχει να δώσει full-time αμοιβή) ήταν παγκόσμια πατέντα. Αμέσως μετά το Ευρωμπάσκετ, τον Νοέμβριο, αρχίζουν οι προκριματικοί για το Μουντομπάσκετ της Κίνας (2019). Που θα πει, αγώνες εντός και εκτός Ελλάδας, μέσα στο καταχείμωνο, στο ζενίθ των αγωνιστικών υποχρεώσεων των συλλόγων. Αυτή η ιδιαιτερότητα είναι και το Νο 2 δύσκολο διαγώνισμα για τον Μίσσα, ο οποίος -στην πράξη- θα πρέπει να «χτίσει» δύο διαφορετικές Εθνικές Ανδρών. Οι παίκτες που αγωνίζονται στο ΝΒΑ, στο Κολεγιακό των ΗΠΑ, ενδεχομένως και κάποιοι απ’ αυτούς που θα παίζουν στην Ευρωλίγκα (εφόσον δεν «τα βρουν» η FIBA με την Euroleague), θα είναι αδύνατο να συμμετάσχουν στη… χειμερινή Εθνική. Ναι. Από τον Νοέμβριο κι έπειτα, μπορεί να δούμε την πιο «φτωχή» Εθνική Ελλάδας των τελευταίων δεκαετιών.
Η μακροχρόνια αποχή της Εθνικής από τις διακρίσεις (μετά το χάλκινο μετάλλιο στο Κατοβίτσε της Πολωνίας, το 2009) θα είναι ένα επιπλέον πρόβλημα για τον Μίσσα. Η στέρηση έχει φέρει ανυπομονησία. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει ομοσπονδιακός τεχνικός -μετά τον Παναγιώτη Γιαννάκη- που να μην κακοπέρασε. Ο Γιόνας Καζλάουσκας κατέληξε ως… «Υπνάουσκας». Ο Ηλίας Ζούρος δέχθηκε πρωτοφανή επίθεση από τον -τότε- υπεύθυνο των Εθνικών ομάδων, Γιώργο Κολοκυθά. Ο Αντρέα Τρινκέρι τραβιόταν στα δικαστήρια για να πάρει τα δεδουλευμένα του. Η καριέρα του Φώτη Κατσικάρη έκανε limit down μετά τις τρεις σεζόν του στην Εθνική. Δια πάσαν νόσον και μαλακίαν έφταιγε ο εκάστοτε προπονητής. Ποτέ, κανείς δεν κατέκρινε τους παίκτες. Ούτε αυτούς που έμεναν στην ομάδα, ούτε εκείνους που την εγκατέλειπαν με πρόωρη συνταξιοδότηση.
Ο Μίσσας εκκινεί από τη χειρότερη αφετηρία. Στα μάτια του κόσμου τον έχει απαξιώσει ο ίδιος ο εργοδότης του. Με τις υποτιμητικές του δηλώσεις («παίκτες έχουμε, θα βρούμε και προπονητή»), με την επιλογή του στο «παρά πέντε», αλλά και στην ουσία του πράγματος: πραγματοποιώντας την προεπιλογή των παικτών ερήμην του. Ακόμη κι αν είχε αντιρρήσεις ή κάποιες άλλες ιδέες, ο κόουτς δεν έχει την… πολυτέλεια να διαφωνήσει με τις κλήσεις των διεθνών, που όλοι ξέρουμε ποιοι θα είναι. Ούτε να τις συζητήσει, με τους ενδιαφερόμενους και την Ομοσπονδία, δεν προλαβαίνει. Μέχρι και τα φιλικά του έκλεισαν, χωρίς να τον ρωτήσουν. Ακόμα και τον χρονικό ορίζοντα της συνεργασίας τους («οι επόμενες διοργανώσεις») φρόντισε να αφήσει «φλου» η ΕΟΚ.
Δέχτηκε τη δουλειά, επειδή είναι «στρατιώτης» των Εθνικών ομάδων. Και η αλήθεια είναι, πως διαθέτει πολλές και μεγάλες αρετές. Μπορεί να μιλήσει στην ψυχή των παικτών, να διαχειριστεί, με την εμπειρία του, τα «βαριά» ονόματα (μεταξύ άλλων, θα κληθεί να διαχειριστεί έναν σούπερ σταρ του ΝΒΑ), θα βρει τα «κουμπιά» των νέων και, στο κάτω – κάτω της γραφής, είναι μία σημαντική προσωπικότητα του ελληνικού μπάσκετ. Διαθέτει το ανάστημα για να επιβληθεί.
Ισως το πιο σημαντικό από τα «υπέρ» της επιλογής του είναι πως έχει αναδείξει παίκτες που, σήμερα, αποτελούν «κεφάλαια» για την Εθνική. Ο Σλούκας, ο Μάντζαρης, ο Παπανικολάου, ο Μπόγρης, ο Παππάς, ο Αντετοκούνμπο, ο Παπαπέτρου και ο Αγραβάνης γνωρίζουν καλά πώς δουλεύει και τι ζητά, επειδή συνεργάστηκαν μαζί του σε νεαρή ηλικία. Χαίρει σεβασμού ακόμα και από «δύσκολους» χαρακτήρες, όπως ο Παππάς.
Αυτό που ο πολύς κόσμος θεωρεί ως το κυριότερο μειονέκτημά του, είναι ότι δεν έχει διατελέσει head coach στο κορυφαίο επίπεδο. Εχει να εργαστεί ως πρώτος προπονητής από το 2015, που ήταν στην Εθνική Νέων, ενώ σε σύλλογο δούλεψε για τελευταία φορά τη σεζόν 2005 – 2006 (στη Χαλκίδα). Πώς θα καταφέρει να ανταγωνιστεί τον Σκαριόλο, τον Μεσίνα, τον Κολέ, τον Τζόρτζεβιτς, τον Πέτροβιτς, τον Τάνιεβιτς, τον Ντέτμαν; Λογικός ο προβληματισμός. Υπάρχει, όμως, κι ένας μεγαλύτερος: θα τον αφήσουν να βάλει τη δική του «σφραγίδα» στη νέα Εθνική; Ο ίδιος ο Μίσσας, πάντως, δυσκολεύεται να κακοκαρδίσει τον πρόεδρο. Δεν το έχει κάνει ποτέ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News