-
The Times
Ιστορίες/ Ατυχη με ένα λαχείο 500 εκατ. δολαρίων;
Ηταν τον περασμένο μήνα όταν μια γυναίκα από το Νιου Χαμσάιρ κοιτούσε το λαχείο της με ένα αίσθημα φόβου να την καταλαμβάνει: είχε κερδίσει κάπου μισό εκατομμύριο δολάρια και φοβόταν ότι θα έχανε το χαρτάκι. Στη συνέχεια, όμως, την κατέλαβε ένας άλλος, πιο τρομακτικός φόβος. Ο φόβος ότι η ζωή της θα καταστρεφόταν εάν γινόταν γνωστό το όνομά της. Πόσοι τυχεροί δεν είδαν τη ζωή τους να αλλάζει προς το χειρότερο, αν δεν την έχασαν κιόλας, από φίλους, άγνωστους και απατεώνες που τους πολιόρκησαν ελπίζοντας σε κάποιο όφελος;
Αλλά δεν κάθισε με σταυρωμένα χέρια. Διεκδικώντας το δικαίωμά της στην ιδιωτικότητα και την ασφάλεια, έστειλε εξώδικο στον οργανισμό διοργάνωσης της λαχειοφόρου με το οποίο ζητούσε να μην γίνουν γνωστά τα στοιχεία της. «Η πελάτισσά μου είναι δραστήριο μέλος της τοπικής κοινωνίας. Επιθυμεί να συνεχίσει αυτή τη δραστηριότητα και να μπορεί ελεύθερα να πάει σε ένα κατάστημα να ψωνίσει ή να παρακολουθήσει μια δημόσια εκδήλωση χωρίς να φοβάται ότι θα στοχοποιείται ως η νικήτρια μισού εκατομμυρίου δολαρίων».
Οι κανόνες για τους τυχερούς των λαχείων διαφέρουν από πολιτεία σε πολιτεία, μας πληροφορούν οι Times. Στο Νιου Χαμσάιρ οι νικητές μπορούν να διατηρήσουν την ανωνυμία τους με τη δημιουργία ενός τραστ. Μόνο που η νικήτρια έχει γράψει το όνομά της και τη διεύθυνσή της στο πίσω μέρος του λαχείου. Το πράγμα λοιπόν περιπλέκεται. Και η γυναίκα μπορεί να δει την ανέλπιστη τύχη της να μετατρέπεται σε μια τεράστια ατυχία.
Φωτό: Και ξαφνικά ο φωτεινός ορίζοντας αρχίσει να σκοτεινιάζει… Πηγή: Shutterstock
-
Le Monde, Financial Times
Δεδομένα/ Και γιατί να μην μας πληρώνουν τα σόσιαλ μίντια;
«Για ποια παράλογη παραχώρηση έχουμε γίνει βορά του αλγόριθμου;». Ετσι ξεκινάει η έκκληση που δημοσιεύτηκε στη Monde, με πρώτους υπογράφοντες τον πολιτικό Μπρινό Μπονέλ, το φιλόσοφο Γκασπάρ Κενίνγκ και τον επιχειρηματία Γιάρον Λανιέ. Μια έκκληση που δίνει φωνή σε μια πρόταση που πλανάται στον αέρα εδώ και λίγο καιρό: μήπως να πληρωνόμασταν από το Facebook και τη Google και τα υπόλοιπα σόσιαλ μίντια για τα βουνά δεδομένων που τους παρέχουμε καθημερινά με τις αναζητήσεις μας, τις αναρτήσεις και τα like μας τα οποία εκείνοι μετατρέπουν σε ένα βουνό χρήματα μέσω των στοχοθετημένων διαφημίσεων;
Ο κωδικός πρόσβασης αυτή τη φορά είναι το δικαίωμα ιδιοκτησίας των προσωπικών μας δεδομένων: «Αυτή η απλή νομική προσθήκη, η οποία σήμερα δεν υπάρχει στην Ευρώπη ή στις ΗΠΑ, αρκεί για να φέρει τα πάνω κάτω το ψηφιακό οικοσύστημα». Ο Τζον Θόρνχιλ, που ασχολείται στους Financial Times με το ίδιο θέμα, μιλά για τη μετάβαση από την έννοια Data as Capital (DaC) (τα Δεδομένα ως Κεφάλαιο) το οποίο «αντιμετωπίζει τα δεδομένα ως υποπροϊόν της κατανάλωσης», στο Data as Labour (DaL) (τα Δεδομένα ως Εργασία) που τα αντιμετωπίζει ως «ιδιοκτησία των χρηστών που τα δημιουργούν και οι οποίοι θα πρέπει καταρχάς να επωφεληθούν από την ιδιοκτησία αυτή».
Άραγε ο καιρός είναι ώριμος για μια μαρξιστική ταξική συνείδηση σε ένα ψηφιακό κόσμο; «Θα πρέπει να δημιουργηθούν συνδικάτα παραγωγών δεδομένων για να αγωνιστούν για τα συλλογικά μας δικαιώματα. Η ιστορική προσέγγιση της εργασίας εναντίον του πανίσχυρου κεφαλαίου ήταν η απεργία. Θα καταλάβουμε ότι το κίνημα DaL είναι σοβαρό όταν αρχίσουμε να κάνουμε ψηφιακές πικετοφορίες στα κοινωνικά δίκτυα με το σύνθημα “καμία θέση χωρίς αμοιβή”».
Φωτό: Πάλης ξεκίνημα, νέοι αγώνες. Πηγή: The Financial Times
-
Corriere della Sera
Νοσταλγία/ «Εκείνα τα παράξενα, εξωτικά μαραφέτια»
Σε πολλούς άρεσε το «Post» του Στίβεν Σπίλμπεργκ. Αλλά σε κανέναν δεν άρεσε με τον τρόπο που άρεσε στους παλιούς της δημοσιογραφίας. Ενας τέτοιος, ο Αντόνιο Πολίτο, γράφει στην Corriere della Sera για όλα εκείνα τα «παράξενα και εξωτικά μαραφέτια», τους τσίγκους, τα ανάποδα γράμματα, τα τελάρα, τη λινοτυπική μηχανή, πράγματα χωρίς τα οποία η εφημερίδα δεν μπορούσε να έχει ζωή. Για τη δημοσιογραφία πριν από την εποχή της πληροφορικής.
«Τα άρθρα, φυσικά, γράφονταν στη γραφομηχανή, συχνά φορητή, όπως εκείνη στη σκηνή στο σπίτι του διευθυντή όπου προσπαθεί να συνθέσει σε λίγες ώρες τέσσερις χιλιάδες σελίδες απόρρητων εγγράφων» γράφει ο βετεράνος δημοσιογράφος. «Συνήθως κάναμε τρία αντίγραφα χρησιμοποιώντας καρμπόν. Καθώς δεν υπήρχαν το Διαδίκτυο και τα ηλεκτρονικά μηνύματα, έπρεπε να τα πάει κάποιος στη σύνταξη για τα επιμεληθούν οι αρχισυντάκτες – διόρθωναν λάθη, έκοβαν σε παραγράφους, έβαζαν κεφαλαία. Κι έπειτα τα έστελναν στο τυπογραφείο από έναν ταχυδρομικό σωλήνα, γνωστό ως «βολίδα», που λειτουργούσε με πεπιεσμένο αέρα».
«Ηταν πιο δύσκολα, πιο ρομαντικά ή πιο ωραία τότε;» αναρωτιέται ο Πολίτο. «Σίγουρα ήταν πιο αργή και επίπονη η διαδικασία. Αρκεί να σκεφτεί κανείς τη σχέση με τις πηγές που είχε ένας δημοσιογράφος πριν τα κινητά. Ο ρεπόρτερ, ας πούμε, που παίρνει τα απόρρητα έγγραφα τρέχει και τηλεφωνεί από έναν τηλεφωνικό θάλαμο έξω για να είναι σίγουρος ότι δεν θα τον ακούσει κανείς – πού Whatsapp και Viber. Κι όταν το Ανώτατο Δικαστήριο εκδίδει την ιστορική απόφαση που επιτρέπει στην εφημερίδα να δημοσιεύσει τα έγγραφα, η είδηση φτάνει στην σύνταξη από έναν ρεπόρτερ που βρισκόταν εκεί και έτρεξε να τηλεφωνήσει».
Α όχι, η περίφημη φράση της απόφασης «ο Τύπος είναι στην υπηρεσία εκείνων που κυβερνούνται και όχι εκείνων που κυβερνούν» δεν ειπώθηκε on camera και σε απευθείας σύνδεση.
Φωτό: Ναι, και με τα πόδια πάνω στο γραφείο. Πηγή: foxmovies.com
-
The New York Times
Φυτά/ Είναι πολύ πιο ζωντανά απ’ όσο νομίζουμε
Για την ικανότητα των φυτών να αισθάνονται και να καταλαβαίνουν έχουν γίνει πολλές μελέτες ήδη από τη δεκαετία του 1960. Τι σημαίνει όμως να «αισθάνεται» ένα φυτό, τι ορίζεται ως «συνείδηση» στην περίπτωσή τους, αλλά και πώς αποδεικνύεται η ύπαρξη αισθημάτων και συνείδησης;
Μια απάντηση στο ερώτημα δίνει μια έρευνα που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Annals Botany και αναδημοσιεύουν οι New York Times. Αυτή η έρευνα έδειξε λοιπόν ότι φυτά που είχαν υποβληθεί σε αναισθησία με αναισθητικά που, μεταξύ άλλων, χρησιμοποιούνται και στις χειρουργικές επεμβάσεις, ξύπνησαν όταν πέρασε η επίδραση των φαρμάκων.
«Τα φυτά αντέδρασαν στα ερεθίσματα» εξηγεί ο Φράντισεκ Μπαλούσκα, καθηγητής Βιολογίας στο πανεπιστήμιο της Βόννης και εκ των συντακτών της μελέτης. «Είναι ζωντανοί οργανισμοί που έχουν προβλήματα με περισσότερα κοινά με εκείνα των ανθρώπων απ’ όσο πιστεύουμε. Κι ο λόγος είναι ότι αισθάνονται πόνο ή χαρά».
Τα φυτά, δείχνουν ακόμη οι έρευνες, συγκεντρώνουν πληροφορίες από το περιβάλλον τους και παράγουν τα δικά τους αναισθητικά, όπως είναι η μενθόλη, η αιθανόλη και η κοκαΐνη. Όπως και οι άνθρωποι, παράγουν χημικές ουσίες όταν τραυματίζονται. Οι ουσίες αυτές δρουν στο εσωτερικό ή εκβάλουν στην ατμόσφαιρα για να ειδοποιήσουν τα διπλανά φυτά.
Αυτός κι αν είναι άγνωστος κόσμος.
Φωτό: Λίγη φροντίδα ακόμη. Πηγή: Shutterstock
Monde και Financial Times για μια πηγή κέρδους που εξακολουθούμε να αγνοούμε / Η Corriere della Sera για μια ταινία υπό το πρίσμα των βετεράνων της δημοσιογραφίας / Οι Times για τον φόβο που προκαλεί η ανέλπιστη τύχη / Και οι New York Times…