Στη 1 μ.μ. στην παραλία Σαν Τζιρολάμο, στο Μπάρι της νότιας Ιταλίας, καθώς ο ήλιος φθάνει στην κορυφή του και οι θερμοκρασίες πλησιάζουν τους 38 βαθμούς Κελσίου, η μυρωδιά της τηγανητής πράσινης πιπεριάς αναδύεται μέσα από έναν παχύ λαβύρινθο από ομπρέλες και πτυσσόμενες καρέκλες.
Στα πλαστικά τραπέζια στρώνονται βαμβακερά τραπεζομάντιλα και οι μαμάδες καλούν τα παιδιά τους για φαγητό. Δίσκοι αλουμινίου με λαζάνια, ρύζι με μύδια και πατάτες, ζυμαρικά με θαλασσινά, χταπόδι και τηγανητά λουκάνικα σερβίρονται στο πλαίσιο της μακροχρόνιας ιταλικής παράδοσης του γλεντιού στην παραλία.
Αλλά τα τελευταία δύο καλοκαίρια το αγαπημένο τελετουργικό έχει γίνει πηγή έντασης, αναφέρει ρεπορτάζ των New York Times. Οι ντόπιοι βλέπουν ότι ένας αυξανόμενος αριθμός παραλιακών κλαμπ στην ακτή της Απουλίας γύρω από το Μπάρι –ένα προπύργιο των παραθαλάσσιων πικνίκ– έχουν αρχίσει να απαγορεύουν στους κατοίκους να έρχονται στην πλαζ με φαγητό.
Οι ιδιοκτήτες και οι σερβιτόροι των ιδιωτικών παραλιών ισχυρίζονται ότι είναι καθαρά ζήτημα αισθητικής – τα οσμηρά συμπόσια δεν συνάδουν με την άνθηση του τουρισμού στην περιοχή. Αλλά σε μια χώρα όπου για πολλούς ανθρώπους το μεσημεριανό γεύμα και η παραλία είναι αδιάσπαστοι πρωταγωνιστές του καλοκαιριού, οι νέες ντιρεκτίβες προκαλούν σάλο.
Τοπικές εφημερίδες αναφέρουν σχολαστικά τις συγκρούσεις στις πύλες των παραλιακών κλαμπ. «Απουλία: ο “πόλεμος” παραλίας – πικνίκ» είναι ένας χαρακτηριστικός τίτλος στη μεγαλύτερη εφημερίδα της Ιταλίας, Corriere della Sera. Δεκάδες άρθρα επιχειρούν να απαντήσουν στο ερώτημα αν είναι νόμιμο να απαγορεύεται στους παραθεριστές να φέρνουν τη μαγειρική τους στην παραλία. Δικηγόροι και πολιτικοί εκφέρουν απόψεις.
Σύμφωνα με τον νόμο, κανείς δεν μπορεί να απαγορεύσει στους Ιταλούς να φέρνουν το δικό τους φαγητό στις παραλίες, οι οποίες είναι όλες δημόσιες – ενώ τα θέρετρα παρέχουν μόνο υπηρεσίες σε αυτές. Καθώς, όμως, τα κλαμπ λειτουργούν κάτω από αυτή την περίεργη νομική ρύθμιση, ορισμένοι ιδιοκτήτες έχουν αναλάβει να επιβάλουν τους γενικά άγραφους κανόνες σχετικά με το φαγητό έξω, που περιλαμβάνουν την απαγόρευση της μεταφοράς του στην παραλία.
Ωστόσο, για ορισμένες οικογένειες εργαζομένων από την Απουλία, που αισθάνονται ότι οι τιμές έχουν ξεφύγει στις ολοένα και πιο δημοφιλείς, ιδιωτικοποιημένες και ακριβές παραλίες τους, οι κανόνες θεωρούνται ένα ακόμη εμπόδιο. Στις παραλίες του Μπάρι, πάνω από παγωμένα μπουκάλια Peroni που αναδύονται συνεχώς από ψύκτες, οι Απουλιανοί συζητούν με θυμό τις νέες απαγορεύσεις.
Τα κιόσκια και τα γεύματά τους, λένε στους New York Times, είναι σαν το τελευταίο προπύργιο καλοσύνης σε μια περιοχή που πολλοί πλέον δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν. Μιλούν για παράνομη διάταξη που τους απαγορεύει να λειτουργήσουν πολιτισμένα στις δημόσιες παραλίες και τους εξαναγκάζει να περιορίζονται σε στενές λωρίδες της πλαζ που βρίσκονται εκτός της προσοχής των κλαμπ – «δωρεάν παραλίες» τις αποκαλούν ειρωνικά.
Ο αριθμός των παραλιακών κλαμπ στην Απουλία έχει αυξηθεί κατά 50% την τελευταία δεκαετία, ο ξένος τουρισμός έχει υπερδιπλασιαστεί και τμήματα της ακτής έχουν γίνει σχεδόν απρόσιτα για οικογένειες εργαζομένων. Το μεσημεριανό γεύμα στην παραλία είναι η τελευταία απόλαυση που τους έχει απομείνει. Αναπολούν τις εποχές που οι πλαζ του Μπρίντιζι ήταν ανοιχτές για όλους – πριν χτιστεί το πολυτελές θέρετρο που φιλοξένησε την πρόσφατη σύνοδο κορυφής των G7.
Η λέξη «fagottari» –σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει «μεταφορείς δεματίων»– χρησιμοποιείται για να περιγράψει τους Ιταλούς που φέρνουν το δικό τους φαγητό στην παραλία από τη δεκαετία του 1950, τότε που ο παραθαλάσσιος μαζικός τουρισμός εξερράγη και οι εργάτες των εργοστασίων ξεχύνονταν στις παραλίες για τις καλοκαιρινές διακοπές. Οι παλιές ασπρόμαυρες ιταλικές ταινίες είναι γεμάτες από αυτούς.
Με τον καιρό η συνήθεια άρχισε να γίνεται λιγότερο διαδεδομένη, με πολλούς Ιταλούς να αγοράζουν σάντουιτς ή να τσιμπολογούν στα μπαρ. Ωστόσο, σύμφωνα με έρευνα του φετινού Αυγούστου από την Coldiretti, τη μεγαλύτερη ένωση αγροτών της χώρας, οι αυξημενες τιμές ώθησαν έναν μεγάλο αριθμό κατοίκων της Απουλίας να επιστρέψουν στα μαγειρεμένα γεύματά τους στις πλαζ.
Ενώ οι περισσότεροι προτιμούν τις σαλάτες με ρύζι ή ζυμαρικά, σύμφωνα με τη δημοσκόπηση, περισσότερο από το 20% του πληθυσμού εξακολουθεί να προτιμά λαζάνια, παρμεζάνα μελιτζάνας, κεφτεδάκια ή φριτάτα. Στο Μπάρι κάποιοι φτιάχνουν ακόμη και ψητό ciole (εντόσθια αλόγου). Πολλές νοικοκυρές ξυπνούν από τα χαράματα για να μαγειρέψουν παραδοσιακό ρύζι με φακές, γεμιστές σουπιές και σαλάτες.
Πολυμελείς οικογένειες, με μέλη από βρέφη μέχρι προγιαγιάδες, μαζεύονται στις παραλίες και μοιράζονται τα εδέσματά τους κουβεντιάζοντας μέχρι τη δύση του ήλιου. Από την αρχή μέχρι το τέλος του καλοκαιριού κυκλοφορούν με μαγιό, μπλουζάκια και σαγιονάρες και δεν ενδιαφέρονται καθόλου για την εμφάνισή τους – γεγονός που ενοχλεί τους ιδιοκτήτες των παραλιακών κλαμπ, τα οποία φιλοξενούν πιο εύπορους τουρίστες από όλον τον κόσμο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News