Μια από τις αντιφάσεις του οργανωμένου εγκλήματος στην Ιταλία, είναι η θρησκευτική ευλάβεια των στελεχών της μαφίας. Μπορεί να εκτελούν φόνους χωρίς δισταγμό, αλλά η Καθολική τους ανατροφή τους οδηγεί τακτικά στην εκκλησία – ίσως για προσευχές και εξομολόγηση, για άφεση των αμαρτιών τους.
Στην περίπτωση του Πασκουάλε Μποναβότα, η ανάγκη του για προσευχή αποδείχθηκε μοιραία για την ελευθερία του. Η αστυνομία τον συνέλαβε μέσα στον καθεδρικό ναό της Γένοβας, μετά από πέντε χρόνια ανθρωποκυνηγητού. Ο 49χρονος μαφιόζος είναι κατηγορούμενος για έγκλημα από το 2018 και κατάφερνε πάντα να διαφεύγει τη σύλληψη.
Ο Μποναβότα, ένας από τους πιο καταζητούμενους φυγάδες της ιταλικής μαφίας, είναι υψηλόβαθμο στέλεχος του κλειστού ηγετικού κύκλου της μαφιόζικης οργάνωσης «Ντρανγκέτα» από την Καλαβρία.
Ηταν καταζητούμενος από το 2018, όταν διέφυγε από ένταλμα σύλληψης, το οποίο ήρθε μετά από κατηγορία για φόνο και για συμμετοχή στη μαφία. Η αστυνομία τελικά συνέλαβε τον 49χρονο στην πόλη της Γένοβας, στη βόρεια Ιταλία, όπου τον βρήκαν να προσεύχεται με ευλάβεια στο duomo – τον καθεδρικό ναό της πόλης.
Εφερε πλαστά έγγραφα ταυτότητας, αλλά οι αξιωματικοί των καραμπινιέρων δεν είχαν καμία αμφιβολία για την ταυτότητά του. Ο ιταλός υπουργός Εσωτερικών, Ματέο Πιαντεντόσι, χαιρέτισε τη σύλληψη του γκάνγκστερ ως «μια τεράστια επιτυχία», όπως αναφέρει ρεπορτάζ της Telegraph.
Ο Νίκολα Γκρατέρι, διάσημος εισαγγελέας, που έχει αφιερώσει την καριέρα του στην δίωξη της «μαφίας Ντρανγκέτα», δήλωσε: «Αυτή η έρευνα επιβεβαιώνει το γεγονός ότι οι υποκλοπές τηλεφωνικών συνομιλιών είναι απαραίτητες. Χωρίς αυτές δεν θα είχαμε πετύχει τη σύλληψη του Πασκουάλε Μποναβότα».
Ο Μποναβότα κέρδισε το παρατσούκλι του «il boss bambino» («μικρό αφεντικό», η «αφεντικό–μωρό») επειδή άρχισε να χρησιμοποιεί πιστόλι από την εφηβεία του και σύντομα ενεπλάκη στις αιματηρές βεντέτες της οικογένειάς του. Η Ντρανγκέτα κερδίζει περίπου 60 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, εισάγοντας κοκαΐνη στην Ευρώπη από τη Νότια Αμερική.
Η οργάνωση πιστεύεται ότι έχει επισκιάσει την Κόζα Νόστρα στη Σικελία και την Καμόρα της Νάπολης, σε πλούτο και διεθνή εμβέλεια, με επιχειρήσεις σε περίπου 40 χώρες. Ξεπλένει χρήματα μέσω νόμιμων επιχειρήσεων και ο Μποναβότα φέρεται να συμμετείχε στη διαχείριση των υποθέσεων του συνδικάτου στη βορειοδυτική Ιταλία – από τη Γένοβα έως το Τορίνο.
Ο φερόμενος ως μαφιόζος είναι κατηγορούμενος σε μια τεράστια εν εξελίξει δίκη στην Καλαβρία, στην οποία εμπλέκονται περίπου 300 φερόμενοι ως εγκληματίες της Ντρανγκέτα. Στην παραπομπή του, κατηγορείται ότι είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στις δραστηριότητες διακίνησης ναρκωτικών και τζόγου της οργάνωσης.
Η «ανώτατη δίκη», που ξεκίνησε πριν από δύο χρόνια, διεξάγεται σε ένα τεράστιο μετασκευασμένο τηλεφωνικό κέντρο, για να φιλοξενήσει τον μεγάλο αριθμό κατηγορουμένων, εισαγγελέων και συνηγόρων υπεράσπισης. Η Εντρενγκέτα χωρίζεται σε φατρίες, με τον Μποναβότα φερόμενο ως βασικό μέλος μιας φατρίας που εδρεύει στην πόλη Βίμπο Βαλέντια της Καλαβρίας.
Η σύλληψη του Μποναβότα έρχεται τρεις μήνες μετά τη σύλληψη ενός άλλου, πασίγνωστου δον της μαφίας. Ο Ματέο Μεσίνα Ντενάρο, από τη μαφία της Κόζα Νόστρα της Σικελίας, συνελήφθη τον Ιανουάριο σε κλινική στο Παλέρμο, όπου νοσηλευόταν για καρκίνο. Ο Ντενάρο ήταν φυγόδικος για 30 χρόνια, εγείροντας ερωτήματα σχετικά με το ποιος τον βοήθησε να αποφύγει τη σύλληψη και εάν οι τοπικές αρχές ήταν συνένοχες.
Τον Φεβρουάριο, ένας καταδικασμένος δολοφόνος της Ντρανγκέτα, ο οποίος είχε «πλαστογραφήσει» μια νέα ζωή στη Γαλλία, συνελήφθη μετά από 17 χρόνια φυγοδικίας. Ο Εντγκάρντο Γκρέκο συνελήφθη στην πόλη Σεν-Ετιέν, όπου εργαζόταν ως σεφ και παρασκευαστής πίτσας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News