Οι επαναληπτικές εκλογές στην Τζόρτζια για τις δύο θέσεις της Γερουσίας, ήταν μια μικρογραφία των προεδρικών. Σε όλα. Τόσο στον προεκλογικό αγώνα, όπου η τοξικότητα μεταξύ των αντιπάλων ήταν ασυνήθιστα σφοδρή, όσο και στο ολονύχτιο -και πιο πέρα- θρίλερ των αποτελεσμάτων.
Το θέμα όμως είναι ότι όπως ο Τζο Μπάιντεν στις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου κέρδισε τελικά την παραδοσιακά συντηρητική πολιτεία του αμερικανικού Νότου, έτσι και το Δημοκρατικό Κόμμα απέκτησε τον έλεγχο και της Γερουσίας —με την ίδια μάλιστα πορεία των αποτελεσμάτων: οι Ρεπουμπλικανοί γερουσιαστές προηγούνταν, όμως όσο η ενσωμάτωση των ψήφων από τα αστικά κέντρα μεγάλωνε τόσο η διαφορά μειωνόταν και τελικά οι Δημοκρατικοί διεκδικητές προσπέρασαν στο νήμα.
Νωρίς το πρωί της Τετάρτης, το CNN και άλλα αμερικανικά δίκτυα ανακοίνωσαν ως νικητή στη μάχη για τη μία θέση τον Ράφαελ Γουόρνοκ των Δημοκρατικών (με 50,6% έναντι της απερχόμενης γερουσιαστού Κέλι Λέφλερ που έλαβε 49,4%).
Παράλληλα και ο Τζον Οσοφ είχε αποκτήσει ένα μικρό προβάδισμα 12.000 ψήφων έναντι του 71χρονου Ρεπουμπλικανού γερουσιαστή Ντέιβιντ Περντιού. Μάλιστα, το HQ Desk έδωσε νικητή τον 33χρονο υποψήφιο των Δημοκρατικών —η περίπτωση του οποίου μάλλον θα μας απασχολήσει και στο μέλλον για άλλα αξιώματα. Αρκετές ώρες αργότερα, ο Οσοφ ανακηρύχθηκε νικητής με διαφορά 0,6% (που σημαίνει μεταξύ άλλων ότι δεν απαιτείται επανακαταμέτρηση).
Ετσι, πλέον, η κομματική ισορροπία στη Γερουσία είναι 50-50, με την προεδρεύουσα του Σώματος την αντιπρόεδρο των ΗΠΑ Κάμαλα Χάρις να γέρνει καθοριστικά την πλάστιγγα προς το μέρος του Δημοκρατικού Κόμματος, διευκολύνοντας την ατζέντα διακυβέρνησης του Τζο Μπάιντεν.
Αυτό αλλάζει πολλά όχι μόνο στα ζητήματα υψηλής πολιτικής, όπως είναι οι θέσεις στο Ανώτατο Δικαστήριο και οι διορισμοί σε άλλα κρίσιμα πόστα της κυβέρνησης, αλλά και σε ζητήματα καθημερινότητας με την υιοθέτηση πιο «αριστερών» πολιτικών —κάτι που εξάλλου ήδη έχει κάνει… επιφυλακτικές τις αγορές.
Οι μάχες για αυτές τις δύο έδρες στην Τζόρτζια ήταν ένα θρίλερ, οι ίδιοι οι προεδρικοί υποψήφιοι ο Τζο Μπάιντεν και ο απερχόμενος πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ρίχτηκαν σε αυτές, ενώ ο πρώην πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα καλούσε μέχρι την τελευταία στιγμή τον κόσμο να πάει να ψηφίσει τους Γουόρνοκ και Οσοφ. Από την άλλη οι υποψήφιοι έδωσαν υψηλή παραταξιακή αξία στην καμπάνια τους. Η Λεφλέρ δεν δίστασε να υποσχεθεί ότι εφόσον επανεκλεγεί θα αμφισβητήσει με μερικούς ακόμα Ρεπουμπλικανούς γερουσιαστές την εκλογή του Μπάιντεν στην προεδρία. Δεν επανεξελέγη.
Αυτή η εμμονή με το «θέμα Τραμπ», εκτιμούν οι πολιτικοί αναλυτές, αναδείχτηκε και σε ένα από τα βασικά μειονεκτήματα των δύο Ρεπουμπλικανών γερουσιαστών: ασχολήθηκαν περισσότερο με τις προεδρικές εκλογές και τον απερχόμενο πρόεδρο παρά με τους ψηφοφόρους της Τζόρτζια. Ο ίδιος Τραμπ στην τελευταία του ομιλία στο Ντάλτον, αντί να μιλήσει υπέρ της Λεφλέρ, αφιέρωσε την ομιλία του στο πώς του «έκλεψαν» τη νίκη.
Σε κάθε περίπτωση, το οριακό της μάχης ήταν τέτοιο που τόσο ο αιδεσιμότατος Γουόρνοκ όσο και η Λέφλερ δήλωσαν νικητές —σαν ηχώ από τη συμπεριφορά του μέντορά της, Ντόναλντ Τραμπ, η γερουσιαστής υποσχέθηκε ότι «θα κερδίσουμε αυτές τις εκλογές».
Ομως, ο Γουόρνοκ κέρδισε και έγινε ο πρώτος Αφροαμερικανός που εκλέγεται γερουσιαστής στην Τζόρτζια — μία ακόμη απόδειξη των μεγάλων πολιτικών αλλά και δημογραφικών αλλαγών που έγιναν σε συγκεκριμένες πολιτείες των ΗΠΑ την τελευταία τετραετία.
Ο αιδεσιμότατος Γουόρνοκ, πάστορας εκκλησίας στην Ατλάντα όπου λειτουργούσε άλλοτε ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, υποσχέθηκε ότι θα συνεργαστεί με τους πάντες και θα εκπροσωπήσει όλους τους πολίτες της Τζόρτζιας, «ανεξαρτήτως του ποιον ψηφίσατε», τονίζοντας πως τον «τιμά η πίστη που μου δείξατε».
Τη νίκη του δεν επιβεβαίωσε μόνο το CNN και άλλα ΜΜΕ που ο Τραμπ αποκηρύσσει ως προπαγανδιστές της Αριστεράς, την ανακοίνωσε και το νεοπαγές συντηρητικό τηλεοπτικό δίκτυο Newsmax.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News