Η σωστή ερώτηση είναι: «ποιο από τα ονόματα πρώτης σειράς δεν έχει το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Τεχεράνης;». Διότι αν η ερώτηση είναι «ποιών έργα περιλαμβάνει;» τότε η λίστα θα μοιάζει ατελείωτη: Πάμπλο Πικάσο, Άντι Γουόρχολ, Κλοντ Μονέ, Ογκίστ Ροντέν, Μαρκ Σαγκάλ, Ρόι Λίχτενστάιν, Τζάκσον Πόλοκ, Αλμπέρτο Τζιακομέτι, Βίλεμ ντε Κούνινγκ, Ρενέ Μαγκρίτ, Χένρι Μουρ, Μαξ Ερνστ, Μαρκ Ρόθκο, Φράνσις Μπέικον… Κι αν τα ονόματα δεν είναι αρκετά για να πείσουν για τη σημασία της συλλογής, οι αριθμοί θα τα καταφέρουν μετά βεβαιότητας, δεδομένου ότι η αξία των 1.500 έργων (ανάμεσα τους 30 πίνακες του Πικάσο και 15 του Γουόρχολ) εκτιμάται σε τρία δισ. δολάρια.
Κι όμως αυτή, η σημαντικότερη συλλογή αριστουργημάτων της δυτικής τέχνης εκτός Ευρώπης και Βορείου Αμερικής βρίσκεται στο σκοτάδι. Αν και είναι «φορτωμένη» με τα αυτοκρατορικά δάκρυα της Φαράχ Ντιμπά Παχλαβί, ιστορίες λογοκρισίας με έργα που «αποκαθηλώνονταν» εν ώρα εγκαινίων και οφείλει τη διάσωσή της σε ανειδίκευτους εργαζόμενους που τη λάτρεψαν και προέταξαν τα στήθη τους για να την προστατέψουν.
Τα περισσότερα από τα έργα δεν έχουν παρουσιαστεί ποτέ μετά την Ιρανική Επανάσταση, το 1979. Ακόμη και σήμερα που γίνεται ένα πρώτο βήμα να ξαναβρεθεί η πολύτιμη συλλογή στο προσκήνιο, ελάχιστοι είναι οι κάτοικοι της πολύβουης Τεχεράνης που σπεύδουν να θαυμάσουν από κοντά το αριστούργημα του Πόλοκ, επί παραδείγματι, «Τοιχογραφία σε φόντο ινδικού κόκκινου», το οποίο εκτιμήθηκε προ πενταετίας από τους Κρίστις προς 250 εκατ. δολάρια. Κι ας κοστίζει μόλις 1,5 δολάριο η είσοδος στο μουσείο.
Αν και οι ντόπιοι δεν έμαθαν να απολαμβάνουν τα έργα που θα ζήλευαν τα μεγαλύτερα και πλουσιότερα μουσεία του κόσμου, καθώς ο συγκεκριμένος χώρος όπως τον ονειρεύτηκαν οι δημιουργοί του κατάφερε να λειτουργήσει μόνο για δύο χρόνια (1977 -1979), το Ιράν φαίνεται πως αποφασίζει να τα χρησιμοποιήσει ως πολιορκητικό κριό για να σπάσει τον πάγο με τη Δύση. Κι από εκεί που δεν τους έδινε την ευκαιρία να ανέβουν από τις αποθήκες στους ορόφους του σπειροειδούς κτιρίου, που αποτελεί την έδρα του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης της, τώρα ετοιμάζεται να τους δώσει διαβατήριο για να βγουν εκτός συνόρων. Η Γερμανία υπέγραψε ήδη συμβόλαιο για την πρώτη έκθεση που θα φιλοξενηθεί στο Βερολίνο μέσα στο φθινόπωρο του 2016 με 30 έργα ιρανών καλλιτεχνών και 30 αριστουργήματα της συλλογής δυτικών καλλιτεχνών. Τη σκυτάλη θα πάρουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Μουσείο και Πάρκο γλυπτικής Χίρσχορν του Ινστιτούτου Σμιθσόνιαν με μια ακόμη πιο γενναία δόση τέχνης από τα «κοσμήματα» της Τεχεράνης μέσα στο 2017. Πάντα βεβαίως υπό την προϋπόθεση ότι θα το επιτρέπουν οι πολιτικές συνθήκες, ενώ συμφωνία για την ίδια χρονιά κλείστηκε και με το μουσείο Μάξι της Ρώμης.
«Πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες και πλέον αθέατες συλλογές μεταπολεμικής ευρωπαϊκής και αμερικανικής τέχνης στον κόσμο», επισημαίνει η διευθύντρια του μουσείου Χίρσχορν, Μελίσα Τσιού. Πώς θα μπορούσε να είναι σε κοινή θέα βεβαίως όταν ο Αγιατολάχ Χομεϊνί έδινε μάχη κατά της «μόλυνσης που είχε προκαλέσει η Δύση» στη χώρα του, απαγορεύοντας την εισαγωγή κινηματογραφικών ταινιών, μουσικής, βιβλίων και επιβάλλοντας ακόμη και τον μουσουλμανικό ενδυματολογικό κώδικα στις γυναίκες; Παραδόξως η συλλογή έμεινε ανέπαφη. Μοναδικά της θύματα φαίνεται πως είναι ένα πορτρέτο της αυτοκράτειρας Φαράχ Ντιμπά Παχλαβί το οποίο μαχαίρωσε ένας φανατικός οπαδός του καθεστώτος. Κι ένα γυμνό του Βίλεμ ντε Κούνινγκ το οποίο δόθηκε ως αντάλλαγμα για να αποκτηθεί μια σπάνια έκδοση 400 ετών με το έπος που διηγείται την ιστορία των αρχαίων βασιλέων του Ιράν κοσμημένο με μικρογραφίες και είναι γνωστό ως «Το βιβλίο των βασιλέων». Ο πίνακας αρχικά πωλήθηκε το 1994 στην Καλιφόρνια προς 20 εκατ. δολάρια τα οποία μοιράστηκαν οι ιδιοκτήτες του κειμηλίου και ο μεσάζων που διαπραγματευόταν την υπόθεση επί τρία χρόνια. Δώδεκα χρόνια μετά ο πίνακας μεταπωλήθηκε στα 137,5 εκατ. δολάρια.
Η ποιότητα και η αξία των έργων πάντως, ασχέτως της φάσης που βρίσκεται κατά καιρούς η σχέση του Ιράν με τη Δύση, έχει ωθήσει πολλούς φορείς να κάνουν κρούση αγοράς τους από το μουσείο. Τίποτα όμως δεν διατίθεται. Ούτε τα έργα που η ηθική του ισλαμικού νόμου θεωρεί προσβλητικά και δεν πρόκειται να βγουν από τις αποθήκες, διότι ουδείς μπορεί να βεβαιώσει ότι τα κέρδη από την πώληση θα επιστραφούν στο μουσείο κι όχι στο ταμείο της κεντρικής εξουσίας. Κι οι όποιες ελλείψεις, όπως σύγχρονος φωτισμός και δάπεδα αλλά και στεγανοποίηση των αποθηκών θα χρηματοδοτηθούν από έσοδα που θα προκύψουν από τις εκθέσεις στο εξωτερικό, εκτιμά ο νυν διευθυντής του μουσείου Μαζίντ Μολανορούζι.
Φύλακας-λιοντάρι επί τριάντα χρόνια
Πίσω από την διάσωση της συλλογής βρίσκεται ένας άνθρωπος που προσελήφθη ως οδηγός δύο εβδομάδες πριν από τα εγκαίνια του μουσείου και σήμερα, τρεις δεκαετίες μετά, επισήμως έχει τον τίτλο του φύλακα. Με εφόδιο του μόνο ένα απολυτήριο Λυκείου, αλλά έχοντας γαλουχηθεί να αγαπά την τέχνη, ο Φαρούζ Σαμπαζί Μοχαντάμ βρέθηκε αντιμέτωπος με ένοπλους που κατέλαβαν το μουσείο και με μια 20 μελή επιτροπή που εστάλη από το καθεστώς για να διαπιστώσει τι βρίσκεται στο κτίριο. Καθώς ο διευθυντής είχε διαφύγει με την οικογένεια του στην Ιταλία αφήνοντας πίσω του μόνο μια λίστα στην οποία αναγράφονταν το κόστος κάθε έργου, ο Φαρούζ Σαμπαζί ανέλαβε να ξεναγεί ανά δύο τα μέλη της επιτροπής στις αποθήκες του μουσείου. «Τι είναι αυτά; Εγώ θα τα έφτιαχνα καλύτερα», λέει ο φύλακας ότι του έλεγαν οι κυβερνητικοί απεσταλμένοι. «Μα είναι Πικάσο», τους απαντούσα. «Ε και λοιπόν;» ήταν η απόκρισή τους. Τα επόμενα δύο χρόνια ο Φαρούζ Σαμπαζί – σήμερα 63 ετών – τα πέρασε κλειδωμένος στις αποθήκες μην τυχόν και συμβεί κάτι στα έργα, ενώ παράλληλα διάβαζε βιβλία περί την τέχνη.
Οι κύριοι εκθεσιακοί χώροι ξανάνοιξαν τη δεκαετία του ’80 για να φιλοξενήσουν την κυβερνητική προπαγάνδα, ενώ διάφοροι «εκπρόσωποι» πολιτιστικών φορέων εμφανίζονταν για να δανειστούν έργα για κάποιο πολιτιστικό κέντρο. Ο φύλακας-άγγελος του μουσείου δεν τους άνοιξε ποτέ την πόρτα φοβούμενος ότι τα έργα θα κατέληγαν δανεικά κι αγύριστα. «Ένας θεός ξέρει που έβρισκα το κουράγιο, δεδομένου ότι γενικά είμαι άνθρωπος που φοβάται. Για χάρη του μουσείου είχα μεταμορφωθεί σε λιοντάρι», εξομολογείται.
Χρειάστηκε να περάσει μια δεκαετία από το θάνατο του Χομεϊνί και δύο από την πτώση του σάχη για να παρουσιάσει το μουσείο, δειλά είναι η αλήθεια, μια έκθεση με έργα της ποπ αρτ το 1999. Κι η επιλογή των έργων για τους υπευθύνους δεν ήταν διόλου εύκολη καθώς τα καλύτερα έργα της συλλογής υπογράφονταν είτε από ομοφυλόφιλους καλλιτέχνες, είτε από Εβραίους, κάτι που θα εξόργιζε τους κυβερνητικούς παράγοντες.
Πιο τολμηρή αποδείχθηκε ο Αλιρέζα Σαμί Αζάρ, διευθυντής του μουσείου το 2005. Μπορεί να μην έβγαλε από τα υπόγεια τα γυμνά του Πικάσο και του Μουνκ, ούτε τη «Γαβριέλα με ανοιχτή μπλούζα» του Ογκίστ Ρενουάρ, όμως κρέμασε στους εκθεσιακούς χώρους το τρίπτυχο του Φράνσις Μπέικον «Δυο μορφές ξαπλωμένες σε κρεβάτι με παραστάτες». Εργαζόμενοι στο μουσείο παρατήρησαν αμέσως ότι απεικονίζονταν γυμνοί άνδρες, ειδοποίησαν την πολιτική ηγεσία και διατάχθηκε η αποκαθήλωση του έργου. Ο διευθυντής ζήτησε την εντολή γραπτώς. Την παρέλαβε όμως ενώ οι προσκεκλημένοι για τα εγκαίνια είχαν ήδη φτάσει με αποτέλεσμα κατά την είσοδο τους να βλέπουν το τρίπτυχο και βγαίνοντας στη θέση του τελάρου με τους γυμνούς άνδρες να βρίσκουν μόνο το καρφί από το οποίο ήταν πριν λίγο κρεμασμένο.
Η σύζυγος του σάχη, μητέρα της συλλογής
Σήμερα μπορεί όλοι να μιλούν για τη συλλογή, τα έργα, τη σημασία και την αξία τους. Ποια ήταν η κινητήριος δύναμη πίσω από όλα αυτά; Το όνομά της απαγορεύεται να αναφερθεί και να συνδεθεί με τη συλλογή στο Ιράν του 21ου αι. Όλοι όμως γνωρίζουν ότι είναι δημιουργία της Φαράχ Ντιμπά Παχλαβί, της συζύγου του σάχη Ρεζά Πεχλαβί, η οποία με σπουδές τέχνης στο Παρίσι και σαφή προτίμηση στην ευρωπαϊκή ζωγραφική προσέλαβε επαγγελματίες «κυνηγούς» έργων τέχνης για να συνθέσει τη συγκεκριμένη συλλογή, ενώ ο ξάδελφος της, αρχιτέκτονας, σχεδιαστής του κτιρίου και πρώτος διευθυντής του μουσείου, Καμράν Ντιμπά, έκανε κυρίως επιλογές έργων αμερικανών καλλιτεχνών.
Η πετρελαϊκή κρίση του 1973 και η πτώση της αγοράς της τέχνης ήταν η καλύτερη συγκυρία για την Φαράχ Ντιμπά ώστε να αποκτήσει ό,τι ποθούσε. Χαρακτηριστική είναι η ιστορία που παραθέτει ο Ντέιβιντ Νας, ο οποίος το 1976 ήταν υπεύθυνος για το τμήμα ιμπρεσιονιστικής και μοντέρνας τέχνης στον οίκο δημοπρασιών Σόθμπις της Νέας Υόρκης. Του ζητήθηκε λοιπόν από τον υπεύθυνο του γραφείου της αυτοκράτειρας η συμβουλή του για το τι θα μπορούσε να «χτυπήσει» το Ιράν στην επικείμενη δημοπρασία έργων από τη συλλογή του επιζώντα του Ολοκαυτώματος Τζόζεφ Ρόζενσαφτ. Εκείνος πρότεινε ορισμένα έργα. Το Ιράν αγόρασε ολόκληρο το πακέτο. Ανάμεσα τους βρισκόταν και η «Νεκρή Φύση με ιαπωνικό ξυλόγλυπτο» του Πολ Γκογκέν, το οποίο έκανε ρεκόρ καλλιτέχνη εκείνη την εποχή, αλλάζοντας χέρια προς 1,4 εκατ. δολάρια, ενώ η αξία του σήμερα εκτιμάται σε 45 εκατ. δολάρια. Και να σκεφτεί κάποιος ότι εκείνη την εποχή υπήρχαν ιάπωνες συλλέκτες που έδιναν λευκή επιταγή για να αποκτήσουν το συγκεκριμένο έργο.
«Χαίρομαι που η συλλογή βρίσκεται στο μουσείο, διότι ανησυχούσα πολύ για τα έργα», εξομολογείται η 77χρονη σήμερα Φαράχ Ντιμπά που ζει ανάμεσα στην Ουάσινγκτον και το Παρίσι κι είχε θορυβηθεί πολύ όταν έγινε η ανταλλαγή με το έργο του Ντε Κούνινγκ. «Τηλεφώνησα στο μουσείο και προσποιήθηκα τη φοιτήτρια της σχολής Καλών Τεχνών. Ζήτησα να μιλήσω με κάποιον υπεύθυνο και όταν με συνέδεσαν του είπα “ακούστε, αυτά είναι πολιτιστική κληρονομιά και περιουσία της πατρίδας μας. Αποτελούν και υλικό πλούτο. Είναι για το λαό μας. Μην τα ανταλλάξετε». Και όπως παραδέχεται δεν ήταν η μοναδική φορά που έκανε ανώνυμα τηλεφωνήματα σε πολιτιστικά ιδρύματα στο Ιράν ζητώντας τους να αλλάξουν πολιτική.
Η είδηση ότι αυτή τη στιγμή πραγματοποιείται έκθεση με 42 έργα της συλλογής τα οποία πλαισιώνουν την αναδρομική παρουσίαση της δουλειάς μιας από τις σημαντικότερες ιρανές δημιουργούς, της Φαριντέχ Λασάι και μάλιστα με τη συμμετοχή και ξένου επιμελητή ικανοποιεί την πρώην αυτοκράτειρα. «Νιώθω ευτυχής που γίνεται αυτή η έκθεση ώστε να δει ο ιρανικός λαός τι έχει», λέει. Κι αν τελικά μέρος της συλλογής βγάλει διαβατήριο και ταξιδέψει στο εξωτερικό – υπάρχουν δυσκολίες όσων αφορά στα υψηλά ασφάλιστρα των έργων – η δημιουργός της δεν αποκλείει μια επίσκεψη στην έκθεση τους εκτός ιρανικού εδάφους.
Την συγκρατημένη αισιοδοξία της πρώην αυτοκράτειρας ωστόσο δεν φαίνεται να συμμερίζονται όσοι βιώνουν την καθημερινότητα στην Τεχεράνη. «Θα το πιστέψω όταν θα το δω να συμβαίνει», λέει δημοσιογράφος καλυμμένη με τσαντόρ. «Για κάθε φιλελεύθερη κίνηση, όπως αυτή, οι συντηρητικοί εξαγριώνονται και θέλουν αντάλλαγμα. Ζώντας στο Ιράν ξέρεις ότι πρέπει να υπολογίζεις στο γεγονός ότι τίποτα δεν θα γίνει όπως έχει σχεδιαστεί».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News