Μπορεί ο πρωθυπουργός του Ισραήλ Μπενιαμίν Νετανιάχου να απέσυρε προσωρινά, την περασμένη Δευτέρα, χάριν ενός «ειλικρινούς διαλόγου», το νομοσχέδιο που προβλέπει τη δραστική αποδυνάμωση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, μετά το κύμα μαζικών διαδηλώσεις και σοβαρών επεισοδίων μεταξύ αντικυβερνητικών πολιτών και αστυνομίας –το οποίο διαρκεί περίπου τρεις μήνες, έχοντας παραλύσει τη χώρα–, ωστόσο δεν έπεισε: η αναζωπύρωση των διαμαρτυριών αντανακλά τη γενικευμένη πεποίθηση ότι ο Νετανιάχου καθυστερεί, απλώς, ένα κοινοβουλευτικό πραξικόπημα, με την κατάλυση βασικών αρχών του Συντάγματος.
Αλλωστε, στον πόλεμο που ο ισραηλινός πρωθυπουργός έχει κηρύξει κατά του «αριστερού», όπως ο ίδιος διατείνεται, Ανωτάτου Δικαστηρίου, έχει ως συμπαραστάτη ακροδεξιές οργανώσεις, και κυρίως τον αρχηγό του ακροδεξιού κόμματος Εβραϊκή Ισχύς, Ιταμάρ Μπεν-Γκβιρ, υπουργό Εθνικής Ασφάλειας, πλέον, του κυβερνητικού συνασπισμού.
Κατά τη διάρκεια των πρωτοφανών ταραχών που ξέπασαν στο Ισραήλ έκαναν την εμφάνισή τους εκατοντάδες μαυροντυμένοι νεαροί, κάποιοι από αυτούς με καλυμμένα τα πρόσωπα, που επεδείκνυαν βίαιη συμπεριφορά κατά αντικυβερνητικών διαδηλωτών. Οι επιθέσεις τους στρέφονται εναντίον δημοσιογράφων, πολιτών με αντίθετη πολιτική θέση προς τη δική τους, καθώς και οποιουδήποτε άραβα πολίτη. Μόνο στους δρόμους του Τελ-Αβίβ έχουν τρομοκρατήσει αδιακρίτως «ξεμοναχιασμένους» δημοκρατικούς διαδηλωτές.
Οπως αναφέρεται σε σχετικό άρθρο των Sunday Times, στο πρόσφατο τηλεοπτικό διάγγελμά του, ο Νετανιάχου όχι μόνο αγνοήσε, αλλά και επαίνεσε το ξέσπασμα βίας των συγκεκριμένων ατόμων. «Σπεύσατε (να συμπαρασταθείτε) αυθόρμητα, χωρίς να σας έχει οργανώσει ή χρματοδοτήσει κάποιος», συνεχάρη τους υποστηρικτές του με τα μαύρα, αποκρύπτοντας το γεγονός ότι τα εν λόγω τάγματα είχαν οργανωθεί και μεταφερθεί στα σημεία κρούσης τους από το δικό του κόμμα, το Λικούντ.
«Σας ζητώ απλώς να πράξετε με υπευθυνότητα και να μην απαντήσετε σε προκλήσεις», συνέχισε ο Νετανιάχου, ενώ τους υποσχέθηκε ότι «δεν θα αφήσουμε κανέναν να κλέψει την επιλογή του έθνους. Δεν θα παρεκκλίνουμε από το μονοπάτι που εσείς, με την ψήφο σας, επιλέξατε να διαβούμε».
Μερικές ώρες νωρίτερα, σε συνάντηση του Νετανιάχου με τον Μπεν-Γκβιρ, ο δεύτερος τον είχε απειλήσει με αποχώρηση από τον κυβερνητικό συνασπισμό εάν απέσυρε τον νόμο για το Ανώτατο Δικαστήριο. Δίχως, όμως, την υποστήριξη της Εβραϊκής Ισχύος, ο πρωθυπουργός θα έχανε την πλειοψηφία στη Βουλή. Για να κρατήσει, λοιπόν, δίπλα του τον Μπεν-Γκβιρ, υπέγραψε μια επιστολή για σύσταση «εθνικής φρουράς» υπό τη διοίκηση του υπουργείου Εθνικής Ασφάλειας – στην ουσία, δηλαδή, έναν ιδιωτικό στρατό για τον πιο ακραίο ισραηλινό πολιτικό, ο οποίος έχει καταδικαστεί για διασπορά μίσους κατά ισραηλινών πολιτών αραβικής καταγωγής, καθώς και για υποστήριξη εβραϊκών τρομοκρατικών οργανώσεων.
Οι οργανωτές του αντικυβερνητικού κινήματος διαμαρτυρίας φοβούνται ότι αυτό αποτελεί μέρος μια προσπάθειας της κυβέρνησης να μεταφέρει τη μάχη περί κατάλυσης του Συντάγματος στους δρόμους. Αλλωστε, τα πρώτα σημάδια έχουν ήδη φανεί: σε διάφορες περιοχές της χώρας υπήρξαν καταγγελίες για επιθέσεις κυβερνητικών εναντίον διαδηλωτών. Στον Βορρά της χώρας, κυβερνητικοί απέκλεισαν έναν αυτοκινητόδρομο και άρχισαν να ανακρίνουν τους οδηγούς των οχημάτων, ρωτώντας τους αν υποστήριζαν η όχι την κυβέρνηση.
Την Πέμπτη, μια ακροδεξιά διαδήλωση πραγματοποιήθηκε στο Τελ-Αβίβ. Ηταν λιγότερο μαζική και βίαιη από ό,τι αναμενόταν, ωστόσο οι νεαροί με τα μαύρα ρούχα παρήλασαν τραγουδώντας «το χωριό σου πρέπει να καεί» – ένα ρατσιστικό τραγούδι που χλευάζει τους φιλάθλους αραβικών ποδοσφαιρικών ομάδων. Μάλιστα, ορισμένοι από τους συμμετέχοντες το είχαν παραφράσει σε «το Ανώτατο Δικαστήριο πρέπει να καεί»
Τη Δευτέρα, τρεις υποστηρικτές της Ακροδεξιάς που είχαν κάνει ένα βίντεο στο οποίο υπόσχονταν να βιαιοπραγήσουν κατά αντικυβερνητικών διαδηλωτών συνελήφθησαν από τη Σιν Μπετ, τη Γενική Υπηρεσία Ασφαλείας, κινούμενοι με κατεύθυνση την Ιερουσαλήμ, ωστόσο πολλοί περισσότεροι από αυτούς κατάφεραν να φθάσουν μέχρι εκεί.
Ενας ρεπόρτερ του τηλεοπτικού σταθμού Channel 13 δέχθηκε επίθεση με αποτέλεσμα ρήξη σπλήνας και ένα σπασμένο πλευρό, ενώ ένας άραβας οδηγός που σταμάτησε για να βάλει βενζίνη στο αυτοκίνητό του κατάφερε την τελευταία στιγμή να αποφύγει το λιντσάρισμα.
Πολλοί από τους ακροδεξιούς διαδηλωτές σχετίζονται με τη La Familia, μια ρατσιστική και βίαιη οργάνωση που αρχικά είχε σχηματιστεί από οπαδούς της Μπεϊτάρ, ποδοσφαιρικής ομάδας της Α’ Κατηγορίας που συνδέεται ιστορικά με το Λικούντ του Νετανιάχου. Παρ’ όλο που η διοίκηση του συλλόγου της Ιερουσαλήμ αρνείται οποιαδήποτε επίσημη σχέση με το κόμμα, η Μπεϊτάρ παραμένει η μοναδική ομάδα της χώρας που δεν είχε ποτέ στις τάξεις της έστω και έναν άραβα παίκτη. Σε αυτό έχουν παίξει, εν μέρει, ρόλο εξτρεμιστικές ομάδες οπαδών τη, όπως η La Familia, η οποία το 2013 είχε πυρπολήσει τα κεντρικά γραφεία της ομάδας.
Η Μάγια Ζινστάιν, ισραηλινή ντοκιμαντερίστρια της οποίας η ταινία «La Familia, Forever Pure» είχε κερδίσει βραβείο Εμι το 2018, υποστηρίζει ότι τα τελευταία χρόνια η La Familia λετουργεί λιγότερο ως κλαμπ οπαδών και περισσότερο ως ομάδα πολιτικής πίεσης.
«Ξαφνικά, άρχισα να βλέπω μέλη της οργάνωσης τα οποία παλαιότερα έβλεπα στα γήπεδα, να συμμετέχουν σε ακροδεξιές εκδηλώσεις. Τότε ήταν που ο Μπεν-Γκβιρ συνδέθηκε μαζί της. Προηγουμένως δεν ήταν γνωστός ως οπαδός της Μπεϊράτ. Αλλά ξαφνικά άρχισε να παρακολουθεί παιχνίδια της».
Ο 46χρονος Μπεν-Γκβιρ ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα ως έφηβος καθοδηγητής του Kach, ενός ακροδεξιού κόμματος που το 1994 είχε απαγορευτεί από την ισραηλινή κυβέρνηση ως τρομοκρατική οργάνωση. Επί χρόνια τριγυρνούσε στους δρόμους της Ιερουσαλήμ και άλλων πόλεων μαζί με μια συμμορία αγοριών και νέων ανδρών, αναζητώντας πολιτικούς αντιπάλους και άραβες περαστικούς για να ξεσπάει πάνω τους τα βίαια ένστικτά του. Τα τελευταία χρόνια, τα μαυροφορεμένα μέλη της La Familia συγκαταλέγονταν στην πολυπληθή συμμορία του.
Οι εγκληματικές διασυνδέσεις, τόσο της La Familia όσο και της… ομόσταυλής της ακροδεξιάς οργάνωσης Lehava, με υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, τις έχουν έως σήμερα προστατεύσει. Επιφανείς πολιτικοί, όπως ο υπουργός Μεταφορών, ο Μίρι Ρέγκεφ του Λικούντ, δεν διστάζουν να φωτογραφίζονται με υπερηφάνεια μαζί με μέλη της La Familia.
«Τα περισσότερα μέλη των δύο οργανώσεων είναι ηλικίας 16-17 ετών» αναφέρει πολιτικός αξιωματούχος που έχει συναναστραφεί μαζί τους, «πίσω τους όμως βρίσκονται άνθρωποι με έντονη παράνομη δραστηριότητα, που χρησιμοποιούν τους νεαρούς για ιδίους σκοπούς, πολιτικούς ή εγκληματικούς».
Η κινηματογραφίστρια Μάγια Ζινστάιν σημειώνει: «Η επιρροή της La Familia στην Μπεϊτάρ έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια. Η διοίκηση της ομάδας συνειδητοποίησε πως περισσότερη περισσότερο κακό παρά καλό έκανε στη ομάδα – και όχι μόνο όταν έβαζε φωτιά στα γραφεία της. Με δυο λόγια, τα μέλη της κατέστρεφαν την καλή εικόνα της Μπεϊτάρ. Αν η Ακροδεξιά νομίζει πως η ομάδα θα της συμπαρασταθεί, κάνει τεράστιο λάθος. La Familia σημαίνει χάος στο όνομα του χάους».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News