Ο άνδρας που συνελήφθη οπλισμένος με βαλλίστρα στην κατοικία της βασίλισσας Ελισάβετ Β’ στο Κάστρο του Γουίνδσορ πέρυσι τα Χριστούγεννα, είχε πει κατά τη σύλληψή του πως «είμαι εδώ για να σκοτώσω τη βασίλισσα».
Αυτό αποκαλύφθηκε την Τετάρτη, στη διάρκεια ακροαματικής συνεδρίασης σε βρετανικό δικαστήριο.
Ο 20χρονος Τζάσουαντ Σινγκ Τσάιλ, στον οποίο έχουν απαγγελθεί κατηγορίες βάσει του βρετανικού Νόμου Περί Προδοσίας, σχεδίαζε την επίθεση και προσπαθούσε να αποκτήσει πρόσβαση στη βασιλική οικογένεια επί μήνες.
Οι εισαγγελείς είπαν πως ο Τσάιλ, που κατάγεται από το Σαουθάμπτον της νότιας Αγγλίας, τράβηξε ένα βίντεο προτού εισέλθει στο κτήμα, δυτικά του Λονδίνου, όπου διαμένει συνήθως η 96χρονη βασίλισσα, η οποία ήταν εκεί την ημέρα του συμβάντος.
«Λυπάμαι γι΄αυτό που έκανα και αυτό που θα κάνω. Θα προσπαθήσω να δολοφονήσω την Ελισάβετ, βασίλισσα της βασιλικής οικογένειας», είπε στο βίντεο, όπου φαίνεται να κρατάει μια βαλλίστρα και φοράει κάλυμμα προσώπου.
«Είναι εκδίκηση για εκείνους που πέθαναν στη σφαγή του 1919″, είπε ο Τσάιλ, αναφερόμενος σε ένα επεισόδιο όταν τα βρετανικά στρατεύματα πυροβόλησαν και σκότωσαν σχεδόν 400 Σιχ στην ιερή τους πόλη Αμριτσάρ στη βορειοδυτική Ινδία.
“Είναι επίσης εκδίκηση για εκείνους που σκοτώθηκαν, ταπεινώθηκαν και υπήρξαν θύματα διακρίσεων λόγω της φυλής τους», είπε.
Οι Ινδοί ζητούν εδώ και πολύ καιρό μια επίσημη συγγνώμη από τη Βρετανία για αυτό που είναι γνωστό ως σφαγή του Τζαλιανβάλα Μπαγκ του 1919 όταν βρετανικά στρατεύματα άνοιξαν πυρ εναντίον άοπλων πολιτών που είχαν συγκεντρωθεί για να διαμαρτυρηθούν για έναν αποικιοκρατικό νόμο.
Η βασίλισσα Ελισάβετ απόθεσε ένα στεφάνι στο σημείο της σφαγής στη διάρκεια μιας επίσκεψης στην Ινδία το 1997 και αναφέρθηκε σε αυτήν ως ένα «λυπηρό παράδειγμα δύσκολων επεισοδίων» στο παρελθόν.
Ο Τσάιλ, που εμφανίστηκε στη σημερινή ακροαματική συνεδρίαση του δικαστηρίου μέσω βιντεοσύνδεσης, μίλησε για λίγο επιβεβαιώνοντας το ονοματεπώνυμο και την ημερομηνία γέννησής του και ανέφερε ως διεύθυνση κατοικίας το ψυχιατρικό νοσοκομείο υψηλής ασφαλείας Μπρόουντμουρ.
Την ημέρα του συμβάντος η βασίλισσα βρισκόταν στο κάστρο με τον γιο της και διάδοχο του θρόνου πρίγκιπα Κάρολο και άλλα μέλη της βασιλικής οικογένειας.
Η εισαγγελία είπε πως ο Τσάιλ εισήλθε στο κτήμα στις 8.10 π.μ. και εντοπίστηκε από έναν φρουρό σε μια περιοχή όπου ο εισβολέας θα είχε πρόσβαση στα ιδιωτικά διαμερίσματα του κάστρου.
Ο αξιωματικός, που είπε πως ο Τσάιλ έμοιαζε σαν να ήταν «ήρωας κινηματογραφικής ταινίας ή ντυμένος για το Χάλοουγουιν» με κουκούλα και μάσκα, ρώτησε: «Μπορώ να σας βοηθήσω;».
Το δικαστήριο άκουσε πως ο Τσάιλ απάντησε: «Είμαι εδώ για να σκοτώσω τη βασίλισσα». Ο αξιωματικός έβγαλε το τέιζέρ του και φώναξε στον Τσάιλ να γονατίσει και να ρίξει κάτω τη βαλλίστρα. Ο Τσάιλ συμμορφώθηκε.
Η βαλλίστρα ήταν ένα «Supersonic X-bow», που μπορεί να προκαλέσει σοβαρά ή μοιραία τραύματα, ανέφερε η εισαγγελία.
Από τις έρευνες στο σπίτι του Τσάιλ εντοπίστηκαν μια αντιασφυξιογόνα μάσκα, σχοινί και ηλεκτρονικές συσκευές που έδειξαν ότι είχε απευθυνθεί στο υπουργείο Αμυνας και στη φρουρά των γρεναδιέρων στην προσπάθειά του να αποκτήσει επαφή με τη βασιλική οικογένεια.
Σε βάρος του Τσάιλ έχουν απαγγελθεί κατηγορίες για απειλές για φόνο, κατοχή επιθετικού όπλου και αδίκημα βάσει του εδαφίου 2 του Νόμου Περί Προδοσίας του 1842, που περιγράφει λεπτομερώς την τιμωρία για κάποιον που έχει όπλο «με πρόθεση να τραυματίσει ή να τρομάξει την Αυτής Μεγαλειότητα».
Στη διάρκεια ακροαματικής συνεδρίασης του δικαστηρίου του Γουεστμίνστερ στο Λονδίνο, ο Τσάιλ, που κατάγεται από το Σαουθάμπτον της νότιας Αγγλίας, είπε πως ήθελε «να εκδικηθεί το κατεστημένο».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News