Ενα πράγμα που δεν κατάφερε ποτέ να καταλάβει η προοδευτική γενιά της «ακυρωτικής κουλτούρας» στην Αμερική, είναι ο διαχωρισμός ανάμεσα στην καλλιτεχνική αξία και τη συχνά απωθητική προσωπικότητα πολλών ανθρώπων της τέχνης. Κλασικό παράδειγμα, η περίπτωση του μακαρίτη Μάικλ Τζάκσον – το γεγονός ότι η σεξουαλική του ζωή μπορεί να άγγιζε την παιδεραστία, δεν μπορεί να ακυρώσει την τεράστια προσφορά του στη σύγχρονη μουσική.
Η περίπτωση του Γούντι Αλεν είναι αρκετά διαφορετική. Μετά τον γάμο του με τη θετή του κόρη, Σουν-Γι Πρέβιν, όταν εκείνη ήταν 27 ετών και τις καταγγελίες εναντίον του από μια άλλη θετή κόρη του, την Ντίλαν Φάροου, οι αμερικανοί ιεροεξεταστές της πολιτικής ορθότητας επιχείρησαν να ακυρώσουν την καλλιτεχνική του προσφορά και το μεγάφωνο του #MeToo τους βοήθησε: πολλοί ηθοποιοί τον αποκήρυξαν, άλλοι απλώς σιώπησαν, ελάχιστοι τον στήριξαν δημοσίως.
Κι, όμως, υπάρχουν δύο σημαντικές διαφορές σε σχέση με τον Τζάκσον: ο Αλεν είναι ζωντανός και αρνείται πλήρως τις «κατηγορίες», και καμία δικαστική έρευνα δεν διαπίστωσε κάτι εναντίον του.
Στην επιστροφή του, λοιπόν, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας, ο βετεράνος αμερικανός σκηνοθέτης πήρε μια συμβολική μίνι εκδίκηση από τους ακυρωτές του, μέσω της αποθέωσης που γνώρισε στην πρες κόνφερανς για τη νέα ταινία του (υπ’ αριθμόν 50 της καριέρας του, και πρώτη γαλλόφωνη), μια κομεντί με στοιχεία σασπένς, και τίτλο «Coup De Chance».
Ο 87χρονος σκηνοθέτης δέχθηκε ένα θερμό όρθιο χειροκρότημα εισερχόμενος στην αίθουσα συνεντεύξεων της Μόστρα. Ενας δημοσιογράφος περιέγραψε το περιστατικό ως την πιο ενθουσιώδη υποδοχή που έγινε για οποιονδήποτε σκηνοθέτη στο φεστιβάλ, ανέφερε ρεπορτάζ των Times του Λονδίνου. Ερωτηθείς σε συνέντευξή του στο περιοδικό Variety αν ένιωθε «ακυρωμένος», ο Αλεν άφησε να εννοηθεί ότι αυτό θα μπορούσε να είναι και τίτλος τιμής.
«Αισθάνομαι ότι αν χρειάζεται να ακυρωθείς, αυτή είναι η κουλτούρα που πρέπει να σε ακυρώσει», είπε. «Το βρίσκω τόσο ανόητο – δεν το σκέφτομαι. Δεν ξέρω τι σημαίνει ακύρωση. Ξέρω ότι όλα αυτά τα χρόνια ήταν τα ίδια για μένα. Εγώ απλά γυρίζω τις ταινίες μου», σημείωσε, προσθέτοντας ότι το «Coup De Chance» ίσως είναι η τελευταία ταινία του.
Η κόρη του Αλεν, Ντίλαν Φάροου, τον έχει κατηγορήσει ότι την κακοποίησε σεξουαλικά ως παιδί, μεταφέροντας την ιστορία πιο πρόσφατα στη σειρά ντοκιμαντέρ του 2021, «Allen v Farrow». Ο δημιουργός υποστηρίζει ότι οι καταγγελίες της ήταν καθοδηγούμενες από τη μητέρα της και πρώην σύντροφό του, Μία Φάροου, η οποία εξαγριώθηκε όταν ανακάλυψε ότι είχε σχέση με τη μεγαλύτερη υιοθετημένη κόρη τους, Σουν-Γι Πρέβιν, όταν εκείνη ήταν 21 ετών.
«Η υπόθεση έχει διερευνηθεί από δύο μεγάλα ανακριτικά όργανα – και τα δύο, μετά από μακρές, λεπτομερείς έρευνες, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αυτές οι κατηγορίες δεν είχαν καμία βάση», υπενθύμισε ο Αλεν στο Variety. Συμπλήρωσε ότι δεν είχε πλέον καμία επαφή με την Ντίλαν, ή τον μικρότερο αδερφό της, Ρόναν, ερευνητή δημοσιογράφο που δημοσίευσε ένα άρθρο το 2016, χαρακτηρίζοντας τους ισχυρισμούς της αδερφής του αξιόπιστους.
Ο Μόουζες Φάροου, ο μεγαλύτερος αδερφός της οικογένειας, έχει ταχθεί στο πλευρό του πατέρα του, υποστηρίζοντας ότι η μητέρα τους έκανε «πλύση εγκεφάλου» στα παιδιά. «Είμαι πάντα πρόθυμος να τους δω, αλλά όχι, όχι», απάντησε ο σκηνοθέτης στο περιοδικό, όταν ρωτήθηκε αν έχει συναντήσει τη Ντίλαν ή τον Ρόναν πρόσφατα.
Λέει ότι το γεγονός πως ο ισχυρισμός «παραμένει εκκρεμής, με κάνει να σκέφτομαι ότι ίσως αρέσει στους ανθρώπους η ιδέα ότι παραμένει. Ξέρετε, ίσως αυτό είναι κάτι ελκυστικό για τους ανθρώπους. Αλλά γιατί; Γιατί; Δεν ξέρω τι άλλο μπορεί να γίνει πέραν της διερεύνησης του θέματος, η οποία έγινε, πολύ σχολαστικά».
Κάποιες από τις αντιδράσεις που αντιμετωπίζει ο Αλεν στην πατρίδα του σχετίζονται με αυτό που ένας κριτικός αποκάλεσε «μια μανία καταδίωξης εφήβων κοριτσιών» όταν ήταν στα σαράντα του, καθώς και τη γενική αμηχανία για τον γάμο του με τον Πρέβιν – εκείνη ήταν 27 και εκείνος 62 όταν παντρεύτηκαν, κατά σύμπτωση στη Βενετία, το 1997.
Η Μάριελ Χέμινγουεϊ, εγγονή του θρυλικού συγγραφέα Ερνεστ, ηθοποιός, και έφηβη πρωταγωνίστρια της ταινίας «Μανχάταν» που σκηνοθέτησε ο Αλεν, με θέμα έναν μεσήλικα που ερωτεύεται μια μαθήτρια, είπε ότι ο σκηνοθέτης της έκανε ανήθικη πρόταση όταν ήταν 17 ετών, και ζήτησε να την πάει στο Παρίσι. «Του είπα: “Δε θα πάω στο Παρίσι μαζί σου, γιατί δεν νομίζω ότι θα έχω το δικό μου δωμάτιο”», αποκάλυψε στην ενημερωτική ιστοσελίδα The Daily Beast το 2020.
Η Κριστίνα Ενγκελχαρντ, η οποία συνάντησε τον Αλεν στο διάσημο εστιατόριο «Elaine’s» της Νέας Υόρκης όταν ήταν 16 ετών, είπε στο ίδιο δημοσίευμα ότι είχε μια επταετή σχέση με τον σκηνοθέτη, που ξεκίνησε πριν εκείνη κλείσει τα 17, την ηλικία συναίνεσης στην πολιτεία. Η Ενγκελχαρντ δήλωσε ότι δεν είχε μετανιώσει για τη σχέση.
«Είναι λες και περιμένουν τώρα να τον καταστρέψω», παραπονέθηκε. Παρακολουθώντας το «Μανχάταν», ταινία που προφανώς ήταν εν μέρει εμπνευσμένη από τη σχέση τους, «μου θύμισε γιατί τον έβρισκα τόσο ενδιαφέροντα», εξήγησε. «Η εξυπνάδα του είναι μαγνητική. Αυτός ήταν ο λόγος που μου άρεσε, και γιατί είμαι ακόμα εντυπωσιασμένη μαζί του ως καλλιτέχνη». Ωστόσο, είπε ότι ένιωθε επίσης, εκ των υστέρων, ότι η δυναμική εξουσίας μεταξύ τους ήταν βαθιά άνιση.
Στη Βενετία ο Αλεν ισχυρίστηκε ότι θα έπρεπε να θεωρείται από το κοινό πρωταθλητής του κινήματος «MeToo». «Εχω γυρίσει 50 ταινίες. Πάντα είχα πολύ καλούς ρόλους για γυναίκες, πάντα είχα γυναίκες στο συνεργείο, πάντα τις πλήρωνα το ίδιο ακριβώς ποσό που πληρώναμε τους άνδρες, δούλευα με εκατοντάδες γυναίκες ηθοποιούς και ποτέ, μα ποτέ δεν είχα ούτε ένα παράπονο από καμία από αυτές», είπε στο Variety.
Παρόλα αυτά, αναγνώρισε τις προκλήσεις που παρουσιάζει η εύρεση χρηματοδότησης για μια νέα ταινία του. «Μερικές φορές, λαμβάνω ένα τηλεφώνημα από κάποιον σε διαφορετική χώρα, που λέει ότι θα χρηματοδοτήσουμε την ταινία σου αν την γυρίσεις στα ισλανδικά, ή σε κάποια άλλη γλώσσα», είπε. «Αν έχω μια ιδέα που είναι καλή, τότε μπορεί να το σκεφτώ».
Οταν του ζητήθηκε να σκεφτεί την προοπτική του θανάτου, μίλησε για αυτήν με τον ίδιο τρόπο που αντιμετώπισε άλλες διαμάχες στη ζωή του. Το καλύτερο είναι να τον αγνοήσω, πρότεινε. «Δεν νομίζω ότι μπορείς να κάνεις κάτι για αυτό», είπε γελώντας. «Το μόνο που μπορείς να κάνεις, είναι να μην το σκέφτεσαι πολύ γιατί πραγματικά δεν υπάρχει διέξοδος».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News