Μόλις τέσσερις ημέρες πέρασαν από τη συνάντηση εκπροσώπων του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας στο Πεκίνο, στις 6 Μαρτίου, για να ανακοινώσουν το Ριάντ και η Τεχεράνη την απόφαση να εξομαλύνουν τις σχέσεις τους. Αυτή η ειρηνευτική μεσολάβηση είναι μια στρατηγική νίκη της Κίνας και μπορεί να γίνει η βάση για μια νέα γεωπολιτική πραγματικότητα στη Μέση Ανατολή, εις βάρος των αμερικανικών συμφερόντων, σύμφωνα με την ανάλυση της Μαρία Φαντάπι και του Βάλι Νασρ στο περιοδικό Foreign Affairs. Μέσω αυτής της κίνησης του Πεκίνου, το χάσμα μεταξύ των δύο χωρών της Μέσης Ανατολής μπορεί να αντικατασταθεί από έναν πολύπλοκο ιστό σχέσεων, ενώ η όλη περιοχή εντάσσεται στις διεθνείς σινικές φιλοδοξίες.
Δεν θα έπρεπε να έχουν γίνει έτσι τα πράγματα, σύμφωνα με τους δύο αναλυτές. Οι ΗΠΑ είχαν αρχίσει να ενθαρρύνουν και να δρομολογούν συζητήσεις μεταξύ της Σαουδικής Αραβίας και του Ιράν από το 2021, σε μια προσπάθεια κατευνασμού των πνευμάτων μεταξύ των αντιπάλων του Κόλπου, προώθησης του διαλόγου για τα πυρηνικά και τερματισμό της σύγκρουσης στην Υεμένη.
Η κυβέρνηση της Σαουδικής Αραβίας, όμως, επέλεξε εν τέλει να στραφεί στο Πεκίνο, θεωρώντας τον Σι Τζινπίνγκ καλύτερο μεσολαβητή με την Τεχεράνη. Η εμπλοκή της Κίνας –πίστευαν οι Σαουδάραβες– ήταν η πιο σίγουρη εγγύηση ότι μια συμφωνία με το Ιράν θα διαρκέσει, καθώς η Τεχεράνη είναι απίθανο να παραβιάσει μια τέτοια συμφωνία διακινδυνεύοντας τις σχέσεις της με το Πεκίνο. Ο κινέζος πρόεδρος συζήτησε το θέμα με τον σαουδάραβα πρίγκιπα διάδοχο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν όταν επισκέφθηκε το Ριάντ, τον Δεκέμβριο του 2022, και τρεις μήνες αργότερα ο Σι Τζινπίνγκ συναντήθηκε με τον ιρανό πρόεδρο Ιμπραΐμ Ραΐσι στο Πεκίνο.
Ακολούθησαν έντονες συζητήσεις μεταξύ Ιράν και Σαουδικής Αραβίας, κατά τις οποίες οι δυο πλευρές συμφώνησαν να προχωρήσουν σε εξομάλυνση των σχέσεων. Και για τις δύο χώρες, όμως, η προσωπική παρέμβαση του κινέζου προέδρου ήταν κρίσιμη. Αμφότερες διατηρούν μακροχρόνιους πολιτικούς και οικονομικούς δεσμούς με το Πεκίνο, ως εκ τούτου ο Σι ήταν σε θέση να λειτουργήσει ως έμπιστος ενδιάμεσος.
Οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών είχαν διακοπεί το 2016, όταν ένας όχλος πυρπόλησε την πρεσβεία της Σαουδικής Αραβίας στην Τεχεράνη. Εάν η συμφωνία εφαρμοστεί πλήρως, η Τεχεράνη και το Ριάντ θα ανοίξουν ξανά τις πρεσβείες τους και η κυβέρνηση της Σαουδικής Αραβίας θα σταματήσει την υποστήριξή της στο τηλεοπτικό κανάλι Iran International, το οποίο, σύμφωνα με την ιρανική κυβέρνηση, θεωρείται υπεύθυνο για την κοινωνική αναταραχή στην Τεχεράνη.
Και οι δύο χώρες θα τηρήσουν την εκεχειρία του Απριλίου 2022 στην Υεμένη και θα ξεκινήσουν τις εργασίες για μια επίσημη ειρηνευτική συμφωνία για τον τερματισμό του εμφυλίου πολέμου στη χώρα. Στο πλαίσιο αυτό, το Ιράν θα πάψει να προμηθεύει όπλα στους σιίτες αντάρτες Χούτι στην Υεμένη, και θα τους πείσει να σταματήσουν τις πυραυλικές επιθέσεις στη Σαουδική Αραβία. Επιπλέον, η συμφωνία απαιτεί και για το Ιράν και τους άραβες εταίρους του να ξεκινήσουν συζητήσεις για την οικοδόμηση ενός νέου περιφερειακού πλαισίου ασφάλειας. Ολα αυτά τα βήματα θα γίνουν ύπο την επίβλεψη της Κίνας.
Απεγκλωβισμός
Η συμφωνία Ιράν-Σαουδικής Αραβίας απεγκλωβίζει το Ιράν από το να αντιμετωπίζει μόνο του μια αραβοϊσραηλινή συμμαχία που θα λειτουργούσε περιοριστικά προς την Τεχεράνη, βγάζοντας κατά κάποιον τρόπο το φίδι από την τρύπα για χάρη των Αμερικανών. Η νέα συμφωνία μπορεί πλέον να φέρει το Ιράν πιο κοντά στους Αραβες, ώστε να σταθεροποιήσει σταδιακά τις διακρατικές σχέσεις του στην περιοχή.
Υπογραμμίζοντας αυτή την υπόσχεση, ο σαουδάραβας υπουργός Οικονομικών Μοχάμεντ αλ Τζαντάν έχει δεσμευθεί ότι, αν όλα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο, η Σαουδική Αραβία είναι έτοιμη να επενδύσει στην ιρανική οικονομία. Ο Ιμπραΐμ Ραΐσι έχει ήδη αποδεχτεί μια πρόσκληση να επισκεφθεί το Ριάντ σε απροσδιόριστη ημερομηνία, σε μια περαιτέρω ένδειξη της πρόθεσης των δύο πλευρών να ενισχύσουν τους δεσμούς τους. Οι συνέπειες μιας τέτοιας ταχέως αναπτυσσόμενης σχέσης στην ευρύτερη περιοχή μπορεί να αποδειχτούν βαθιές.
Το 2015, προτεραιότητα του Ιράν ήταν η βελτίωση των σχέσεων με τις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Η Τεχεράνη θεωρούσε τότε τις διαπραγματεύσεις με τους γείτονές της δευτερεύουσες. Αποτέλεσμα, το Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης (JCPOA), η συμφωνία με τις ΗΠΑ και το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, με αντάλλαγμα την ελάφρυνση των κυρώσεων. Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν το 2018, όταν ο Ντόναλντ Τραμπ απέσυρε την αμερικανική υποστήριξη για το JCPOA.
Η Σαουδική Αραβία και άλλες χώρες του Κόλπου ήρθαν πλησιέστερα στο Ισραήλ. Το Ιράν, με τη σειρά του, έδωσε έμφαση στη βελτίωση των σχέσεων με τους γείτονές του και η Τεχεράνη αποκατέστησε πλήρεις διπλωματικούς δεσμούς με το Κουβέιτ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα μέσα στο 2022. Αλλά η συμφωνία του Πεκίνου με τους Σαουδάραβες είναι το μεγαλύτερο έπαθλο που επεδίωξε το Ιράν, καθώς αποτελεί πραγματικό άνοιγμα στον αραβικό κόσμο – άνοιγμα θα μπορούσε σύντομα να επεκταθεί στο Μπαχρέιν και την Αίγυπτο.
Ο ολοένα καταλυτικότερος ρόλος της Κίνας στη Μέση Ανατολή χαιρετίζεται από την Τεχεράνη, καθώς έχει επιφέρει μια συνολική αποδυνάμωση της επιρροής των ΗΠΑ στην περιοχή και υπονόμευση του καθεστώτος κυρώσεων του οποιού ηγούνται οι ΗΠΑ και έχει ακρωτηριάσει την ιρανική οικονομία. Είναι, άλλωστε, σαφές ότι η Τεχεράνη δεν θα μπορούσε να ανεχθεί μια υποστηριζόμενη από τις ΗΠΑ αραβο-ισραηλινή στρατιωτική συμμαχία εναντίον της.
Για τη Σαουδική Αραβία, από την άλλη, η συμφωνία υπό τη μεσολάβηση και την ηγεσία του Πεκίνου αποτελεί μια πιο τολμηρή στρατηγική αλλαγή, τη στιγμή που οι σχέσεις της με τις ΗΠΑ βρίσκονται σε ιστορικό χαμηλό. Το Ριάντ πιστεύει ότι οι ΗΠΑ –ο πάλαι ποτέ σταθερός σύμμαχός του– επικεντρώνονται σε άλλες προτεραιότητες και δεν πιστεύει ότι η Ουάσινγκτον έχει ένα σαφές σχέδιο για την περιφερειακή ασφάλεια μετά την εμπλοκή των πυρηνικών συνομιλιών με το Ιράν.
Οι ηγέτες της Σαουδικής Αραβίας είναι επίσης δυσαρεστημένοι με την τρέχουσα αμερικανική ηγεσία, καθώς ο πρόεδρος Μπάιντεν άργησε να εξομαλύνει τις σχέσεις των δύο χωρών, εμμένοντας στην προεκλογική του δέσμευση να αντιμετωπίσει το καθεστώς της Σαουδικής Αραβίας ως «παρία» μετά τη δολοφονία του δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι το 2018.
Φιλόδοξος στόχος
Η Σαουδική Αραβία έχει θέσει έναν φιλόδοξο στόχο: να γίνει μια προηγμένη βιομηχανική οικονομία, καθώς και πολιτιστικός και τουριστικός κόμβος, έως το 2030. Για να τα καταφέρει θα πρέπει να δημιουργήσει ένα ευρύ δίκτυο εταίρων: στρατιωτική υποστήριξη από τις ΗΠΑ, ασφάλεια και τεχνολογία από το Ισραήλ, εμπόριο με την Ευρώπη και την Κίνα και, φυσικά, εσωτερική σταθερότητα. Αυτή η στρατηγική συγκρούεται με τις θέσεις της Ουάσινγκτον για την περιφερειακή ασφάλεια, η οποία ευνοεί την απομόνωση του Ιράν και δεν αποκλείει τον πόλεμο.
Εδώ κρύβεται κάτι που άργησε να συνειδητοποίησει η Ουάσινγκτον: η Σαουδική Αραβία δεν βλέπει τον εαυτό της ως υποτελή των ΗΠΑ, αλλά ως μια περιφερειακή δύναμη ικανή να διαδραματίσει ανεξάρτητο ρόλο στην παγκόσμια πολιτική. Το Ριάντ πιστεύει ότι το παλιό υπόδειγμα των ΗΠΑ –ασφάλεια σε αντάλλαγμα για τις χαμηλές τιμές του πετρελαίου– δεν λειτουργεί πλέον.
Το όραμα της Σαουδικής Αραβίας για στρατηγική αυτονομία δεν είναι απλώς μια αντίδραση στη μείωση της εμπλοκής των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, αλλά μια δήλωση των φιλοδοξιών του. Το Ριάντ θέλει στενούς και ανεξάρτητους δεσμούς με τις ΗΠΑ, καθώς και με τη Ρωσία και την Κίνα. Θεωρεί επίσης ότι παίζει κρίσιμο ρόλο στην περιοχή, εξισορροπώντας την Αίγυπτο, το Ιράν, το Ισραήλ και την Τουρκία, για να προστατεύσει τη δική του ασφάλεια και να ασκήσει περιφερειακή επιρροή.
Για να διατηρήσει αυτή την πολυπόθητη θέση, η Σαουδική Αραβία πρέπει να καλλιεργήσει τις σχέσεις με όλους τους γείτονές της. Μέσα στο 2022 το Ριάντ αποκατέστησε τους δεσμούς με την Τουρκία. Τώρα κάνει το ίδιο με το Ιράν. Μετά σειρά έχει το Ισραήλ. Η συμφωνία του Πεκίνου επιβεβαιώνει την άποψη της Σαουδικής Αραβίας για το καθεστώς της στη Μέση Ανατολή και καταδεικνύει τη στρατηγική αυτονομία του.
Αυτό που παραμένει πιο ανησυχητικό, όμως, στη συμφωνία είναι η εμπλοκή της Κίνας. Μέχρι πρότινος, το Πεκίνο απέφευγε την εμπλοκή του στη Μέση Ανατολή. Ομως, τα αυξανόμενα οικονομικά συμφέροντά του εκεί κατέστησαν αναγκαία την ανάληψη διπλωματικού ρόλου. Η περιοχή είναι σημαντική για τη στρατηγική «Belt & Road Initiative» της Κίνας, που επεκτείνει σταθερά το οικονομικό της αποτύπωμα στο Ιράν και ενδιαφέρεται να υποστηρίξει το σχέδιο της Μόσχας να αναπτύξει έναν διαμετακομιστικό διάδρομο μέσω του Ιράν, που θα επέτρεπε στο ρωσικό εμπόριο να φτάσει στις παγκόσμιες αγορές χωρίς τη χρήση της Διώρυγας του Σουέζ.
Η ανάπτυξη αυτού του διαδρόμου θα επέτρεπε επίσης στην Κίνα να παρακάμψει το στενό της Μαλάκα και την τρομερή αρμάδα που αναπτύσσουν εκεί οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους. Για να προωθήσει αυτές τις στρατηγικές προτεραιότητες, το Πεκίνο ετοιμάζεται τώρα να αμφισβητήσει την επιρροή της Ουάσινγκτον στη Μέση Ανατολή.
Ξεπερασμένη προσέγγιση
Το δύσκολο μάθημα για τη Ουάσινγκτον είναι ότι δεν μπορεί πλέον απλώς να απαιτεί από τους άραβες συμμάχους της να κόψουν τους δεσμούς τους με την Κίνα και να ενωθούν πίσω από την ηγεσία των ΗΠΑ για να πολεμήσουν το Ιράν. Αυτή η προσέγγιση είναι ξεπερασμένη και δεν συμβαδίζει με τις τρέχουσες ανάγκες των συμμάχων της. Οπως είπε ένας Σαουδάραβας αξιωματούχος, «οι ΗΠΑ δεν καταλαβαίνουν ότι δεν μπορούμε να είμαστε σύμμαχοι σε βάρος των συμφερόντων μας». Οι Σαουδάραβες δεν βλέπουν τα συμφέροντά τους να εξυπηρετούνται ούτε από τον πόλεμο με το Ιράν ούτε από την αντιπαράθεση με την Κίνα.
Αυτό που συνέβη στο Πεκίνο δεν μειώνει σε καμία περίπτωση την απειλή που συνιστά η πυρηνική και περιφερειακή πολιτική του Ιράν. Ωστόσο, βραχυπρόθεσμα η Ουάσιγκτον θα πρέπει να χαιρετίσει τη μείωση της έντασης στη Μέση Ανατολή, που επιτρέπει στις ΗΠΑ να επικεντρωθούν σε άλλες προτεραιότητες.
Η Ουάσιγκτον πρέπει επίσης να διαμορφώσει πολιτικές ευθυγραμμιζόμενες στον τρόπο με τον οποίο οι χώρες της περιοχής αντιλαμβάνονται τα δικά τους συμφέροντα. Διαφορετικά, θα συνεχίσει να χάνει την επιρροή της προς όφελος της Κίνας και της Ρωσίας. Οποιαδήποτε επανεκτίμηση της περιφερειακής τους στρατηγικής από τις ΗΠΑ πρέπει να ξεκινά με την κατανόηση των πιέσεων και των ευκαιριών που έφεραν την ηγεσία του Ριάντ στο κατώφλι του Πεκίνου, καταλήγουν οι αρθρογράφοι.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News