Μπορεί να μην το θυμόμαστε κάθε φορά που ερχόμαστε σε επαφή με τον όρο «αρχαίος πολιτισμός», όμως οι συνυποδηλώσεις, οι εικόνες και οι ιδέες που συνδέουμε με αυτόν δεν είναι αυθύπαρκες ούτε και στέρεες.
Αυτά που γνωρίζουμε ως πολίτες σχετικά με την αρχαιότητα είναι, σε έναν βαθμό, προϊόντα του που καθρεφτίστηκαν σε κοινωνίες-γέφυρες ανάμεσα στην αρχαιότητα και τη συγχρονία: καθεμία από αυτές έσωσε και αναμετάδωσε ό,τι πολυτιμότερο βρήκε στη φιλοσοφία και στα έργα τέχνης της αρχαιότητας.
Η έννοια του πολύτιμου, όμως, όπως και οι αξίες μιας κοινωνίας, μεταβάλλονται σταδιακά μέσα στον χρόνο, με αποτέλεσμα αυτό το όλο και πιο μακρινό «αρχαίο» να είναι διαφορετικό για τον βυζαντινό, τον αναγεννησιακό, τον διαφωτιστή, τον άνθρωπο του σήμερα.
Ολοι αυτοί όμως, κοιτώντας την αρχαιότητα βλέπουν λίγο από τον δικό τους εαυτό. Οι αρχαίοι αναμετρήθηκαν με τις δυσκολίες της ζωής που, ανεξάρτητα από το πόσο διαφέρει από τη δική μας, είναι γεμάτη χαρές και λύπες τις οποίες εκείνοι οι άνθρωποι, όπως και οι άνθρωποι κάθε πολιτισμού, εξέφρασαν δίνοντάς τους μορφή: με λέξεις, με μάρμαρο ή με όποιο υλικό είχαν διαθέσιμο.
Το δίπολο αυτής της ταυτόχρονης εγγύτητας και της απόστασης με την αρχαιότητα διερευνά η έκθεση «Η στιγμή και η αιωνιότητα. Ανάμεσα σε εμάς και τους αρχαίους» («L’istante e l’eternità. Tra noi a gli antichi»), που την Πέμπτη 4 Μαΐου ανοίγει τις πόρτες της στο κοινό της Ρώμης.
Τα 300 εκθέματά της –ελληνικά, ρωμαϊκά, ετρουσκικά και ιταλικά, μεσαιωνικά, νεώτερα και σύγχρονα– δεν δομούνται χρονικά στις αίθουσες, αλλά δημιουργούν απροσδόκητες και θεαματικές συνδέσεις, με σκοπό να καταδείξουν αυτή την πολύπλοκη και σύνθετη σχέση των σύγχρονων με τους αρχαίους.
Οι Θέρμες του Διοκλητιανού, ο χώρος που τη φιλοξενεί, ανοίγει στο κοινό για πρώτη φορά εδώ και 112 χρόνια, καθώς έκτοτε χρησιμοποιούνταν ως αποθήκη. Aποτελεί τον ιστορικό χώρο όπου φιλοξενήθηκε, όπως σημειώνει το Εθνικό Ρωμαϊκό Μουσείο, «η Αρχαιολογική Εκθεση το 1911, στο πλαίσιο των εορτασμών για την πρώτη πεντηκοστή επέτειο της ενοποίησης της Ιταλίας και ο οποίος διατηρεί ακόμη μέρος της ιστορικής διαρρύθμισης της δεκαετίας του 1950».
Η έκθεση πραγματοποιείται σε συνεργασία της Ιταλίας με το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού και αποτελεί την τρίτη συνεργασία του Μάσιμο Οσάνα, επικεφαλής όλων των αρχαιολογικών μουσείων της Ιταλίας, και του Δημήτρη Αθανασούλη, του εφόρου αρχαιοτήτων Κυκλάδων, από όπου προέρχονται και 49 από τα ελληνικά εκθέματα.
Η ελληνική πλευρά έχει δώσει, μεταξύ πολλών εκθεμάτων, το περίφημο ψηφιδωτό του Διονύσου από τη Δήλο και τη «Χιώτισσα» Κόρη από το Μουσείο Ακρόπολης, καθώς και μοναδικά εκθέματα που εκτίθενται για πρώτη φορά σε διεθνές κοινό.
Από αυτά, τις εντυπώσεις κλέβουν δύο πρωτοεμφανιζόμενα αστέρια: η Γοργώ από την Πάρο, ένα άγαλμα του 6ου π.Χ. αι., που βρίσκεται κανονικά στο αρχαιολογικό μουσείο της Πάρου, και φυσικά, η Κόρη από την αρχαία Θήρα, ένα άγαλμα του 7ου π.Χ. αι., ύψους 2,48 μέτρων, που κόβει την ανάσα.
Το γλυπτό, από το οποίο λείπουν μόνο η άκρη της μύτης και ο βραχίονας του λυγισμένου δεξιού χεριού, αποτελεί ένα από τα λιγοστά έργα της μεγάλης, σε λίθο, περίοπτης πρώιμης ελληνικής πλαστικής που διασώθηκαν μέχρι τις ημέρες μας, η οποία εκφράζεται με τους αγαλματικούς τύπους του κούρου και της κόρης, τις αρχετυπικές αυτές εκφράσεις του κάλλους της εποχής.
Το άγαλμα παρέμενε σε αποθήκη μετά την ανακάλυψή του από τον αρχαιολόγο Χαράλαμπο Σιγάλα, τον Νοέμβριο του 2000, μέχρι και πέρυσι, που εκτέθηκε στο κοινό της Σαντορίνης για πρώτη φορά.
Η έκθεση, που θα διαρκέσει έως τις 30 Ιουλίου, ενδέχεται να ταξιδέψει αργότερα και στην Αθήνα, μια επιθυμία που εξέφρασε και στον χαιρετισμό της η ελληνίδα υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη: «Εύχομαι ειλικρινά όλα αυτά τα πολύτιμα εκθέματα να μεταφερθούν και να εκτεθούν και στην Ελλάδα, προκειμένου να τα απολαύσουν και οι κάτοικοι και επισκέπτες της άλλης αρχαίας πόλης, της Αθήνας».
Μια «περιήγηση» στην έκθεση
Η πρώτη αίθουσα της έκθεσης ανοίγει με ένα έκθεμα που εκφράζει με τον πιο σαφή τρόπο αυτή τη διπλή σχέση: το εκμαγείο δύο ανώνυμων θυμάτων της έκρηξης του Βεζούβιου που έδωσε πίσω η αρχαιολογία, ως αιώνια ακινητοποιημένα στη στιγμή του θανάτου. Γύρω τους υπάρχουν διάφορες λαϊκές και καλλιεργημένες μορφές σύγχρονης επανερμηνείας του αρχαίου.
Η δεύτερη αίθουσα διερευνά τις μορφές μετάδοσης και παράδοσης της αρχαιότητας μέσω της τέχνης και της λογοτεχνίας: Πώς οι μεγάλοι μυθικοί κύκλοι –οι ομηρικοί κύκλοι της Ιλιάδας και της Οδύσσειας–, που παραδόθηκαν με διάφορες μορφές από την αρχαιότητα, παρέμειναν ζωντανοί στη σύγχρονη λαϊκή φαντασία, και πώς, αντίθετα, άλλες μυθικές παραδόσεις έπεσαν στη λήθη, ενώ στη συνέχεια ανακτήθηκαν χάρη στη φιλολογική επανεύρεση της αρχαίας λογοτεχνίας.
Στην τρίτη αίθουσα, από τον μύθο περνάμε στις αρχαίες αναπαραστάσεις του χώρου και του χρόνου, οι οποίες παίρνουν μορφές θεοτήτων, προσωποποιήσεων και αφηρημένων οντοτήτων, που γέννησαν τις χωρικές και χρονικές μας κατηγορίες. Ετσι ολοκληρώνεται ένα αρχικό ταξίδι προς την αιωνιότητα –το Αιώνιο– και την αμετάβλητη τάξη του κόσμου.
Στο δεύτερο μέρος της ξενάγησης παρουσιάζεται η σχέση ταύτισης που, παρά τη χρονική απόσταση που μας χωρίζει από τους αρχαίους, τους καθιστά οικείους. Στην αίθουσα παρουσιάζονται, μέσα από θεαματικές πρόσφατες ανακαλύψεις, σημαντικές στιγμές της κοινωνικής ζωής.
Η αρχαιότητα κληροδότησε μια ανεξάντλητη ποικιλία τρόπων αναπαράστασης του ατόμου, από νεολιθικά αγάλματα έως εκλεπτυσμένες κλασικές και ελληνιστικές συνθέσεις. Μια σημαντική επιλογή αυτών των απεικονίσεων εκτίθεται στην επόμενη αίθουσα. Ειδικότερα, ξεχωρίζουν το κολοσσικό αρχαϊκό άγαλμα της Κόρης της Θήρας, ένα από τα παλαιότερα μεγάλης ελληνικής γλυπτικής, που εκτίθεται για πρώτη φορά εκτός της Σαντορίνης, το χάλκινο άγαλμα του ρήτορα και ένας από τους γίγαντες της Σαρδηνίας από το Mont’e Prama.
Γύρω από αυτές τις θεοποιημένες ανθρώπινες μορφές παρακολουθεί κανείς τη μακρά πορεία που οδηγεί τον νεκρό στη μετά θάνατον ζωή, τόσο μέσα από απεικονίσεις του τελετουργικού της κηδείας όσο και μέσα από πεποιθήσεις για τη μετά θάνατον ζωή που μας κληροδότησε η αρχαιότητα.
Τον επισκέπτη σε αυτό το μονοπάτι ανακάλυψης και αντιπαράθεσης συνοδεύουν ορισμένα εξαιρετικά αντιπροσωπευτικά έργα, από μουσεία της Ελλάδας και της Ιταλίας. Πολλά από τα έργα που εκτίθενται παρουσιάζονται για πρώτη φορά στο κοινό: εντελώς πρόσφατες μεγάλες ανακαλύψεις, όπως το αποκατεστημένο αρχαίο άρμα παρέλασης από την Civita Giuliana και το άγαλμα του Ηρακλή από το Αρχαιολογικό Πάρκο της Appia Antica, το ετρουσκικό αγγείο του 4ου π.Χ. αι. με παράσταση από τον Τρωικό Πόλεμο, τα νέα αποκτήματα, όπως η Tabula Chigi από το Εθνικό Ρωμαϊκό Μουσείο, συνδυάζονται με σπουδαία εκθέματα από την Ελλάδα, όπως η επιβλητική αρχαϊκή Γοργώ από την Πάρο, ένα σπουδαίο έργο της παριανής γλυπτικής, το οποίο για πρώτη φορά εκτίθεται εκτός του Μουσείου Πάρου, ή η μεγάλη αμφιπρόσωπη παλαιολόγεια εικόνα από τον καθεδρικό ναό της Καθολικής Αρχιεπισκοπής, στη Νάξο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News