Εναν μήνα αφότου τα ουκρανικά στρατεύματα απελευθέρωσαν το γραφικό χωριό Σεφτσένκιβκα, στη νότια Χερσώνα, η κάποτε δεμένη κοινότητα παραμένει χωρισμένη στα δύο: κάποιοι λένε ότι ορισμένοι κάτοικοι συνεργάστηκαν με τους Ρώσους. Μεγάλη προδοσία!
Οι γείτονες έχουν στραφεί ο ένας εναντίον του άλλου, διαλύοντας σχέσεις που κρατούσαν για γενιές και γενιές. Κάποιοι, μην μπορώντας να αντέξουν το τοξικό κλίμα των αλληλοκατηγοριών, έφυγαν από το χωριό – με πολλούς από αυτούς να λένε ότι δεν θα επιστρέψουν ποτέ.
Πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών ερευνούν ποιοι είναι αυτοί που πρόδωσαν την πατρίδα τους, αλλά μέχρι στιγμής δεν έχουν βρει τίποτα που να μπορεί να ανακουφίσει αυτούς που αισθάνθηκαν προδομένοι, αναφέρει το ρεπορτάζ της Washington Post.
Το «κύμα» του πολέμου έχει μετατοπιστεί, καθώς ο ουκρανικός στρατός κατάφερε να εκδιώξει τις ρωσικές δυνάμεις που είχαν καταλάβει από τις αρχές Μαρτίου πολλές πόλεις και χωριά. Αλλά σε ορισμένες περιοχές η ρωσική υποχώρηση αποκάλυψε φρικαλεότητες, θαλάμους βασανιστηρίων και ομαδικούς τάφους.
View this post on Instagram
Στη Σεφτσένκιβκα και σε πολλές άλλες απελευθερωμένες περιοχές, η κατοχή έδωσε τη θέση της στον διχασμό, την καχυποψία και τη συναισθηματική εγκράτεια και, δυστυχώς, η ελευθερία γέννησε σκέψεις εκδίκησης.
Ενα ηλιόλουστο φθινοπωρινό πρωινό, στα μέσα Οκτωβρίου, μια εβδομάδα αφότου οι εχθρικές δυνάμεις εγκατέλειψαν τη Σεφτσένκιβκα, το χωριό των 50 εναπομεινάντων κατοίκων υποδέχτηκε ένα φορτηγό του ουκρανικού στρατού που μετέφερε ψωμί. Αντί αυτό να φέρει χαρά, έφερε κόντρα. Η κατοχή «έριχνε» ακόμη πάνω τους τη βαριά σκιά της…
Η 45χρονη Ολια Προντσένκο προσφέρθηκε να μοιράσει τις φρατζόλες. Ξεκίνησε να πηγαίνει από σπίτι σε σπίτι, μέχρι που έφτασε έξω από μια κιτρινομπλέ πόρτα. Εκεί συνάντησε τη Χαλίνα Πιλιπένκο. Η 62χρονη δεν ήθελε το ψωμί – «ούτε τίποτε άλλο που είχε να κάνει με την Ολια».
Ο γιος της Χαλίνα πολεμούσε στην πρώτη γραμμή και η μητέρα του είχε τους δικούς της εχθρούς στο χωριό. Ανάμεσά τους, η γυναίκα που στεκόταν στην πόρτα της, για την οποία υποπτευόταν ότι συνεργαζόταν με τους Ρώσους.
«Γυρνούσες δεξιά και αριστερά και έλεγες ότι υποστήριζες “τη μία και μοναδική Ρωσία”», φώναξε θυμωμένη η Χαλίνα, καθώς η Ολια απομακρυνόταν από το κατώφλι της.
Η ιστορία του χωριού Σεφτσένκιβκα αποδεικνύει πόσο κοντά βρίσκεται το άσπρο με το μαύρο σε έναν πόλεμο. Ενώ τα κοντινά χωριά υπέφεραν τρομερά από τη ρωσική κατοχή, η Σεφτσένκιβκα είχε γλιτώσει. Και αυτό γιατί κάποιοι κάτοικοι έπιασαν ακόμη και φιλίες με ρώσους στρατιώτες. Και ενώ η Ολια παραδέχτηκε τελικά ότι δεχόταν χρήματα και βοήθεια από τους κατακτητές, αποδείχτηκε ότι το ίδιο έκαναν και πολλοί άλλοι.
«Μιλούσαν όπως εμείς»
Οταν, στα μέσα Μαρτίου, οι κατακτητές έφτασαν για πρώτη φορά στην περιοχή, αμαύρωσαν μια για πάντα την ομορφιά του τόπου, με τα χρωματιστά λουλούδια, τις ανθισμένες καρυδιές, τις κατσίκες και τις αγελάδες που βοσκούσαν στα λιβάδια.
Στο χωριό Κρεσκένκιβα, οι ρώσοι στρατιώτες θα κατηγορούνταν σύντομα ότι βασάνισαν αμείλικτα ουκρανούς κρατουμένους. Αλλά στη Σεφτσένκιβκα τα πράγματα ήταν καλύτερα.
Οι κάτοικοι είπαν ότι οι στρατιώτες εκεί δεν ήταν Ρώσοι, αλλά κατάγονταν από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Ντονέτσκ, μία από τις δύο περιοχές που υποστηρίζονται από τη Ρωσία στην ανατολική Ουκρανία.
«Μιλούσαν όπως εμείς. Ηταν Ουκρανοί, σαν κι εμάς», είπε η Σβετλάνα Ιβατσένκο στους δημοσιογράφους της εφημερίδας Washington Post, Μάικλ Μίλερ και Αναστάσια Γκαλούσκα. Η Χάιντι Λιβάιν φωτογράφισε.
Τα στρατεύματα δεν έδειχναν πρόθυμα να βρίσκονται εκεί. Κάποιοι είπαν ότι νόμιζαν πως τους έστελναν στην Κριμαία –η οποία προσαρτήθηκε παράνομα από τη Ρωσία το 2014–, για να βρεθούν τελικά στη Χερσώνα.
Ούτε ήταν καλά προετοιμασμένοι, σημειώνει το δημοσίευμα της Washington Post. Λίγο μετά την άφιξή τους, τρεις στρατιώτες πλησίασαν τη Νάντια, μια 46χρονη γυναίκα, έξω από το σπίτι της για να τη ρωτήσουν αν μπορούσαν να αγοράσουν πατάτες. Αβέβαιη για το τι την περίμενε, αντάλλασσε τις πατάτες με γάλα και αυγά.
«Είχαμε ήδη ακούσει ότι η FSB, η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφαλείας της Ρωσίας, βρισκόταν εδώ» είπε η Νάντια. «Οταν, λοιπόν, μπήκαν οι στρατιώτες από το Ντονέτσκ, ανακουφιστήκαμε».
Οι κάτοικοι θυμούνται ότι στρατιώτες έφερναν νερό κάθε δεύτερη ημέρα. Κατά τη διάρκεια των επισκέψεων, η Τετιάνα έπιασε φιλία με έναν νεαρό άνδρα που ονομαζόταν Ολεχ, ο οποίος είπε ότι είχε αναγκαστεί να ενταχθεί στον στρατό, λίγες εβδομάδες νωρίτερα. «Ηταν καλό παιδί» είπε η Τετιάνα. «Ηθελε απλώς να τελειώσει όλο αυτό και να πάει σπίτι του».
Ωστόσο, οι άνδρες εξακολουθούσαν να αποτελούν μέρος της ρωσικής «πολεμικής μηχανής» και άρχισαν να πιέζουν τους χωρικούς να δίνουν στοιχεία ταυτότητας για να λάβουν νερό ή φαγητό. Κάποια στιγμή, ο τοπικός διοικητής πρότεινε στη Νάντια να ζητήσει ρωσικό διαβατήριο. «Η Χερσώνα ήτανι πλέον ρωσική», λέει τώρα. Σύντομα, εκτός από τους στρατιώτες, άρχισαν να το λένε και πολλοί χωρικοί.
Πριν από τον πόλεμο, οι κάτοικοι δεν έμπαιναν σε συζητήσεις για το αν «συμπαθούσαν» τη Μόσχα η όχι. Αλλά λίγες εβδομάδες μετά την εισβολή, μια μικρή ομάδα φέρεται να άρχισε να ασπάζεται ανοιχτά την ιδέα της ένταξης στη Ρωσία. Σύμφωνα με αρκετούς κατοίκους, η Σβετλάνα Ιβατσένκο και η Ολια ήταν μεταξύ εκείνων που έκαναν φιλορωσικά σχόλια.
Η Σβετλάνα αρνήθηκε την κατηγορία, αλλά παραδέχτηκε ότι ένιωθε νοσταλγία για την εποχή της Σοβιετικής Ενωσης, όταν η Σεφτσένκιβκα ευημερούσε, στέλνοντας σιτηρά και προϊόντα στη Μόσχα. Οταν η Washington Post προσπάθησε αρχικά να μιλήσει στη Σβετλάνα, ο σύζυγός της δεν την άφησε.
Χρήμα ποτισμένο με αίμα
Για μήνες, οι κάτοικοι του χωριού πάλευαν να παραμείνουν στη ζωή. Στα τέλη του καλοκαιριού, περίπου την περίοδο που ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν ανακοίνωσε τα δημοψηφίσματα στις κατεχόμενες περιοχές της Ουκρανίας, οι κάτοικοι της Σεφτσένκιβκα δοκιμάστηκαν.
Οι στρατιώτες πήγαιναν από πόρτα σε πόρτα προσφέροντας 5.000 ουκρανικά νομίσματα, περίπου 135 δολάρια. Δεν έλεγαν όμως γιατί τα προσέφεραν.
Η Τετιάνα προσευχήθηκε για καθοδήγηση. Οπως όλοι στο χωριό, έτσι και εκείνη ήταν φτωχή πριν από τον πόλεμο, και πλέον ακόμη πιο φτωχή. Αλλά η προσφορά των Ρώσων δεν της φαινόταν σωστή. «Ο Θεός μού είπε να μην το πάρω» είπε. «Ηταν χρήματα αίματος». Η Χαλίνα, η καλύτερή της φίλη, είπε επίσης «όχι» στα μετρητά. Αναρωτιόταν πώς θα αντίκριζε τον γιο της, που ήταν στρατιώτης και πολεμούσε. Τι θα γινόταν αν μάθανε ότι η μάνα του δωροδοκήθηκε όταν εκείνος μαχόταν υπερασπιζόμενος τα ιδανικά του; Τι θα συνέβαινε αν άκουγε ότι την ώρα που έβλεπε νεκρούς τους φίλους του από τα πυρά των Ρώσων, εκείνη έπαιρνε χρήματα;
Η περιοχή παραμένει χωρισμένη σε δύο «στρατόπεδα». Ο πόλεμος, αντί να τους ενώσει, τους χώρισε. Και το χειρότερο είναι ότι δεν τους χώρισε ο εχθρός, αλλά ο «εχθρός» που γεννήθηκε στην καρδιά τους από την καχυποψία.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News