Νικόλας Καλογερόπουλος: Το 1964 έφτασε στους «16» του Γουΐμπλεντον. Ανέβηκε μέχρι το Νο 108 της παγκόσμιας κατάταξης. Γιώργος Καλοβελώνης και Τάσος Μπαβέλας: σπουδαία ταλέντα, αλλά η οροφή της καριέρας τους ήταν το Νο 208 και το Νο 451, αντιστοίχως. Σόλων Πέππας: τον Αύγουστο του 2000 σκαρφάλωσε στο Νο 149, όμως στη συνέχεια δεν δικαίωσε τις προσδοκίες. Αυτό ήταν ό,τι καλύτερο είχε να επιδείξει το παρελθόν του ελληνικού τένις σε επίπεδο ανδρών.
Οι λιγοστοί φίλοι του αθλήματος στην Ελλάδα, επί δεκαετίες αναζητούσαν τη χαρά στα κατορθώματα Ελλήνων της διασποράς, ή της Κύπρου. Ο Ελληνοαμερικανός Πιτ Σάμπρας είχε κατακτήσει τους περισσότερους τίτλους (14) σε γκραν-σλαμ, μέχρι να εμφανιστεί ο Ρότζερ Φέντερερ. Ο Ελληνοαυστραλός Μαρκ Φιλιππούσης αγωνίστηκε σε δύο τελικούς (το 1998 στο US Open και το 2003 στο Γουΐμπλεντον), και αναρριχήθηκε έως το Νο 8 του ranking. Ο, επίσης, Ελληνοαυστραλός Νίκος Κύργιος, Νο 39 κάποια στιγμή, το 2014 έφτασε στον προημιτελικό του λονδρέζικου τουρνουά, αποκλείοντας τον Ράφα Ναδάλ, που τότε ήταν το Νο 1. Ο Κύπριος Μάρκος Παγδατής έπαιξε, το 2006, στον τελικό του Αυστραλιανού Οπεν. Οι επιτυχίες του τον ανέβασαν στο Νο 8, όμως δεν κράτησαν πολύ.
Αυτό που θα ζήσουμε σε μερικές ώρες, δεν θα το φανταζόταν ούτε… ο Ιούλιος Βερν. Ενας Ελληνας από τη Βουλιαγμένη, δύο μήνες πριν κλείσει τα 23, θα πρωταγωνιστήσει σε μια από τις τέσσερις Μεγάλες Κυριακές, στις οποίες εκκλησιάζεται η παγκόσμια κοινότητα του τένις. Και σε ένα από τα πιο φημισμένα κορτ, όπου οι παλιοί «φαν» του σπορ συνήθιζαν να παθιάζονται, δια ζώσης ή από τηλεοράσεως, για τον Κόνορς, τον Μποργκ, τον Μάκενρο, ή τον Λεντλ, και οι νεώτεροι για τον Φέντερερ, τον Ναδάλ, ή τον Τζόκοβιτς. Ούτε ο ίδιος ο Στέφανος Τσιτσιπάς δεν θα έχει συνειδητοποιήσει, ακόμη, το μέγεθος του επιτεύγματός του.
Είναι μια… αδιανόητη πραγματικότητα. Στο «Φιλίπ Καρτιέ», το επιβλητικό κεντρικό γήπεδο του Ρολάν Γκαρός, θα μονομαχήσει (16.00, ΕΡΤ3) με τον Νόβακ Τζόκοβιτς, ένα από τα τρία «ιερά τέρατα» του σύγχρονου τένις, για το βαρύτιμο τρόπαιο που από παιδί ονειρεύεται να κρατήσει στα χέρια του. Τον Ράφα Ναδάλ περίμενε οτι θα έβρισκε απέναντί του, όμως του προέκυψε ο Σέρβος: ο τελευταίος τενίστας που θριάμβευσε στο Γαλλικό Οπεν και δεν ονομάζεται Ναδάλ (2016). Ποιον προτιμούσε ο ίδιος; Είναι σαν να ρωτάς κάποιον, αν θέλει να πεθάνει δια τυφεκισμού ή δι’ απαγχονισμού. Αυτό που νοιάζει τον Στέφανο, είναι να βγει από τη μάχη «ζωντανός». Κι αυτό θα προσπαθήσει να κάνει.
Το πόσο δύσκολη είναι η αποστολή του, το μαρτυρούν οι αριθμοί. Ο «πρωτάρης» σε major τελικούς, Τσιτσιπάς, καλείται να νικήσει τον «Νόλε», που θα βρεθεί σε αυτή τη θέση για 29η φορά στην καριέρα του, και έκτη στη συγκεκριμένη διοργάνωση. Που είναι επαγγελματίας τενίστας από το 2003 (όταν ο «Στεφ» ήταν 5 ετών), κάτοχος 18 major τίτλων (έναντι κανενός του Τσιτσιπά), και που με νίκη στο Παρίσι θα γίνει ο πρώτος στην open era (από το 1968) με περισσότερα από δύο τρόπαια και στα τέσσερα γκραν-σλαμ.
Στην καλή του μέρα ο Τζόκοβιτς (όπως και ο Ναδάλ) παίζει «εξωγήινο» τένις. Οποιος παρακολούθησε τον ημιτελικό τους, το βράδυ του Σαββάτου, δεν χρειαζόταν να είναι ειδικός για να το αντιληφθεί. Επί τέσσερις ώρες και 11 λεπτά(!), νικητής και ηττημένος πρόσφεραν στο κοινό μια παράσταση που θα μείνει αξέχαστη. Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς; Την οξυδέρκειά τους, την τεχνική, την απόλυτη συγκέντρωση, την ψυχραιμία, ή την αντοχή τους; Οι δυό τους -και ο παλιός, καλός Φέντερερ, είναι «άλλο επίπεδο». Στο τέλος ο Σέρβος νίκησε 3-1 (3-6, 6-3, 7-6, 6-2) τον Ισπανό, που από το 2005 έχει κερδίσει 13 τρόπαια στο Παρίσι, κι έχει χάσει μόλις τρία από τα 153 παιχνίδια του. Ετσι, την Κυριακή θα έχουμε έναν «βαλκανικό» τελικό για πρώτη φορά μετά το 1973 (ο Ρουμάνος Ναστάζε είχε νικήσει με 3-0 σετ τον Γιουγκοσλάβο Πίλιτς).
Ο Στέφανος έφτασε ως εδώ με ιδρώτα και δάκρυα, πότε χαράς και πότε απογοήτευσης. Εχει στερηθεί πολλά, έχει προσπαθήσει πολύ – στον υψηλό αθλητισμό το θείο ταλέντο δεν είναι, ποτέ, αρκετό. Εχει παλέψει κι άλλες φορές με «θηρία», ακόμη και με τον ίδιο τον Τζόκοβιτς. Τίποτα δεν τον τρομάζει, πια. Απλώς ανυπομονεί να περάσει την «κόκκινη γραμμή». Αυτή που διαχωρίζει τους σπουδαίους αθλητές από εκείνους που γράφουν την ιστορία. Ο προσεχής αντίπαλός του, ο Τζόκοβιτς, την πέρασε όταν ήταν, περίπου, στην ηλικία του Τσιτσιπά. Επαιξε τον πρώτο του τελικό (στο US Open) στα 20, δύο χρόνια νωρίτερα απ’ ό,τι ο «Στεφ». Οταν κατέκτησε το πρώτο του major (το Αυστραλιανό Οπεν του 2008) δεν είχε κλείσει τα 21. Αλλά ήταν τρία χρόνια μετά, στα 24, που άρχισε την επέλασή του στα ευρωπαϊκά κορτ. Από εκείνη τη χρονιά κι έπειτα, κάθε σεζόν κέρδιζε (τουλάχιστον) ένα γκραν-σλαμ τρόπαιο. Την ίδια χρονιά (2011) ανέβηκε για πρώτη φορά στο Νο 1.
Αν δεν την έχει περάσει ήδη, την «κόκκινη γραμμή», ο Τσιτσιπάς την πλησιάζει. Πλέον, δεν είναι, απλώς, ο κορυφαίος έλληνας τενίστας όλων των εποχών, αλλά ένας σούπερ-σταρ του παγκοσμίου τένις. Τι άλλο θα μπορούσε να είναι κάποιος που μετράει τρεις διαδοχικές προκρίσεις σε ημιτελικό γκραν-σλαμ; Που τη μια χρονιά φτάνει στον ημιτελικό του Ρολάν Γκαρός, και την επόμενη στον τελικό; Επιπλέον, ο Στέφανος είναι ο τενίστας που έχει συγκεντρώσει τους περισσότερους βαθμούς στο πρώτο μισό της εφετινής σεζόν. Ποιος είναι ο δεύτερος; Δυστυχώς, ο Τζόκοβιτς. Ολοι οι υπόλοιποι ακολουθούν με μεγάλη διαφορά.
Στις επτά προηγούμενες αναμετρήσεις τους, ο Τσιτσιπάς νίκησε τον Τζόκοβιτς μόνο δύο φορές: στο Ρότζερς Καπ του 2018 και στο Σανγκάι Μάστερς του 2019. Στις δύο πιο πρόσφατες, όμως, ο Στέφανος ηττήθηκε έπειτα από ομηρικές μάχες. Τον Μάιο του 2020 στη Ρώμη είχε κερδίσει το πρώτο σετ (6-4) και είχε κάνει μπρέικ στις αρχές του δεύτερου, αλλά τον σταμάτησε η βροχή. Το παιχνίδι συνεχίστηκε την επόμενη μέρα, με νικητή τον Σέρβο (5-7, 5-7). Στα ημιτελικά του περσινού Ρολάν Γκαρός παίχτηκε ένα συναρπαστικό ματς, που κρίθηκε στα 5 σετ. Η διαφορά δυναμικότητας ανάμεσα στους δύο αθλητές δεν είναι αυτή που δείχουν οι τίτλοι τους.
Ο,τι κι αν συμβεί την Κυριακή στο Παρίσι, ο Τσιτσιπάς την έχει κάνει την υπέρβασή του. Από το 2019 το φωνάζει, με τις εκπληκτικές του επιδόσεις, οτι «έρχεται».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News