Η Ινδονησία σχεδιάζει να αντικαταστήσει την πρωτεύουσά της, Τζακάρτα, η οποία βυθίζεται με σταθερό ρυθμό ετησίως, με μια βιώσιμη «οικολογική πόλη» στο Βόρνεο. Ωστόσο, είναι αυτή η απάντηση στην ατμοσφαιρική μόλυνση και την αποσυμφόρηση της πρωτεύουσας; Εάν οι ψηφιακές εικονογραφήσεις των αρχιτεκτόνων γίνουν αποδεκτές, η νέα πρωτεύουσα της Ινδονησίας στο μέλλον θα είναι μια ουτοπική eco-πόλη που θα συνδυάζεται αρμονικά με το τροπικό δάσος του Βόρνεο.
Για την ακρίβεια, η Νουσαντάρα θα είναι η μελλοντική πρωτεύουσα της Ινδονησίας και πρόκειται να εγκαινιαστεί τον Αύγουστο του 2024, παράλληλα με τους εορτασμούς της εθνικής εορτής της χώρας, αντικαθιστώντας την Τζακάρτα, την εθνική πρωτεύουσα από το 1945. Βρίσκεται στην ανατολική ακτή του νησιού Βόρνεο, σε αυτό που σήμερα αποτελεί τμήμα της επαρχίας του ανατολικού Καλιμάνταν. Η πόλη αναμένεται να περιλαμβάνει μια περιοχή 2.560 χλμ., με λοφώδες τοπίο, δάσος, αλλά και κόλπο. Ετσι, η Νουσαντάρα πρόκειται να σχηματιστεί ως μια νέα επαρχία που χωρίζεται από το ανατολικό Καλιμάνταν, παρόμοια με αυτή της πρωτεύουσας περιοχής της Τζακάρτα.
Προς το παρόν, η Νουσαντάρα παρουσιάζεται ως μια βιώσιμη μητρόπολη στην οποία οι κάτοικοι –κυρίως δημόσιοι υπάλληλοι– θα μετακινούνται με ηλεκτρικό λεωφορείο και θα ζουν σε σπίτια που θα καλύπτονται από εγκαταστάσεις οι οποίες θα τροφοδοτούνται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Κάτι τέτοιο θα προσφέρει μια εναλλακτική στη μολυσμένη ατμόσφαιρα της σημερινής πρωτεύουσας Τζακάρτα, η οποία βυθίζεται με τον ανησυχητικό ρυθμό των έξι εκατοστών ετησίως.
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι παρουσιάζεται ως μια καινοτόμος λύση για την επίλυση των πολλών προβλημάτων της Τζακάρτα, η Νουσαντάρα είναι στην πραγματικότητα μέρος μιας ευρύτερης τάσης: νέες πόλεις χτίζονται ήδη εξαρχής σε όλη την Ασία και την Αφρική. Η δρ Σάρα Μόζερ, διευθύντρια του Προγράμματος Αστικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο McGill του Μόντρεαλ, έχει συντάξει μια βάση δεδομένων με 170 νέες πόλεις που χτίστηκαν από την αρχή σε 50 χώρες.
Πρόκειται για μια μετατόπιση που έχουν αγκαλιάσει πολλές κυβερνήσεις και η οποία έχει παρουσιάση δραματική αύξηση τα τελευταία δέκα με 15 χρόνια. Το Νέπιντο, η πολιτική πρωτεύουσα που χτίστηκε από τη χούντα στη Μιανμάρ, και η Πουτρατζάγια, η νέα διοικητική πρωτεύουσα της Μαλαισίας στην άκρη της Κουάλα Λουμπούρ, είναι από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Ωστόσο, η πρώτη μεγάλη χώρα που έκανε το «άλμα» ήταν η Βραζιλία, η οποία το μακρινό 1960 μετέφερε την πρωτεύουσά της από το Ρίο ντε Τζανέιρο στη νεόδμητη Μπραζίλια, προκειμένου να αποφύγει τον συνωστισμό και να μειώσει τη ρύπανση των ακτών της. Αρκετά αφρικανικά έθνη έχουν κατασκευάσει από την αρχή τις πρωτεύουσές τους, όπως η Νιγηρία, η Τανζανία και η Ακτή Ελεφαντοστού. Στην περίπτωση της Νιγηρίας, η κατασκευή της Αμπούτζα βοήθησε όχι μόνο στον έλεγχο του υπερπληθυσμού, αλλά και στον κατευνασμό των αντιπάλων εθνοτικών ομάδων, οι οποίες διεκδικούσαν την κυριαρχία.
Ωστόσο, αν και οι νέες πρωτεύουσες που κατασκευάστηκαν τελικά δεν βοήθησαν και πολύ τις αντίστοιχες χώρες, η εξάπλωση των νέων αστικών περιοχών στον χάρτη δεν δείχνει να επιβραδύνεται. Είναι σαν να υπάρχει ένας άτυπος «διαγωνισμός» μεταξύ ηγετών για την κατασκευή της πιο παράξενης νέας πόλης.
Μεγάλη οικολογική καταστροφή
Την ώρα που οι υποστηρικτές της Νουσαντάρα εκθειάζουν τις οικονομικές και υλικοτεχνικές αρετές της δημιουργίας νέου εδάφους, πολλοί κάτοικοι στο Ανατολικό Καλιμάνταν πιστεύουν ότι η οικοδόμηση μιας νέας πόλης είναι μια βραχυπρόθεσμη και ίσως αφελής απάντηση, η οποία θα αποτύχει να αντιμετωπίσει σωστά τις περιβαλλοντικές προκλήσεις, που επιδεινώνονται από την κλιματική αλλαγή.
Στην περίπτωση της Nουσαντάρα, οι επικριτές φοβούνται ότι η δημιουργία μιας αστικής περιοχής άνω των 2.560 χλμ. –δηλαδή τέσσερις φορές το μέγεθος της Τζακάρτα–, η οποία προορίζεται να φιλοξενήσει 1,9 εκατ. ανθρώπους μέχρι το 2045, θα είναι καταστροφική. Παράλληλα, πιστεύουν ότι η αποψίλωση των δασών θα απειλήσει με εξαφάνιση βιοτόπους ειδών όπως οι ουρακοτάγκοι. Επίσης, θεωρούν ότι αρνητικός θα είναι και ο αντίκτυπος του εκτοπισμού των αυτόχθονων κοινοτήτων.
Ο Ούλι Αρτά Σιαγκιάν, ακτιβιστής για τα δάση της ινδονησιακής περιβαλλοντικής ΜΚΟ Walhi, περιγράφει την κατασκευή της πόλης ως «μια τεράστια οικολογική καταστροφή». Εχουν επίσης αναφερθεί ανησυχίες σχετικά με την έξαρση αναδυόμενων μολυσματικών ασθενειών. Το 2015, ο Καρλ-Γιόχαν Νιντερούντ, γιατρός στο Τμήμα Λοιμωδών Νοσημάτων του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της Ουψάλα στη Σουηδία, έγραψε ότι «οι νέες μεγαλουπόλεις μπορούν να γίνουν εστίες νέων επιδημιών. Παράλληλα, με αυτόν τον τρόπο, ζωονόσοι θα μπορούν να εξαπλωθούν πιο γρήγορα και να γίνουν απειλές για την ανθρωπότητα».
«Οι άνθρωποι βλέπουν τεράστιες δυνατότητες στο να ξεκινήσουν από το μηδέν, να αφήσουν τις υπάρχουσες πόλεις τους και να φτιάξουν κάτι που θεωρούν ότι θα λύσει όλα τους τα προβλήματά τους» λέει η δρ Μόζερ. «Νομίζω ότι παγκοσμίως οι νέες πόλεις θεωρούνται ένα είδος θεραπείας για όλα τα προβλήματα που μαστίζουν τις μεγάλες πόλεις στον παγκόσμιο Νότο, όπως είναι η κυκλοφοριακή συμφόρηση, η ατμοσφαιρική ρύπανση, ο συνωστισμός, η έλλειψη στέγασης κ.ο.κ… Οι νέες πόλεις είναι πολύ “σαγηνευτικές” και έχουν μεγάλη απήχηση», σημειώνει, «γι’ αυτό και διαρκώς επιταχύνεται η δημιουργία τους. Με την κλιματική αλλαγή θα επεκταθούν κι άλλο».
Από την άλλη, η Τζακάρτα είναι εξαιρετικά επιρρεπής σε τακτικές πλημμύρες και, πλέον, η δεύτερη πιο πυκνοκατοικημένη αστική περιοχή στον κόσμο μετά το Τόκιο. Ως εκ τούτου, αναμένεται να χάσει το ένα τέταρτο της έκτασής της εξαιτίας της ανόδου της θάλασσας μέχρι το 2050! Επιπλέον, η συμφόρηση στη μεγαλούπολη είναι τόσο έντονη που υπολογίζεται ότι κοστίζει στην οικονομία της Ινδονησίας 3,68 δισ. ευρώ ετησίως. Η ποιότητα του αέρα είναι εξαιρετικά ανθυγιεινή εξαιτίας των αναθυμιάσεων ντίζελ και της καύσης απορριμμάτων.
Παράλληλα, μεγάλος αριθμός από τους 30 εκατ. πολίτες της Τζακάρτα ζουν πολύ κάτω από το όριο της φτώχειας, σε άθλιες παραγκουπόλεις στη σκιά των αστραφτερών ουρανοξυστών, εκεί όπου οι ασθένειες μεταδίδονται με ταχύτητα φωτός εξαιτίας της κακής υγιεινής και της έλλειψης πρόσβασης σε καθαρό νερό. Γι’ αυτούς τους ανθρώπους η Νουσαντάρα δεν θα έχει προφανές όφελος.
Greenwashing από την ανώτερη τάξη
Η δρ Μόζερ φοβάται ότι ο εύκολος πλουτισμός και η διαφθορά είναι συχνά το απώτερο κίνητρο για αυτά τα τεράστια κατασκευαστικά έργα. Η Ινδονησία κατατάσσεται από τη Διεθνή Διαφάνεια (Transparency International) ως ένα από τα πιο διεφθαρμένα έθνη παγκοσμίως. Συνεπώς, η δρ Μόζερ θεωρεί ότι η πώληση κυβερνητικών κτιρίων στην Τζακάρτα, όπως ακριβώς συνέβη και με την Κουάλα Λουμπούρ, δίνει στους πολιτικούς ένα επιπλέον κίνητρο για να μετακινήσουν την έδρα της εξουσίας.
«Είμαι ιδιαίτερα καχύποπτη γι’ αυτό, γιατί πρόσφατα επισκέφθηκα τα νησιά Ριάου στην Ινδονησία, όπου έχουν μια νέα περιφερειακή πρωτεύουσα που ονομάζεται Ντόμπακ. Είναι ίσως το χειρότερο νέο έργο πόλης που έχω επισκεφτεί ποτέ» δήλωσε στη βρετανική εφημερίδα Telegraph, αναφερόμενη παράλληλα στα σχέδια για τη Noυσαντάρα.
«Ξεκίνησε ως οικολογική πόλη, εν μέρει για πολιτικούς λόγους, γιατί αν βάλεις σε κάτι σε ένα πράσινο περιτύλιγμα γίνεται λίγο πιο ευχάριστο» λέει. «Στην πραγματικότητα, όμως, οι κατασκευαστές της νέας αυτής πόλης είναι τόσο ανίκανοι, που τελικά κατέληξε να μην είναι αυτή που φιλοδοξούν να φτιάξουν. Αν την επισκεφθεί κανείς, βλέπει απλώς ένα κυβερνητικό κτίριο, έπειτα οδηγεί για πέντε λεπτά και υπάρχει ένα άλλο κυβερνητικό κτίριο. Στην ενδιάμεση διαδρομή, όμως, το μόνο που βλέπεις είναι απορρίμματα από τη βιομηχανία εξόρυξης. Δεν υπάρχει κανένα σημάδι οικολογικού χαρακτήρα. Και δεν υπάρχει δικαιολογία, διότι χρηματοδότηση υπήρχε. Θα μπορούσαν απλώς να είχαν εκτελέσει το έργο πολύ καλύτερα, όμως η διαφθορά απορροφά όλους τους πόρους του έργου».
Η Κίνα βρίσκεται μόνη της στην πρώτη γραμμή της επιταχυνόμενης αστικοποίησης, με εκατοντάδες νέες πόλεις να χτίζονται από την αρχή τα τελευταία 30 χρόνια. Σχεδόν όλα αυτά τα μητροπολιτικά κέντρα με τους πανύψηλους ουρανοξύστες ήταν προηγουμένως αραιοκατοικημένες αγροτικές περιοχές. Αλλά το καθεστώς του Κομμουνιστικού Κόμματος επιτρέπει ελάχιστη εξέταση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε αυτούς τους τεράστιους οικισμούς. Αν και οι σχεδιαστές της Νουσαντάρα επιθυμούν η πόλη να μην είναι εξαρτημένη από τον άνθρακα και το 65% της περιοχής να αναδασωθεί, όπως είχαν αρχικά υποσχεθεί, το κινεζικό είναι αναμφίβολα ένα μοντέλο στο οποίο θα μπορούσε να στραφεί η Ινδονησία.
Η Forest Watch Indonesia, μια ινδονησιακή ΜΚΟ που παρακολουθεί τα δασικά ζητήματα, προειδοποίησε τον περασμένο Νοέμβριο ότι οι περισσότερες από τις δασικές εκτάσεις στη νέα πρωτεύουσα είναι «δάση παραγωγής». Αυτό σημαίνει ότι θα μπορούσαν να χορηγηθούν άδειες για δασοκομικές και εξορυκτικές δραστηριότητες, οδηγώντας τους πολύτιμους αυτούς οικοτόπους σε μεγαλύτερη καταστροφή.
«Πρόκειται για πρακτική greenwashing» δηλώνει η δρ Μόζερ. «Η Ινδονησία δεν έχει την ικανότητα να ολοκληρώσει αυτό το έργο με βιώσιμο τρόπο». Από την άλλη, οι Αρχές της Νουσαντάρα είναι ανένδοτες ότι η γη που εκκαθαρίζεται για την πόλη προέρχεται από υλοτομία και εξορύξεις. Παράλληλα, υποστηρίζουν ότι οι υπάρχουσες εκτάσεις είναι ήδη κατεστραμμένες.
Υπάρχει, όμως, ευκολότερος και καθαρότερος τρόπος για να αντιμετωπίσουν οι αρχές της χώρας τα αυξανόμενα προβλήματα που πλήττουν την Τζακάρτα; Οπως μπορεί να καταθέσει κάθε ένας από τους 261.905 εναπομείναντες κατοίκους της Βενετίας, το φαινόμενο της αργά βυθιζόμενης πόλης δεν είναι καινούργιο. Η τεράστια κλίμακα της Τζακάρτα, ωστόσο, απαιτεί μια πιο δραστική απάντηση από τις γνωστές ξύλινες σανίδες στην πλατεία του Αγίου Μάρκου.
Το Giant Sea Wall Jakarta είναι ένα από τα μεγαλύτερα έργα υποδομής του είδους του, αλλά οι επικριτές του φοβούνται ότι θα αποδειχθεί ελάχιστα ωφέλιμο για τους φτωχότερους και πιο ευάλωτους. Οπως σε τόσες άλλες περιπτώσεις, η ελίτ, η οποία στο μέλλον θα κατοικεί στην Νουσαντάρα, θα είναι πολύ μακριά όταν οι πλημμύρες θα αρχίσουν να «καταπίνουν» τις ασφυκτικά γεμάτες φτωχογειτονιές.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News