«Λιγότερη δουλειά, δουλειά για όλους». Το παλιό σύνθημα της δεκαετίας του 1970 που οδήγησε πολλές χώρες στην Ευρώπη, με πρώτη τη Γαλλία, να μειώσουν τις ώρες εργασίας, ενδέχεται σύντομα να ανήκει στο παρελθόν. Τουλάχιστον αυτό υποστηρίζει σε ανάλυσή του ο Αλεσάντρο Τρότσινο της Corriere della Sera, σημειώνοντας ότι, λόγω των δυσκολιών που αντιμετωπίζει η ευρωπαϊκή οικονομία σε σχέση με την αμερικανική, ολοένα περισσότεροι σκέφτονται ότι για να ανακτηθεί το χαμένο έδαφος θα πρέπει οι Ευρωπαίοι να αρχίσουν να δουλεύουν περισσότερο.
Τα οικονομικά στοιχεία χαρακτηρίζονται ανησυχητικά. Σύμφωνα με τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), το 2000 το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) της ευρωζώνης αντιστοιχούσε στο 78% των Ηνωμένων Πολιτειών (σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης). Το 2019, μετά τη χαμένη δεκαετία της κρίσης στην ευρωζώνη, αντιστοιχούσε στο 72%. Και το 2022, μετά την πανδημία και το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, έπεσε περαιτέρω, στο 70,5%.
Πώς εξηγείται αυτό; «Οι Αμερικανοί απλώς δουλεύουν περισσότερο» είπε πρόσφατα στους Financial Times ο Νικολάι Τάνγκεν, επικεφαλής του κραταιού κρατικού επενδυτικού ταμείου της Νορβηγίας. Είναι αλήθεια: οι Αμερικανοί εργάζονται κατά μέσο όρο 1.811 ώρες τον χρόνο, ενώ ο μέσος όρος στην ευρωζώνη ανέρχεται στις 1.528 ώρες, με τη διαφορά να οφείλεται κυρίως στις ημέρες άδειας που δικαιούνται οι ευρωπαίοι εργαζόμενοι.
Ενώπιον αυτής της κατάστασης αρκετά ευρωπαϊκά κράτη αντιδρούν, επιδιώκοντας ακριβώς αυτό: να αυξηθούν οι συνολικές ώρες εργασίας. Στην Γερμανία, για παράδειγμα, εξετάζεται η μείωση του φόρου υπερωριών και των κρατήσεων που καλούνται να καταβάλλουν οι εργοδότες. Αλλες χώρες επιδιώκουν το ίδιο αποτέλεσμα μέσω της αύξησης, όχι των κατά κεφαλήν ωρών εργασίας, αλλά του αριθμού των εργαζομένων.
Ο ιταλός δημοσιογράφος αναφέρεται ενδεικτικά στη Γαλλία, η οποία αύξησε τελικά το όριο συνταξιοδότησης στα 64 έτη και ετοιμάζεται να κάνει πιο δύσκολη την πρόσβαση στα διάφορα επιδόματα ανεργίας. Και στη Βρετανία εφαρμόζονται προγράμματα επιδότησης παιδικών σταθμών, ώστε οι νέοι γονείς, ειδικά οι γυναίκες, να μπορούν να επιστρέφουν στις δουλειές τους νωρίτερα.
Ωστόσο δεν συμφωνούν όλοι πως η περισσότερη δουλειά θα μας καταστήσει πλουσιότερους. Ο Σεμπαστιάν Μποκ, για παράδειγμα, οικονομολόγος στο Γαλλικό Παρατηρητήριο Οικονομικών Συνθηκών (OFCE), θεωρεί πως η Ευρώπη κατέληξε να υπολείπεται σημαντικά των ΗΠΑ, όχι επειδή οι Ευρωπαίοι εργάζονται λιγότερο, αλλά λόγω των περιορισμένων επενδύσεων σε νέες τεχνολογίες: το πρόβλημα είναι η περιορισμένη Ερευνα και Ανάπτυξη (R&D) και ο μικρός αριθμός διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που κατατίθενται.
Οσον αφορά τις ώρες εργασίας, υπάρχουν στοιχεία που απαλλάσσουν τους «τεμπέληδες» Ευρωπαίους. Για παράδειγμα, ενώ το ευρωπαϊκό ΑΕΠ μειώθηκε μεταξύ 2000 και 2019, ο αριθμός των κατά κεφαλήν ωρών εργασίας στην Ευρώπη αυξήθηκε ελαφρώς, ενώ στις ΗΠΑ μειώθηκε, επίσης ελαφρώς (λόγω της αύξησης, όμως, των εργαζομένων).
Πάντως ανά την Ευρώπη γίνεται ολοένα εντονότερα λόγος για περισσότερη δουλειά, με τον ιταλό δημοσιογράφο να εστιάζει την προσοχή του στη Γερμανία. Η χριστιανοδημοκρατική αντιπολίτευση έχει μετατρέψει την «επιστροφή στην εργασία» σε βασικό της σύνθημα, επικρίνοντας τις κοινωνικές πολιτικές των Σοσιαλδημοκρατών και των Οικολόγων. Την ίδια ώρα η κυβέρνηση του Ολαφ Σολτς ποντάρει στις υπερωρίες.
Ομως αυτές οι πολιτικές ενδέχεται να συγκρουστούν με νέες κοινωνικές τάσεις, καθώς φαίνεται πως οι Γερμανοί, οι οποίοι συγκαταλέγονται ήδη μεταξύ των Ευρωπαίων που εργάζονται λιγότερο (τα πρωτεία σε εργατικότητα, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Eurostat για το 2023, τα κατέχει η Ελλάδα με 39,8 ώρες εργασίας την εβδομάδα), δεν επιθυμούν να αρχίσουν να εργάζονται περισσότερο.
Επικαλούμενος σχετικό δημοσίευμα της Le Monde, o Αλεσάντρο Τρότσινο σημειώνει ότι ολοένα περισσότερα εστιατόρια στη Γερμανία, ακόμη και στις μεγάλες πόλεις, δεν σερβίρουν μετά τις 21:00 λόγω έλλειψης προσωπικού, πολλά γραφεία αδειάζουν νωρίς το απόγευμα, ενώ μετά τις 16:00 δεν δίνονται συνεντεύξεις Τύπου. Κάπως έτσι ο μέσος όρος ωρών εργασίας στη Γερμανία κατέληξε να είναι 1.553 ώρες τον χρόνο, αν και ο αριθμός είναι εν μέρει παραπλανητικός όσον αφορά το σύνολο των ωρών εργασίας.
Καταρχάς επειδή, ενώ εργάζονται λιγότερο οι Γερμανοί, υπάρχουν πολύ περισσότεροι εργαζόμενοι (η ανεργία είναι πολύ χαμηλή). Πολλοί και, κυρίως, πολλές (το 50% των γυναικών) επιλέγουν τη μερική απασχόληση, ενώ η γήρανση του πληθυσμού και η έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού επιτρέπει στους εργαζόμενους να διαπραγματεύονται μειωμένα ωράρια. Επιπλέον, οι νέοι εργαζόμενοι δεν πιστεύουν στον μύθο (ο οποίος διογκώθηκε από τον προτεσταντισμό) της «εργασίας πάνω απ’ όλα», γεγονός που εξηγεί γιατί η ιδέα της τετραήμερης εργασίας κερδίζει ολοένα έδαφος.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News