Εχουν περάσει 11 χρόνια από το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης που προκάλεσε η φούσκα των στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ. Αν θέλετε, έχουν περάσει και 90 χρόνια από τη Μεγάλη Υφεση που προκάλεσε το Κραχ του 1929. Οι χρονολογίες αναφέρονται διότι αν ο κόσμος έχει επιδείξει μια εντυπωσιακή ικανότητα είναι να ξεχνάει. Να θάβει αυτό που έχει συμβεί και το πώς συνέβη και να επαναλαμβάνει τα ίδια λάθη.
Τώρα λοιπόν μοιάζει να επικρέμαται πάνω από τον κόσμο μια νέα ύφεση και ρίχνει βαριά τη σκιά της σε όλες τις οικονομίες. Αυτό τουλάχιστον γράφει η ιταλική εφημερίδα La Repubblica.
Οντως όμως μία νέα κρίση μάς χτυπάει στ’ αλήθεια την πόρτα;
H επιβράδυνση έχει «σταθμεύσει» στην Ευρώπη από το τέλος του 2018, και προς το παρόν είναι ασαφές για πόσον καιρό ακόμη θα ταλαιπωρεί τις οικονομίες της. Οι προβλέψεις πάντως δεν είναι ευοίωνες: κατά πάσα πιθανότητα θα διαρκέσει περισσότερο από όσο υπολογίζεται τώρα. Μάλιστα οι οικονομικοί αναλυτές της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) αμφιβάλλουν ότι το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους θα επέλθει η αναμενόμενη ανάκαμψη.
Ως εκ τούτου η ΕΚΤ εξακολουθεί να υπενθυμίζει στις ευρωπαϊκές τράπεζες ότι πρέπει να απαλλαγούν όσο γίνεται γρηγορότερα από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια τα οποία βαρύνουν τους προϋπολογισμούς τους, παρά το γεγονός ότι αυτά έχουν μειωθεί σχεδόν στο μισό μέσα στην πενταετία: τον περασμένο Μάρτιο ανέρχονταν σε 587 δισ. ευρώ, ενώ τον Νοέμβριο του 2014 υπερέβαιναν το 1 τρισ. ευρώ. Η διαφορά είναι μεγάλη, αλλά δεν είναι αρκετή για να εμπεδωθεί η τραπεζιτική ασφάλεια και πίστη.
Σε γενικές γραμμές οι ευρωπαίοι οικονομολόγοι κρίνουν την κατάσταση «ανησυχητική», συνυπολογίζοντας και τις επιπτώσεις του «εφιαλτικού» Brexit και την ξαφνική επιβράδυνση στη Γερμανία την ίδια. Δεν είναι τυχαίο, υπογραμμίζει η Repubblica, ότι η Γερμανία σκέφτεται να διοχετεύσει στην οικονομία δημοσιονομικά κίνητρα 50 δισ. ευρώ, εγκαταλείποντας την (εμμονή με την) ισορροπημένη δημοσιονομική πολιτική. Η γερμανική οικονομία «βρίσκεται στα σχοινιά» μετά από 15 χρόνια ανάπτυξης, και αυτό εξαιτίας της κρίσης στην αυτοκινητοβιομηχανία της, της μείωσης των εξαγωγών και των προβλημάτων των μεγαλυτέρων τραπεζών της.
Οσο για την Ιταλία, την τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης, η εφημερίδα της Ρώμης, λόγω ειδικού ενδιαφέροντος, περιγράφει την κατάσταση με μελανά χρώματα βασισμένο στις όλο και πιο απαισιόδοξες εκτιμήσεις του οίκου Moody’s για την πορεία του ΑΕΠ.
Η Αμερική του Τραμπ έχει και αυτή κάποια προειδοποιητικά σημάδια για να αρχίσει να ανησυχεί. Ενδεικτικά δίδονται ως παραδείγματα η πτώση της ζήτησης στα τροχόσπιτα, που επηρεάζει την παραγωγή τους, και οι αποδόσεις των ομολόγων: τα διετή ομόλογα έχουν υψηλότερο επιτόκιο από τα ομόλογα τριακονταετίας.
Βέβαια οι αμερικανοί οικονομολόγοι δεν θεωρούν ότι τώρα υπάρχει «ύφεση εν εξελίξει» στις ΗΠΑ, ούτε μπορούν «να υπογράψουν» ότι θα επέλθει ύφεση, ωστόσο παρατηρούν ότι η διακυβέρνηση Τραμπ πιέζει για μείωση του επιτοκίου επειδή φοβάται κάποια αντίδραση από τις αμερικανικές εταιρείες, ιδιαίτερα τους γίγαντες υψηλής τεχνολογίας, λόγω της δασμολογικής πολιτικής.
Ενας από τους οικονομολόγους του ΟΟΣΑ, ο Αντρέα Γκαρνέρο, τοποθετείται στην ιταλική εφημερίδα με κάποια αποστασιοποίηση, αλλά οπωσδήποτε και αυτός απαισιόδοξα: «Κανείς δεν γνωρίζει αν είμαστε κοντά στην ύφεση, αλλά σίγουρα βιώνουμε μια σημαντική παγκόσμια επιβράδυνση που δυστυχώς μεταφράζεται σε στασιμότητα στην Ιταλία».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News