«Θα μνημονεύεται αυτή η χρονιά, στα βιβλία της Iστορίας, για τα πανεπιστήμια υπό κατάληψη από το φιλοπαλαιστινιακό κίνημα που εναντιώνεται στη “συνενοχή” των Μπάιντεν και Μελόνι ή για έναν ποντίφικα που μετέχει για πρώτη φορά σε μια σύνοδο της G7 μαζί με τον Μπάιντεν και τη Μελόνι; Για την εκλογή στο Ευρωκοινοβούλιο ενός εν ενεργεία στρατηγού (Ρομπέρτο Βανάτσι, υποψήφιος με την ακροδεξιά Λέγκα) που δεν συμπαθεί τους γκέι και τους μαύρους ή για την εκλογή ενός ακτιβιστή (Κρίστιαν Ράιμο, υποψήφιος με τη Συμμαχία Πρασίνων Και Αριστεράς) που κατηγορείται για βία στους δρόμους κατά των “φασιστών”; Με λίγα λόγια ο κόσμος στρέφεται προς την Aριστερά ή προς την Δεξιά;», διερωτάται σε άρθρο του ο Αντόνιο Πολίτο της Corriere della Sera.
Ο ιταλός δημοσιογράφος σημειώνει πως είναι ευρέως αποδεκτό ανά το κόσμο, ότι βρισκόμαστε, ως διεθνής κοινότητα, σε ένα σημείο καμπής – και μόνο για το γεγονός πως ο πόλεμος αποτελεί εκ νέου πραγματικότητα. Ο Πολίτο κάνει λόγο για «ρήξη», αναφερόμενος ειδικά στο φοιτητικό κίνημα που αναστατώνει τη Δύση, από την πανεπιστημιούπολη του Columbia της Νέας Υόρκης μέχρι τα μέγαρα της Sciences Po των Παρισίων, γεγονός που ωθεί πολλούς σχολιαστές να προβαίνουν σε παραλληλισμούς με τον Μάη του ‘68.
Οπως τότε, έτσι και σήμερα, καταγράφεται μια παγκόσμια αγανάκτηση, «ένα αίσθημα νεανικής εξέγερσης κατά του ίδιου μας του κόσμου: κατά του καπιταλισμού, του καταναλωτισμού, του μιλιταρισμού και του φανατισμού», όπως συνοψίζει ο αρθρογράφος της ιταλικής εφημερίδας. Τότε η αφορμή ήταν ο πόλεμος στο Βιετνάμ ενώ σήμερα ο πόλεμος στη Γάζα, ωστόσο το συνεχιζόμενο αιματοκύλισμα στη Μέση Ανατολή έφερε στην επιφάνεια πολλά περισσότερα, με τον Πολίτο να αναφέρει ενδεικτικά πως, απολογούμενος για ένα βίντεο στο οποίο δήλωνε ότι «οι σιωνιστές πρέπει να πεθάνουν», εξισώνοντάς τους με τους υπέρμαχους της ανωτερότητας της λευκής φυλής, ο Χιμάνι Τζέιμς, ένας από τους ηγέτες της φοιτητικής εξέγερσης στο Columbia παραδέχτηκε πως «είπα λάθος πράγματα, αλλά ήμουν πληγωμένος: μια ομάδα στο διαδίκτυο έβαλε εναντίον μου επειδή είμαι εμφανώς κουίρ και μαύρος».
«Μια αυθεντική και ρητή μαρτυρία του γεγονότος ότι οι φυλετικές εντάσεις και τα πολιτικά δικαιώματα στο εσωτερικό (των ΗΠΑ) μπλέκονται εκ νέου με γεγονότα στον υπόλοιπο κόσμο, ίσως αυτή τη φορά με ”woke” σάλτσα, το νέο μπαχαρικό της νεανικής δυσφορίας», σχολιάζει από τη μεριά του ο ιταλός αρθρογράφος.
«Εν ολίγοις, όλα όσα συμβαίνουν στις πρωτεύουσες του ευρωπαϊκού και αμερικανικού πολιτισμού μας λένε περισσότερα για τον εαυτό μας παρά για τη Μέση Ανατολή. Το αποτέλεσμα αυτής της μάχης θα επηρεάσει βαθιά τα επόμενα χρόνια, τον τρόπο σκέψης των ενηλίκων του αύριο, τη σχέση μεταξύ εξουσίας και μαζών. Αλλά από αμφότερες τις κατευθύνσεις γιατί κάθε δράση αντιστοιχεί πάντα σε μια αντίδραση», προσθέτει και είναι αλήθεια πως τα γεγονότα του 1968 αποτέλεσαν ουσιαστικά μια ακραία ριζοσπαστικοποίηση του πολιτικού αγώνα.
Εστιάζοντας στα ιταλικά στοιχεία της τότε εξέγερσης της φοιτητικής κοινότητας στις ΗΠΑ σημειώνει πως η ιστορία που ξεκίνησε στην πανεπιστημιούπολη του Μπέρκλεϊ στην Καλιφόρνια, όπου ένας νεαρός άνδρας ιταλικής καταγωγής υποκίνησε τους συνομηλίκους του να «ρίξουν τα σώματά τους στο γρανάζι ώστε να το μπλοκάρουν», δεν τελείωσε στην πραγματικότητα με την έκρηξη της καπιταλιστικής κοινωνίας, που προκάλεσε ο Μικελάντζελο Αντονιόνι στο υπέροχο φινάλε του «Zabriskie Point», αλλά με τη νίκη του τότε αρχηγού της αμερικανικής Δεξιάς, Ρίτσαρντ Νίξον, στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου του ίδιου έτους.
Από τότε, η πολιτική στις Ηνωμένες Πολιτείες άλλαξε οριστικά, καθώς έπαψε να εξαρτάται από τον χώρο του Κέντρου, κατέστη περισσότερο ιδεολογική και κομματική – «μια σχεδόν ανθρωπολογική μονομαχία» – σύμφωνα με τον Αντόνιο Πολίτο, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η εκλογή μιας σειράς Ρεπουμπλικάνων προέδρων, ο πιο σημαντικός από τους οποίους ήταν ο Ρόναλντ Ρίγκαν.
Οσον αφορά την κατάσταση στην Ευρώπη, το ζήτημα ήταν πως «δεν υπήρχε “φαντασία στην εξουσία”» και στη Γαλλία η πυρκαγιά που ξέσπασε το 1968, με την κατάληψη του Πανεπιστημίου της Ναντέρ και επεκτάθηκε στη Σορβόννη και στη συνέχεια στους δρόμους του Παρισιού, σβήστηκε στις αρχές Μαΐου από τη «σιωπηλή πλειοψηφία», ένα εκατομμύριο Γάλλους που διαδήλωσαν για να εκφράσουν τη στήριξή τους στον πρόεδρο Ντε Γκολ, ο οποίος επιστρέφοντας από την «εξορία» του στο Μπάντεν Μπάντεν, διέλυσε την Εθνοσυνέλευση και κέρδισε τις εκλογές, έναν μήνα αργότερα, με 387 έδρες έναντι 91 της Αριστεράς.
Αναφερόμενος ειδικά στην πατρίδα του, ο Αντόνιο Πολίτο εξηγεί πως το 1968 στην Ιταλία κράτησε διήρκεσε τουλάχιστον μία δεκαετία κατά την οποία σημειώθηκαν μεγάλες νομοθετικές αλλαγές και τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Αλλά εκεί η επαναστατική ορμή τερματίστηκε με πολύ πιο τραγικό τρόπο, το 1978 με την απαγωγή και δολοφονία του Αλντο Μόρο από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες.
«Ολα αυτά δεν σημαίνουν ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται ή ότι τα κινήματα της δεκαετίας του 2020 θα οδηγήσουν απαραίτητα σε μια νίκη της Δεξιάς στη δεκαετία του 2030 ή, ακόμα χειρότερα, ότι θα βιώσουμε εκ νέου μια εποχή τρομοκρατίας», σημειώνει ο Πολίτο.
Ωστόσο ο αναβρασμός που επικρατεί στα πανεπιστήμια της Δύσης «θα πρέπει να ερμηνευτεί ως μέρος μιας πολύ ευρύτερης αγανάκτησης με την κατάσταση των πραγμάτων στη Δύση, η οποία, εάν τα τελευταία χρόνια διοχετεύτηκε στο μεγάλο κανάλι του του λαϊκισμού, τώρα φαίνεται να γεννά φιλοδοξίες για μια νέα και πιο ριζοσπαστική Αριστερά. Σήμερα, όπως και τότε, η πλημμυρίδα είναι προ των πυλών. Ολα όμως θα εξαρτηθούν από την πολιτική, η οποία δεν διεξάγεται μόνο στους δρόμους», καταλήγει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News