Η Ινδία, η οποία ετοιμάζεται να φιλοξενήσει τη συνάντηση της G20, εφέτος έχει επιτύχει πολλά και δικαίως πανηγυρίζει: υπερέβη σε πληθυσμό την Κίνα, έχει τον υψηλότερο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης μεταξύ των μεγάλων οικονομιών, ενω ένα διαστημόπλοιό της έφθασε στη Σελήνη. Αυτά είναι κατορθώματα.
Ωστόσο, η χώρα του Ναρέντρα Μόντι εξακολουθεί να έχει ένα σκοτεινό πρόσωπο με δύο προφίλ: τον ινδουιστικό εθνικισμό και την αυταρχική διακυβέρνηση. Δύο πανεπιστημιακοί έγραψαν πρόσφατα για το φαινόμενο Μόντι. Ο Ντεβές Καπούρ στους Financial Times και η Σουσάντ Σινγκ στο Foreign Affairs. Το δε φαινόμενο Μόντι συνίσταται σε εντυπωσιακό ποσοστό αποδοχής, περί το 77%, κάτι που ανάγκασε το περιοδικό Economist να σημειώσει ότι «είναι μακράν ο λαοφιλέστερος εκλεγμένος ηγέτης σε όλον τον κόσμο». Στην πραγματικότητα, σχολίασε η Corriere della Sera, πρόκειται για το πιο διχαστικό πρόσωπο στην Ινδία.
Ο Καπούρ παραδέχεται ότι «ο Μόντι είναι οραματιστής» και οι αποδείξεις υπάρχουν «στις εν εξελίξει μεταρρυθμίσεις που επιχειρεί στις υποδομές και στην πρόνοια». Εκανε εντυπωσιακά πράγματα ο Μόντι, όπως το άνοιγμα 500 εκατομμυρίων τραπεζικών λογαριασμών σε πολίτες, η ηλεκτροδότηση όλων των σπιτιών, διάφορες ευκολίες στην καθημερινότητα των Ινδών, οι οποίες φθάνουν μέχρι την εύκολη πρόσβαση στις σερβιέτες (όσο και αν ακούγεται αστείο).
«Το πρόβλημα είναι ότι είναι αυταρχικός και ότι αυταρχικά κυβερνά. Η μισαλλοδοξία του δεν στρέφεται μόνο εναντίον των πρώην αποικιοκρατών Βρετανών, αλλά και εναντίον των μουσουλμάνων», οι οποίοι αριθμούν 200 εκατομμύρια εντός του ινδικού κράτους. Φυσικά, «θεωρεί εχθρούς του τις φιλοδυτικές φιλελεύθερες ελίτ και όλες τις δυνάμεις της ινδικής αντιπολίτευσης».
Ο Καπούρ αναφέρθηκε σε αποσιώπηση των επικρίσεων που δέχεται η κυβέρνηση Μόντι, κάτι που «μας δυσκολεύει να καταλάβουμε ποιες μεταρρυθμίσεις λειτουργούν και ποιες όχι, και πώς θα μπορούσαν αυτές να βελτιωθούν». Ο Σινγκ επικέντρωσε στον κίνδυνο διάλυσης του περίπλοκου ιστού μιας χώρας-ηπείρου με διαφορετικές εθνοτικές ομάδες, γλώσσες, πολιτισμούς και θρησκείες. Καμπανάκι κινδύνου που ελάχιστοι ακούν εκτός ινδικών συνόρων.
Ο Σινγκ σημείωσε ότι μόνο τους τελευταίους τέσσερις μήνες η εθνοτική βία στοίχισε τη ζωή σε εκατοντάδες και άφησε 60.000 αστέγους. Οργισμένοι όχλοι πυρπόλησαν και βανδάλισαν εκατοντάδες ναούς και πυρπόλησαν περισσότερα από 200 χωριά! Ο Μόντι, σχολιάζει ο Σινγκ, ενδέχεται να πιστεύει ότι αυτό που συμβαίνει σε αρκετή απόσταση από το Νέο Δελχί δεν απειλεί τη δύναμή του, δεδομένου ότι κανένας ξένος ηγέτης από όσους συναντά, ούτε ο Μπάιντεν ούτε ο Μακρόν, δεν του έχει ζητήσει τον λόγο για όλα αυτά.
«Τα γεγονότα στη Μανιπούρ απειλούν τον στόχο και το όραμα του Μόντι για μια πιο μεγάλη Ινδία. Η βία σε αυτή την ινδική Πολιτεία ανάγκασε την κυβέρνηση να αναπτύξει χιλιάδες στρατεύματα εκεί, μειώνοντας την ικανότητα της χώρας να προστατεύει τα σύνορά της από μια ολοένα και πιο επιθετική Κίνα. Η σύγκρουση έχει επίσης παρεμποδίσει τις προσπάθειες της Ινδίας να γίνει παίκτης με επιρροή στη Νοτιοανατολική Ασία, δυσκολεύοντας τη χώρα να υλοποιήσει περιφερειακά έργα υποδομής και επιβαρύνοντας τα γειτονικά κράτη με πρόσφυγες». Ολη αυτή η εθνοτική βία μπορεί να γίνει κακό προηγούμενο και για άλλες περιπτώσεις.
«Θα μπορούσε να δώσει σε άλλες ινδικές αυτονομιστικές και εθνοτικές ομάδες την ευκαιρία να αμφισβητήσουν την πρωτοκαθεδρία του Νέου Δελχί. Αν αυτές οι οργανώσεις αρχίσουν να επαναστατούν, όπως έκαναν και στο παρελθόν, οι συνέπειες θα ήταν τρομερές. Η Ινδία δεν μπορεί να λειτουργήσει αν οι πληθυσμοί της βρίσκονται σε έντονη σύγκρουση μεταξύ τους. Υπάρχουν λίγοι λόγοι να πιστεύουμε ότι οι εντάσεις θα εκτονωθούν υπό τον Μόντι και πολλοί λόγοι για να πιστεύουμε ότι θα επιδεινωθούν. Το κεντρικό ιδεολογικό σχέδιο του πρωθυπουργού είναι η δημιουργία ινδουιστικής εθνικιστικής χώρας στην οποία οι μη ινδουιστές είναι, στην καλύτερη περίπτωση, πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Πρόκειται για πρόγραμμα αποκλεισμού, που αποξενώνει τα εκατοντάδες εκατομμύρια των Ινδών που δεν ανήκουν στην πλειοψηφία».
Η Ινδία, σύμφωνα με τον Σινγκ, έχει το μέγεθος, τον πληθυσμό, τις δυνατότητες και το δικαίωμα να γίνει μεγάλη δύναμη. Αλλά «για να είναι αρκετά σταθερή ώστε να προβάλλει πραγματική εξουσία, η Ινδία πρέπει να διατηρήσει την ειρήνη και την αρμονία στο εσωτερικό της, μεταξύ των διαφορετικών πληθυσμών της, κάτι που μπορεί να επιτύχει μόνο αν γίνει μια περιεκτική, πλουραλιστική, κοσμική και φιλελεύθερη δημοκρατία».
Διαφορετικά, κινδυνεύει να μετατραπεί σε μια ινδουιστική εκδοχή άλλων χωρών της Νότιας Ασίας, όπως η Μιανμάρ και το Πακιστάν, όπου η εθνική κυριαρχία οδήγησε σε αναταραχές, βία και στερήσεις. Οπως παρατήρησε και ο Καπούρ, «είναι κρίμα που το σύνθημα που επέλεξε η Ινδία για τη σύνοδο κορυφής της G20, ‘‘ένας κόσμος, μία οικογένεια, ένα μέλλον’’, δεν φαίνεται να ισχύει για την ίδια την Ινδία».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News