Γνωρίστηκαν το 1964. Εκείνος ήταν 22 ετών. Εκείνη, 24. Εκείνος ήταν παίκτης της Ντανφέρμλιν Αθλέτικ, και ονειρευόταν να κάνει σπουδαία καριέρα στην αγαπημένη του ομάδα, τη Ρέιντζερς της Γλασκώβης. Μόνο η μπάλα υπήρχε στο μυαλό του – όλα τα υπόλοιπα τον άφηναν, εντελώς, αδιάφορο. Εκείνη εργαζόταν σε εργοστάσιο κατασκευής γραφομηχανών, και δεν είχε το παραμικρό ενδιαφέρον για το ποδόσφαιρο. Ως χαρακτήρες ήταν «η μέρα με τη νύχτα». Εκείνος, αψύς, αθυρόστομος, παρορμητικός, κυνικός. Εκείνη, ήρεμη, ευγενική, η φωνή της λογικής, ρομαντική.
Τους χώριζε και κάτι άλλο, ακόμη πιο σημαντικό. Εκείνη ήταν Καθολική, κι εκείνος, Προτεστάντης. Στη διχασμένη (από το μίσος των μεν για τους δε) Γλασκώβη των ‘60s, αυτό αποτελούσε ένα εμπόδιο που ο έρωτας δεν μπορούσε να υπερβεί. Οχι, όμως, για τον Αλεξ και την Κάθι. Ενα πρωινό του 1966 πήγαν στο Δημαρχείο και παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο. Ο κύριος και η κυρία Φέργκιουσον -μετέπειτα σερ και λαίδη- έκαναν την επανάστασή τους, την οποία ο Αλεξ έμελλε να πληρώσει ακριβά.
Ο Αλεξ την ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά. Η Κάθι είχε τις επιφυλάξεις της. Οταν την πλησίασε για πρώτη φορά, με γάζες στο πρόσωπο εξαιτίας ενός τραυματισμού, είχε κατατρομάξει. Τον είχε περάσει για κακοποιό. Ούτε το πρώτο τους ραντεβού, σε κινηματογράφο, ήταν η επιτομή του ρομαντισμού. Της πρόσφερε ένα σακουλάκι γλυκόριζες, τις οποίες καταβρόχθισε ο ίδιος, και μια τοπική εφημερίδα. Την κέρδισε, όμως, με τα μάτια του, που πετούσαν σπίθες, την ειλικρίνεια και τον αυθορμητισμό του. Εζησαν μαζί σχεδόν 60 χρόνια, μέχρι την περασμένη Πέμπτη που η Κάθι «έφυγε», στα 84, και απέκτησαν τρεις γιους, 12 εγγόνια και ένα δισέγγονο.
Ο θάνατος είχε απειλήσει να τους χωρίσει πριν από πέντε χρόνια, στις αρχές Μαΐου του 2018, όταν ο Αλεξ υπέστη εγκεφαλική αιμορραγία. Η Κάθι αγωνιούσε, έξω από την πόρτα της Εντατικής, αν ο άνδρας της θα ζήσει. Αν θα είναι λειτουργικός. Αν θα την αναγνωρίσει, όταν ειδωθούν ξανά. Κι εκείνος, μόλις ανέκτησε της αισθήσεις του, της έγραφε γράμματα. Φοβόταν, μήπως δεν προλάβει να της πει με λόγια όσα ήθελε να της εκφράσει.
Με χέρι που έτρεμε -ο γραφικός του χαρακτήρας είχε αλλοιωθεί-, κατάφερε να αποτυπώσει στο χαρτί τις σκέψεις και τα συναισθήματά του: «Ολα αυτά τα χρόνια έδειξες τεράστια δύναμη. Η καρδιά μου θα χτυπάει πάντα για σένα. Δεν τα παρατάω. Είμαι μόνος και αδύναμος, και μου λείπεις. Μου λείπει το φως σου. Είμαι πολύ περήφανος για σένα και για τους γιους μας. Εσύ είχες τον πλήρη έλεγχο της οικογένειάς μας. Εσύ ήσουν εκεί στο σχολείο, στους έρωτές τους, στα λάθη τους. Δεν μπορούσα, Κάθι. Ημουν απασχολημένος με τη δουλειά. Δεν μπορούσα».
Η Κάθι υπήρξε το στέρεο έδαφος, πάνω στο οποίο πάτησε ο σερ Αλεξ Φέργκιουσον για να γίνει ο πιο επιτυχημένος προπονητής όλων των εποχών. Η αφοσιωμένη σύζυγος που υπέμεινε την «απουσία» του, που έγινε και πατέρας για τα παιδιά τους, προκειμένου εκείνος να προετοιμάζει απερίσπαστος τους θριάμβους του. Η παρηγοριά στις απογοητεύσεις του, το φως όταν τα πάντα γύρω του σκοτείνιαζαν.
Στις πίκρες του ήταν πάντα εκεί. Είχε τον τρόπο της, να διώχνει τα μαύρα σύννεφα μακριά. Τη βοηθούσε και το χιούμορ της. Το 1989, έπειτα από μια συντριβή (5-1) της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ από τη Μάντσεστερ Σίτι, ο Φέργκιουσον βρέθηκε ένα βήμα πριν από την απόλυση. Σκεφτόταν να παραιτηθεί, όταν γύρισε σπίτι και είδε την Κάθι να τον περιμένει στην εξώπορτα, φωνάζοντας «Σίτι, Σίτι». Ξέσπασε σε γέλια και… ξέχασε την παραίτηση. Ηταν λίγο πριν αρχίσει να σαρώνει τους τίτλους.
Και στις χαρές ήταν εκεί, αν και δεν της πολυ-άρεσε να πηγαίνει στο γήπεδο. Ο Φέργκιουσον, όμως, ήθελε να τη νιώθει κοντά του. Τον Μάιο του 1999 η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ νίκησε την Μπάγερν Μονάχου στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ, και πέτυχε το «τρεμπλ». Αμέσως μετά τη λήξη του αγώνα, και ενώ στο «Καμπ Νου» επικρατούσε πανδαιμόνιο, ο σκωτσέζος προπονητής έψαχνε την Κάθι με το βλέμμα του, και φώναζε το όνομά της. Εκείνη καθόταν στην εξέδρα των VIP, και μιλούσε με έναν κουστουμαρισμένο κύριο. Ηταν ο Αλαστερ Κάμπελ, εκπρόσωπος του (τότε) πρωθυπουργού της Βρετανίας, Τόνι Μπλερ. Της αποκάλυψε ότι υπήρχε η σκέψη, να απονεμηθεί στον σύζυγό της ο τίτλος του ιππότη της Βασίλισσας. Η Κάθι του απάντησε: «Δεν πιστεύετε ότι έχει πετύχει αρκετά, ώστε να τον αξίζει;».
Σε έναν άλλον ευρωπαϊκό αγώνα της Γιουνάιτεντ, στο Αμπερντίν, συνέβη το απίστευτο. Το ματς ήταν τόσο συναρπαστικό, και η νίκη της Γιουνάιτεντ τόσο σημαντική, ώστε ο Φέργκιουσον έφυγε από το γήπεδο με το αυτοκίνητό του, έχοντας ξεχάσει εκεί τη γυναίκα του. Ηταν τόσο απορροφημένος στις σκέψεις του, που το κατάλαβε μόνον όταν έφτασε στο σπίτι, και άκουσε έναν από τους γιους του να τον ρωτάει: «Πού είναι η μαμά;».
Η Κάθι προσπαθούσε πάντα να τον πείσει ότι το ποδόσφαιρο δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα παιχνίδι. Ποτέ δεν τα κατάφερε. Αλλά και ποτέ δεν έπαψε να κατανοεί την αγάπη του συζύγου της για τη δουλειά του. Στις 31 Δεκεμβρίου 2001 ο Φέργκιουσον έκλεισε τα 60. Είχε ανακοινώσει ότι στο τέλος της σεζόν θα αποχωρούσε από τα γήπεδα. Θα το έκανε για να δώσει χαρά στην Κάθι και τα παιδιά, όμως ο ίδιος ήταν πολύ στενοχωρημένος. Βγήκαν για να γιορτάσουν, όλοι μαζί, την έλευση του νέου έτους (2002). Μόλις επέστρεψαν στο σπίτι, ο σερ Αλεξ ήπιε μερικά ποτά ακόμη, και ξάπλωσε στον καναπέ. Η Κάθι τον πλησίασε, κάθισε δίπλα του, και του είπε: «Ξέρεις, έκανα μια κουβέντα με τα αγόρια. Πιστεύουν ότι δεν πρέπει να σταματήσεις. Ακόμη κι αν η Γιουνάιτεντ έχει βρει προπονητή για να σε διαδεχθεί, εσύ να πας σε κάποια άλλη ομάδα». Ο Φέργκιουσον έμεινε στο «Ολντ Τράφορντ» για άλλα 11 χρόνια, και κατέκτησε ακόμα περισσότερα τρόπαια.
Την αγαπούσε κι εκείνος, πολύ. Για χάρη της θυσίασε το εφηβικό του όνειρο, να κάνει μεγάλη καριέρα ως ποδοσφαιριστής της Ρέιντζερς. Πέρασε την πόρτα του «Αϊμπροξ» τον Ιούλιο του 1967, ως η ακριβότερη μεταγραφή στην ιστορία του σκωτσέζικου ποδοσφαίρου. Φόρεσε τη φανέλα με το «9», και άρχισε να σκοράρει κατά ριπάς. Υπήρχε, όμως, ένα μεγάλο πρόβλημα: η Ρέιντζερς ήταν η ομάδα του προτεσταντικού πληθυσμού της Γλασκώβης, και η γυναίκα του ήταν Καθολική. Από την πρώτη στιγμή, όταν υπέγραψε το συμβόλαιό του, ένας παράγοντας του συλλόγου, του είχε πει, απέξω – απέξω, να τη χωρίσει. «Επρεπε να του πω να πάει να γαμηθεί», δήλωσε με θυμό πολλά χρόνια αργότερα στο ντοκιμαντέρ «Sir Alex Ferguson: Never Give In», με θέμα τη ζωή του, που κυκλοφόρησε το 2021 ο γιος του, Τζέισον.
Δεν το είπε, αλλά και δεν έκανε αυτό που του ζήτησαν. Ηταν αναμενόμενο, ότι στη Ρέιντζερς δεν θα μακροημέρευε. Στον τελικό του Κυπέλλου Σκωτίας το 1969, μπροστά σε 132.000 θεατές, η ομάδα του ηττήθηκε από τη Σέλτικ (των Καθολικών) με 4-0. Ο Φέργκιουσον, με την Καθολική σύζυγο, ήταν το ιδανικό «μαύρο πρόβατο». Επειτα από εκείνο το τελευταίο του παιχνίδι με τη φανέλα της Ρέιντζερς, η καριέρα του ως παίκτης πήρε την κάτω βόλτα. Ετσι έγινε προπονητής, μόλις στα 33 του.
Ο Ρόμπερτ Κράμπτον, των Times, ήταν ένας από τους ελάχιστους δημοσιογράφους που είχαν το προνόμιο να επισκεφθούν το ζεύγος Φέργκιουσον στο σπίτι του. Πριν αρχίσει η συνέντευξη ρώτησε τον σερ Αλεξ ποιος ήταν το αφεντικό του σπιτιού. «Θα αστειεύεσαι, βέβαια», αποκρίθηκε εκείνος, και του έδειξε με τα μάτια την Κάθι, η οποία καθόταν μακριά τους και τάιζε ένα από τα εγγόνια τους.
Στον σαββατιάτικο αγώνα εναντίον της Μπρέντφορντ, οι παίκτες της Γιουνάιτεντ θα φορούν μαύρα περιβραχιόνια. Για να τιμήσουν τη μνήμη της Κάθι: της γυναίκας πίσω από τους θριάμβους του σερ Αλεξ Φέργκιουσον.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News