Ο Ζαν Μονέ, ένας από τους πατέρες της ιδέας της ευρωπαϊκής ενοποίησης το είχε προβλέψει πριν από πολλά χρόνια. «Η Ευρώπη θα διαμορφωθεί μέσα από τις κρίσεις της», είχε πει ο γάλλος μεγαλοεπιχειρηματίας, τραπεζίτης, διπλωμάτης και πολιτικός.
Τα κράτη της Ευρώπης ενώθηκαν τελικά αλλά αρχικά η παγκοσμιοποίηση και στη συνέχεια η μεγάλη ύφεση του 2008 ανέδειξαν με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο καταρχάς ότι η «η μινιμαλιστική ιδέα μίας συμμαχίας της αγοράς» είναι ανεπαρκής μπροστά στην «καθολικότητα των φαινομένων που πρέπει να αντιμετωπιστούν». Συγχρόνως επιβεβαίωσαν επίσης ότι «κανένας εθνικισμός δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί από μόνος του στις νέες προκλήσεις» των καιρών μας, επισημαίνει σε άρθρο του ο Ετσιο Μάουρο.
Ο διακεκριμένος ιταλός δημοσιογράφος, πρώην διευθυντής και νυν αρθρογράφος της La Repubblica, υποστηρίζει πως ενώπιον του κορονοïού και της πανδημίας τίθεται ένα ζωτικής σημασίας ερώτημα: διαθέτει η Ευρώπη τα απαραίτητα «ηθικά και πολιτικά θεμέλια», ούτως ώστε να δημιουργήσει τους κατάλληλους θεσμούς και να βρει τις λύσεις που χρειάζονται για να αντιμετωπιστούν οι έκτακτες ανάγκες της εποχής; «Είμαστε σε θέση να αναπτύξουμε μία θεωρία της κρίσης και να σταθούμε στο ύψος των πολιτικών λύσεων που απαιτούνται;», διερωτάται ο Μάουρο, υποστηρίζοντας πως στην προκειμένη περίπτωση το εν λόγω ερώτημα το θέτουν κατά κύριο λόγο ο κορονοïός και τα εμβόλια.
Επί πολλούς μήνες οι πολίτες των ευρωπαϊκών κρατών, δεδομένης της σχεδόν απόλυτης κυριαρχίας του φονικού ιού, ανάμεναν την ανάπτυξη των εμβολίων ως μοναδική λύση σωτηρίας. Και η ΕΕ, παρότι δεν διαθέτει αρμοδιότητες όσον αφορά τη δημόσια υγεία στα κράτη – μέλη, ανέλαβε κεντρικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις με τις φαρμακευτικές εταιρείες, με στόχο την κατοχύρωση της ασφάλειας του εφοδιασμού, ενός λογικού κόστους και της δίκαιης διανομής των εμβολίων.
Μία υπερεθνική δημόσια οντότητα, η ΕΕ, ανέλαβε, οπότε, δράση για να διαπραγματευτεί με ιδιωτικές οντότητες, τις φαρμακοβιομηχανίες στην προκειμένη περίπτωση. Ο Μάουρο αναφέρει μέσω αυτής της ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας προέκυψε μία νέα διαδικασία συντονισμού των κρατών – μελών της ΕΕ και ένα νέο συγκεντρωτικό σύστημα λήψης αποφάσεων, στο πλαίσιο του οποίου η Κομισιόν επιδίωξε να αξιοποιήσει το πολιτικό κύρος της Ενωσης, λειτουργώντας τρόπον τινά ως υποκατάστατο μίας κοινοτικής κυβέρνησης.
Ποιος φταίει για τα εμβόλια;
Σήμερα, ωστόσο, είναι ξεκάθαρο πως η ΕΕ δεν μπόρεσε να επιτύχει τους στόχους της όσον αφορά και την προμήθεια των εμβολίων από τις φαρμακευτικές εταιρείες και τη διανομή τους στα κράτη-μέλη της ΕΕ. Ποιος, όμως, φταίει για αυτήν την αποτυχία η οποία εκτιμάται πως θα κοστίσει πολλές ανθρώπινες ζωές και θα πλήξει περαιτέρω τις ευρωπαϊκές οικονομίες; Η Κομισιόν ή τα κράτη-μέλη της ΕΕ και οι κυβερνήσεις τους;
Ο Ετσιο Μάουρο υπενθυμίζει στο κείμενό του πως κατευθυντήριες γραμμές της ΕΕ είναι «σύμφωνα με τη λογική και σύμφωνα με τις συνθήκες» η ασφάλεια των ευρωπαίων πολιτών και η αλληλεγγύη μεταξύ των 27 κρατών – μελών που την απαρτίζουν.
Οσον αφορά την ασφάλεια των πολιτών στο πλαίσιο της πανδημίας, επρόκειτο για την πρώτη φορά που η ΕΕ αισθάνθηκε ότι έπρεπε να δράσει άμεσα και το έκανε, αναλαμβάνοντας ευθύνες αναλογούν στις εθνικές κυβερνήσεις, λειτουργώντας ως εγγυητής έσχατης ανάγκης. «Αυτή η δέσμευση καταδεικνύει τη σοβαρότητα των επιπτώσεων της κρίσης και την πρακτική ευελιξία της ευρωπαϊκής διοίκησης, η οποία είναι έτοιμη να αντιληφθεί τη στιγμή που οι ανάγκες του πληθυσμού καθίστανται ζήτημα πολιτικό», γράφει ο Μάουρο.
Οσον αφορά την πολυπόθητη ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, το ζήτημα είναι πολύ πιο πολύπλοκο. Καταρχάς πρέπει να σημειωθεί ότι η αλληλεγγύη αποτελεί τρόπον τινά μία θεσμική, «συνταγματική», αρχή της ΕΕ καθώς τα 12 κράτη – μέλη που συνυπέγραψαν τη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992, είχαν διακηρύξει τότε πως ένας από τους στόχους της περαιτέρω ενοποίησης της ΕΕ ήταν η ενίσχυση των σχέσεων αλληλεγγύης μεταξύ των ευρωπαϊκών λαών, με σεβασμό, πάντα, στην ιστορία, στον πολιτισμό και στις παραδόσεις κάθε λαού.
Σήμερα, όμως, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά το Μάαστριχτ, λίγοι είναι εκείνοι που αρνούνται πως η υποχρέωση της αλληλεγγύης ερμηνεύεται κυρίως περιοριστικά από τα κράτη – μέλη της ΕΕ, «ως μία εγγύηση ισορροπίας στην κατανομή των βαρών» και σε καμία περίπτωση ως πολιτικό και ηθικό καθήκον.
Το ναυάγιο με το Προσφυγικό
Ο Μάουρο υπενθυμίζει πως όταν η ΕΕ κλήθηκε να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα κατεξοχήν πολιτικό και ηθικό, όπως η μαζική έλευση εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων, «το άψυχο κριτήριο της κατανομής των βαρών δεν άντεξε, τινάχτηκε στον αέρα, αφήνοντας τα κράτη του Νότου μόνα τους μπροστά στους πρόσφυγες που αποβιβάζονταν στις ακτές τους. Οπότε είναι τα κράτη οι πραγματικοί κάτοχοι του χρέους αλληλεγγύης που πληρώνουμε», συμπεραίνει ο Μάουρο.
Τον περασμένο Μάρτιο διάφορες χώρες κατάσχεσαν 19 εκατομμύρια προστατευτικές μάσκες οι οποίες προορίζονταν για την Ιταλία. Στη συνέχεια η Πολωνία και η Ουγγαρία απείλησαν να τορπιλίσουν τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό για την περίοδο 2021 – 2027 και, κατ’ επέκταση, και το Ταμείο Ανάκαμψης, απαιτώντας ουσιαστικά να αναγνωριστούν ως «μεταδημοκρατικά καθεστώτα» που λειτουργούν ανεξάρτητα από τις αρχές και τα πρότυπα του κράτους δικαίου. Σήμερα βλέπουμε την Αυστρία να ηγείται μιας ομάδας έξι χωρών της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων που διαμαρτύρονται για άνιση κατανομή των δόσεων των εμβολίων στην ΕΕ. Νωρίτερα ο αυστριακός καγκελάριος είχε βάλει πολλές φορές κατά της Κομισιόν, κατηγορώντας την για καθυστερήσεις τόσο στην προμήθεια των εμβολίων όσο και στην έγκρισή τους.
Οπότε, διαπιστώνεται, δυστυχώς, πως η σχεδόν «συνταγματική» αρχή της αλληλεγγύης αποτελεί ουσιαστικά ένα κενό γράμμα, «ένα ρητορικό τεχνούργημα», σύμφωνα με τον Μάουρο, «που πρέπει να απαριθμείται στα ιστοριογραφικά προοίμια και να λησμονείται στην καθημερινή άσκηση της πολιτικής. Αλλά τα προοίμια, μαζί με τις αρχές τους, συντάσσονται για να επιβάλλουν στους θεσμούς τον σεβασμό συγκεκριμένων αξιών, ακόμα και όταν δυσμενείς απρόοπτες εξελίξεις αναδεικνύουν πιο βολικές, λιγότερο απαιτητικές οδούς, που ταιριάζουν με το πνεύμα της εποχής».
Η ΕΕ αποτελεί μία ένωση κρατών γιατί (υποτίθεται πως) υπάρχει ομοφωνία όσον αφορά συγκεκριμένες ιδρυτικές αξίες. Στην πράξη, ωστόσο, αυτές οι αξίες τις περισσότερες φορές ερμηνεύονται κατά το δοκούν από το κάθε κράτος – μέλος, κατά τις περιστάσεις, με τρόπο ώστε να συνάδουν με τις όποιες τρέχουσες πολιτικές προτεραιότητες τους. Αυτό συμβαίνει επειδή η αλληλεγγύη στην ΕΕ παρέμεινε «μία αφηρημένη αρχή στην οποία δεν παρασχέθηκε μια νομική βάση και μία πολιτική σημασία».
Συνεκτική ευρωπαϊκή πολιτική
Ωστόσο σε αυτό το δυσμενές πλαίσιο η Ευρωπαϊκή Ενωση κατάφερε τελικά να συνθέσει με γνώμονα την αλληλεγγύη μία κοινή συνεκτική ευρωπαϊκή πολιτική (πρόγραμμα Sure, στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, παροχή δανείων με ευνοϊκούς όρους από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, σύσταση του Ταμείου Ανάκαμψης, αναστολή του Συμφώνου Σταθερότητας κ.α.) για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Οπότε για αυτό το έλλειμμα αλληλεγγύης που εξακολουθεί να ταλανίζει την ΕΕ την ευθύνη δεν τη φέρει τόσο η Ευρώπη όσο τα κράτη -μέλη της Ενωσης, οι λαοί τους, οι κυβερνήσεις τους και οι εθνικές πολιτικές τους, καταλήγει ο Μάουρο.
Αλλά θεωρεί πως είναι αυτός ο πυρήνας του νέου συμφώνου μεταξύ των δημοκρατίας και των πολιτών που πρέπει να συναφθεί μετά την ανάσχεση της πανδημίας για μία νέα κοινωνική συναίνεση και μία νέα ευημερία. «Η ΕΕ μπορεί να ηγηθεί των κρατών εάν αναγνωρίσει πως προϋπόθεση της αλληλεγγύης είναι η κοινότητα και, ως και τούτου, η κουλτούρα της αλληλεγγύης βρίσκεται στη βάση μίας ευρωπαϊκής ταυτότητας η οποία ακόμα διαμορφώνεται».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News