Πρώτα τα καλά νέα: η Εθνική Ελλάδος ξανάγινε ομάδα. Τρέχει, ιδρώνει, «τσαμπουκαλεύεται» άμα λάχει, αρνείται να τα παρατήσει. Το παλεύει, όπως μπορεί, μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο. Κυριολεκτικώς.
Στο ανέλπιστο γκολ του Γιώργου Τζαβέλλα, όλοι οι διεθνείς μας έχουν συνθέσει ένα μπουκέτο από σφιχταγκαλιασμένα κορμιά. Ακόμη και ο Γιάννης Μανιάτης τινάζεται από τον πάγκο για να συγχαρεί τον σκόρερ. Με τον οποίο -μην ξεχνιόμαστε- το 2014 είχαν πρωταγωνιστήσει σε ένα σίριαλ καβγάδων που δίχασαν τα αποδυτήρια.
Αυτός ο περιπλανώμενος ποδοσφαιρικός θίασος που επί δύο χρόνια έχανε παντοιοτρόπως απ’ όλους όσοι φορούσαν σορτσάκι, δεν υπάρχει πια. Η τελευταία του παράσταση ήταν το πρώτο ματς του Σκίμπε, πριν από ακριβώς 12 μήνες: η ήττα από… το Λουξεμβούργο, στις 13 Νοεμβρίου 2015. Εναν χρόνο και δώδεκα αγώνες μετά, η Εθνική έχει παλμό, σύμπνοια, «τσαγανό» και -κυρίως- φιλοδοξίες.
Πρόκειται για έναν μικρό άθλο του γερμανού προπονητή. Παρέλαβε ένα μωσαϊκό συλλογικών αντιπαραθέσεων, το οποίο -επιπλέον- οι δυο πρώην πρόεδροι της Ομοσπονδίας (ο Σαρρής και ο Γκιρτζίκης) θεωρούσαν χωράφι τους, και κατάφερε να το κάνει «οικογένεια». Το υποψιαζόμασταν στα εύκολα -όταν νικούσαμε το Γιβραλτάρ, την Κύπρο και την Εσθονία- όμως, χθες, το επιβεβαιώσαμε και στα δύσκολα. Κι ας μη νικήσαμε τη Βοσνία (1-1).
Τώρα τα κακά νέα: στο πρώτο ημίχρονο του αγώνα, η απόδοση της Εθνικής μας ήταν copy-paste των αποκαρδιωτικών εμφανίσεών της στην αλήστου μνήμης προκριματική φάση του Euro 2016. Δεν είχε κανένα σχέδιο για να σταματήσει τους Βόσνιους, να εκμεταλλευθεί τις αμυντικές αδυναμίες τους, να επιτεθεί. Τα έκανε όλα λάθος. Το ότι κατάφερε να μη χάσει, οφείλεται -κυρίως- στην αντίδραση εγωισμού και φιλοτιμίας των παικτών της. Δεν είναι μικρό πράγμα, έτσι όπως είχαμε καταντήσει, όμως δεν είναι αρκετό για να μας φτάσει στο Μουντιάλ της Ρωσίας.
Οφείλεται, επίσης, στην αβάσταχτη ελαφρότητα των αντιπάλων μας – διαχρονικό χαρακτηριστικό όλων των ποδοσφαιρικών φυλών της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Στο πρώτο 45λεπτο οι Βόσνιοι είχαν επτά τελικές προσπάθειες (εμείς, μόνο μία), τρεις μεγάλες ευκαιρίες και κατοχή μπάλας 62%-38%. Στο δεύτερο, άλλες τρεις (με Πιάνιτς, Ιμπίσεβιτς και Τζέκο). Αντί να «καθαρίσουν» το ματς, προτίμησαν να μας δείξουν πόσο καλύτεροι -από μας- είναι. Κι έπειτα το γύρισαν στις… κοκορομαχίες. Στο 76′ έχασαν τον Τζέκο (κατέβασε το σορτσάκι του Παπασταθόπουλου και αποβλήθηκε), και στις καθυστερήσεις το φοβερό σουτ του Τζαβέλλα, τους άφησε με άδεια χέρια.
Για να ‘μαστε ρεαλιστές, η Βοσνία με την Ελλάδα είναι… η μέρα με τη νύχτα. Οι Βόσνιοι διαθέτουν δυο επιθετικούς διεθνούς κλάσεως -τον Τζέκο (Ρόμα) και τον Ιμπίσεβιτς (Χέρτα Βερολίνου)- που παίζουν μαζί στην εθνική τους πολλά χρόνια, και «βρίσκονται με κλειστά μάτια». Τον Μίραλεμ Πιάνιτς, τον «παικταρά» της Γιουβέντους. Ενα αυθεντικό «δεκάρι» της παλιάς εποχής, με τις ντρίμπλες του, τις πάσες, τα σουτ και τις υπέροχες εκτελέσεις φάουλ (όπως η χθεσινή). Τον τερματοφύλακα Ασμίρ Μπέγκοβιτς, της Τσέλσι. Στο σύνολο, πέντε ποδοσφαιριστές του Καμπιονάτο και τέσσερις της Μπουντεσλίγκα, ανώτερους -σε ατομικό επίπεδο- από τους περισσότερους δικούς μας. Τεχνίτες, γρήγορους και δυνατούς. Χθες, στο Φάληρο, υπήρξαν στιγμές που οι Βόσνιοι άλλαζαν πάσες με την ευκολία που το κάνει η Μπαρτσελόνα, η Ισπανία και η Γερμανία.
Επειδή, εμείς, είμαστε «λίγοι». Εχουμε τρεις «παγκόσμιους» στόπερ (Παπασταθόπουλο, Μανωλά, Κυριάκο Παπαδόπουλο), έναν γκολτζή φορ (Μήτρογλου) και δυο ταλαντούχους αλλά άπειρους μεσο-επιθετικούς (Φορτούνη, Μάνταλο). Σε όλες τις υπόλοιπες θέσεις… ψαχνόμαστε. Ο Μανιάτης γέρασε – δεν παίζει, καν, στην ομάδα του. Ο Σάμαρης δείχνει κουρασμένος. Αλλους χαφ ποιότητας, δεν έχουμε. Εξτρέμ, επίσης. Μόνο δυο υποφερτούς πλάγιους μπακ – και αλοίμονο αν κάποιος τραυματιστεί ή τιμωρηθεί. Πάνω απ’ όλα, μας λείπουν οι παίκτες με προσωπικότητα -ένας Ζαγοράκης, ένας Κατσουράνης, ένας Καραγκούνης, ένας Μπασινάς- οι οποίοι έδιναν σε κάθε παιχνίδι τον ρυθμό που μας βόλευε. Ενας compact σχηματισμός που ήξερε να κουλαντρίζει όποιο «θηρίο» στεκόταν απέναντί του.
Αυτή η έλλειψη κάνει τα όποια λάθη του Σκίμπε -σε τακτική ή σε πρόσωπα- να φαίνονται ασήμαντες λεπτομέρειες. Αλλά, δυστυχώς, δεν θεραπεύεται με την προπόνηση και δεν διορθώνεται με τις μετεγγραφές. Οι εθνικές ομάδες είναι οι αρετουσάριστες φωτογραφίες της ποδοσφαιρικής δυναμικής κάθε χώρας, τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Αραγε, πιστεύει κανείς ότι -αυτή τη στιγμή- έχουμε καλύτερο ποδόσφαιρο, και το αδικεί η φωτογραφία;
Εκτός θεαματικού απροόπτου, με τη χθεσινή της ισοπαλία στο «Γεώργιος Καραϊσκάκης» η Εθνική έχασε το τρένο για τη Ρωσία. Στις 25 Μαρτίου 2017 θα πάμε στο Βέλγιο με την ευχή και την ελπίδα να μην πάθουμε ό,τι έπαθαν εκεί, η Βοσνία (4-0) και η Εσθονία (8-1). Αν παίξουμε τόσο στατικά όσο χθες, με μέσους που μαρκάρουν… με τα μάτια, θα βαρέσουμε διάλυση. Επειτα, στις 9 Ιουνίου, μας περιμένει η «καυτή» Ζένιτσα, όπου η Βοσνία μας είχε… τσαλακώσει (3-1) και στα καλύτερά μας χρόνια (τον Μάρτιο του 2013, επί Σάντος). Μόνο το «άστρο» του Σκίμπε -το οποίο φαίνεται πως κληρονόμησε από τον Ρεχάγκελ- μπορεί να μας γλιτώσει.
Το κέρδος μας από το χθεσινό παιχνίδι είναι η «έκρηξη» του κόσμου στις κερκίδες, στο γκολ του Τζαβέλλα. Το οτι αγκαλιάστηκαν δυο διεθνείς που προσωποποιούσαν το κακό κλίμα στα αποδυτήρια. Η «αρπαγή» της ισοπαλίας από έναν αντίπαλο πολύ καλύτερο από εμάς, α λα παλαιά. Το ότι μείναμε ζωντανοί στο κυνήγι της πρόκρισης, αν και δεν παίξαμε καλά. Το πείσμα της ομάδας, το οποίο σκέπασε τις (πολλές) αδυναμίες της. Οι δέκα βαθμοί σε τέσσερις αγωνιστικές, που αποδεικνύουν ότι επιστρέφουμε στην κανονικότητα.
Το αν αρκούν, όλα αυτά, εξαρτάται από την απάντηση στο ερώτημα: ποιος -στ’ αλήθεια- είναι ο προορισμός; Αν είναι η πρόκριση, μάλλον δεν είναι αρκετά. Αλλά, αν είναι το να ξαναβρούμε στο πρόσωπο της Εθνικής τη χαμένη μας αγάπη, γι’ αρχή φτάνουν και περισσεύουν. Αρκεί να σκεφτεί κανείς, πού βρισκόμασταν πέρυσι τέτοια εποχή.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News