22 Μαΐου 2019. Στο «Γεντί Κουλέ» ο ΟΦΗ παίζει τη ζωή του στην Α’ Κατηγορία, απέναντι στον Πλατανιά. Καθώς ο έξτρα χρόνος (των καθυστερήσεων) αρχίζει να μετρά, δέχεται γκολ (2-2). Βρίσκεται… με το ενάμισι πόδι στη Β’ Εθνική. Τρία λεπτά αργότερα, στο 90’+5′, κερδίζει ένα φάουλ. Ο Αντίλ Ναμπί το εκτελεί με χειρουργική ακρίβεια, στέλνοντας την μπάλα στα δίχτυα του αντίπαλου τερματοφύλακα. Οσες φορές κι αν ξαναδοκιμάσει, δεν θα το πετύχει. Ο ΟΦΗ παραμένει στη Super League 1 σαν από θαύμα.
Σχεδόν πέντε μήνες μετά, η ιστορική ομάδα του Ηρακλείου δεν θυμίζει, σε τίποτα, εκείνη που πάλευε για να αποφύγει τον υποβιβασμό. Μοιάζει περισσότερο στον κυριαρχικό, επιθετικό, θεαματικό ΟΦΗ του Ευγένιου Γκέραρντ, που μεσουράνησε στο ελληνικό ποδόσφαιρο τις δεκαετίες των ’80s και των ’90s. Το μαρτυρούν και οι αριθμοί. Με 13 βαθμούς σε έξι αγώνες (τέσσερις νίκες, μια ισοπαλία και μια ήττα) ο κρητικός σύλλογος έχει σκαρφαλώσει στην 4η θέση της βαθμολογίας, πραγματοποιώντας την καλύτερή του εκκίνηση εδώ και μία 20ετία. Τη σεζόν 1999-2000, την τελευταία που κέρδισε τη συμμετοχή του στα Κύπελλα Ευρώπης (και τελευταία του ολλανδού προπονητή στον πάγκο), είχε συγκεντρώσει ακριβώς τους ίδιους βαθμούς στις έξι πρώτες αγωνιστικές.
Η πορεία μιας ομάδας μπορεί να είναι συγκυριακή. Οχι, όμως, το ποδόσφαιρο που παράγει. Ο ΟΦΗ έχει σημειώσει 14 γκολ σε έξι ματς. Διαθέτει την καλύτερη επίθεση του νεαρού μας πρωταθλήματος (ο πρωτοπόρος Ολυμπιακός έχει σκοράρει 12 γκολ και ο ΠΑΟΚ, 13). Δημιουργεί ευκαιρίες και γκολ με απίστευτη ευκολία. Ακόμη και στο παιχνίδι που έχασε, στον Βόλο, κατέγραψε 19 τελικές προσπάθειες. Είναι, μέχρι στιγμής, η πιο ελκυστική ομάδα της εφετινής Super League. Χάρμα οφθαλμών. Γι’ αυτό και τα άδεια καθίσματα στο γήπεδό του είναι πολύ λιγότερα από τα γεμάτα. Χωρίς, ακόμη, να έχει δώσει κάποιον «εμπορικό» αγώνα στην έδρα του (με Ολυμπιακό, ΠΑΟΚ, ΑΕΚ, ή Παναθηναϊκό).
Ολοι προσπαθούν να αποκωδικοποιήσουν το μυστικό της επιτυχίας αυτής της ομάδας, που ακόμα και οι καλύτεροί της παίκτες (Νέιρα, Μεγιάδο, Σεμέντο, Σακόρ, Μάνος, Τσιλιανίδης, Κοροβέσης, Ναμπί κ.ά) είναι -σχετικά- φτηνοί. Εάν πρέπει να το πεις με δυό κουβέντες, είναι ο σεβασμός που δείχνουν στο ποδόσφαιρο και τους κανόνες του όλοι όσοι παίρνουν τις αποφάσεις. Και η εμπιστοσύνη του ενός προς τον άλλον.
Γιάννης και Γιώργος Σαμαράς, Ηλίας Πουρσανίδης, Γρηγόρης Τσινός, Παύλος Αδάμος, Νίκος Νιόπλιας, Αλέξης Αλεξούδης, Σάββας Κωφίδης… Είναι μερικά από τα ονόματα που θα συναντήσει κανείς σε καίρια πόστα στο οργανόγραμμα του συλλόγου. Ολοι τους «γεννήθηκαν» στα γήπεδα. Οι περισσότεροι είναι παλιές δόξες του ΟΦΗ και «παιδιά» του Γκέραρντ. Φίλοι μεταξύ τους, μοιράζονται το ίδιο όραμα: να δημιουργήσουν ένα υγιές ποδοσφαιρικό περιβάλλον, που θα προσφέρει χαρά και ευχαρίστηση. Στους ίδιους, πρώτα – πρώτα.
Το «αφεντικό», ο Μάικ Μπούσης, δεν… μπερδεύεται στα πόδια τους. Οπως και τότε, ο Θόδωρος Βαρδινογιάννης. Σπάνιο για την ελληνική πραγματικότητα. Ο ελληνοαμερικανός επιχειρηματίας, ιδιοκτήτης μεγάλης αλυσίδας παντοπωλείων στις ΗΠΑ (η «Cermak Fresh Market» έχει υπάρξει χορηγός των Μπακς, του Γιάννη Αντεντοκούνμπο), έχει καθορίσει το μπάτζετ, έχει εγκρίνει το πρότζεκτ και τους έχει αφήσει να το «τρέξουν», δείχνοντάς τους απόλυτη εμπιστοσύνη. Αλλωστε, όπως του αρέσει να λέει, ποτέ δεν ανακατεύεται σε κάτι που δεν γνωρίζει καλά. Κατοικεί στο Σικάγο κι έρχεται στην Ελλάδα συχνά για να παρακολουθήσει την ομάδα του.
Ο Μπούσης, που απέκτησε το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών της ΠΑΕ τον Σεπτέμβριο του 2018 (οι παλαιοί μέτοχοι του το μεταβίβασαν εντελώς δωρεάν), δεν έχει ιδιαίτερη σχέση με την Κρήτη. Τον δρόμο για την εμπλοκή του στα διοικητικά του ΟΦΗ, τον άνοιξε η γνωριμία -και μετέπειτα φιλία- του με τον Γιώργο Σαμαρά, όταν εκείνος αγωνιζόταν στις ΗΠΑ. Το σχέδιο ήταν, εξ’ αρχής, αυτό: ο επιχειρηματίας θα έλυνε το βιοποριστικό πρόβλημα του συλλόγου (που ταλαιπωρήθηκε αφάνταστα επί πολλά χρόνια), και ο Σαμαράς με τους συνεργάτες του θα έφτιαχναν την καλύτερη ομάδα που μπορούσε να πληρώσει ο Μπούσης.
Τίποτα δεν αφέθηκε στην τύχη. Ούτε, βεβαίως, η επιλογή προπονητή. Το όνομα του 41χρονου Γιώργου Σίμου, πρώην ποδοσφαιριστή που πέρασε και από τον Παναθηναϊκό, είχε προκαλέσει μεγάλη έκπληξη όταν ακούστηκε, τον περασμένο Ιούλιο. Το βιογραφικό του, ως τεχνικός, ήταν πολύ φτωχό για τη Super League. Είχε εργαστεί μόνο σε ακαδημίες (του Παναθηναϊκού και της ΑΕΚ) και ως βοηθός στην Ομόνοια Λευκωσίας. Αλλά ο Γιάννης Σαμαράς τον εμπιστεύτηκε, επειδή τον γνώριζε καλά. Είχαν δουλέψει μαζί στα τμήματα υποδομής του Παναθηναϊκού και της ΑΕΚ.
Στα φιλικά προετοιμασίας, στην Ολλανδία, ο ΟΦΗ υπέστη πέντε ήττες στη σειρά. Πέτυχε πέντε γκολ και δέχτηκε 16. Το Ηράκλειο θορυβήθηκε. «Με τόσο άπειρο προπονητή, θα πάμε άπατοι». Ο Σαμαράς, όμως, που τον ήξερε «από πρώτο χέρι» και παρακολουθούσε τη δουλειά του από κοντά, δεν παρασύρθηκε από τα media και τις καφενειακές συζητήσεις. Δεν περίμενε να μάθει το ποιόν του προπονητή του από τα πρώτα του αποτελέσματα. Τον στήριξε χωρίς αστερίσκους και υποσημειώσεις. Και ο Σίμος, χωρίς το άγχος της απόλυσης στην πρώτη «στραβή», έκανε τη δουλειά του όσο καλύτερα μπορούσε.
Διοίκηση και προπονητικό τιμ, όλη η ποδοσφαιροπαρέα μαζί, διάλεξαν τους παίκτες. Θα ήταν (σχετικά) φτηνοί – αυτό δεν μπορούσε να αλλάξει. Αλλά, δεν θα ήταν «λαχεία». Αναζητήθηκαν καλοί χαρακτήρες, με κέφι για μπάλα, συμβατοί με τους στόχους και τη φιλοσοφία της ομάδας. Τους περισσότερους απ’ όσους ήρθαν στο Ηράκλειο, δεν τους ήξερε σχεδόν κανείς. Σήμερα, όμως, τους συζητάει όλη η Ελλάδα.
Ο νέος ΟΦΗ δεν θα πάρει το Πρωτάθλημα. Κατάφερε, όμως, να ξεχωρίσει. Να τον θαυμάζουν φίλοι και αντίπαλοι. Οι ρομαντικοί του ποδοσφαίρου θα ήθελαν να δουν αυτό το πρότζεκτ, που απέχει πολύ από την ελληνική λογική, να επιτυγχάνει. Αλλά, ακόμη κι αν στο τέλος αποτύχει, τα «παιδιά» του Γκέραρντ έχουν κάνει την επανάστασή τους.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News