Σε έναν δύσκολο κύκλο πιέσεων φαίνεται ότι έχουν εισέλθει τα ελληνικά ομόλογα, μαζί με αυτά της ευρωζώνης, καθώς τα μάτια των χρηματαγορών βρίσκονται στις επόμενες κινήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, προεξοφλώντας μείωση της ρευστότητας και αύξηση των επιτοκίων για να αντιμετωπιστεί το κύμα του πληθωρισμού που παρά τις διαβεβαιώσεις της Κριστίν Λαγκάρντ κάθε άλλο παρά προσωρινό αποδείχτηκε.
Η χρονική σύμπτωση δεν είναι η καλύτερη. Το κόστος δανεισμού της χώρας μας αυξάνεται, ακριβώς την ώρα που οι ανάγκες του ελληνικού κράτους για τη στήριξη των πληγέντων από την ακρίβεια πολιτών επίσης αυξάνουν κάθε μέρα που περνάει. Και την ίδια ώρα η κατάκτηση της λεγόμενης επενδυτικής βαθμίδας για την ελληνική οικονομία απέχει χρονικά –και ίσως να χρειαστεί να περιμένουμε μετά τις εκλογές– με συνέπεια τα ελληνικά ομόλογα να έχουν μεγαλύτερο ρίσκο για τους επενδυτές, ιδίως τώρα που το κολοσσιαίο έκτακτο πρόγραμμα της ΕΚΤ για αγορά ομολόγων (PEPP) για να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις της πανδημίας τερματίζεται τον Μάρτιο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τη Δευτέρα οι αποδόσεις του δεκαετούς ελληνικού ομολόγου εκτινάχθηκαν στο 2,5%, σημειώνοντας αύξηση 12%. Πριν τρεις εβδομάδες η χώρα μας είχε προχωρήσει σε έκδοση δεκαετούς με επιτόκιο 1,8%, ενώ τον περασμένο Ιούνιο το επιτόκιο ήταν στο 0,88%, δηλαδή σχεδόν τριπλασιάστηκε μέσα σε οκτώ μήνες. Εφτασε δε στο υψηλότερο σημείο από τον Απρίλιο του 2020, ολοκληρώνοντας δηλαδή έναν ενάρετο κύκλο φτηνού χρήματος σχεδόν δύο ετών.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ελληνικό βέβαια. Για να έχουμε μια τάξη μεγέθους, στο 1,85% (άνοδος 5,7%) διαμορφώθηκε η απόδοση του 10ετούς της Ιταλίας, ενώ πάνω από το 1% (με άνοδο 5%) κινήθηκε η απόδοση του πορτογαλικού 10ετούς. Ομως η ελληνική περίπτωση είναι ξεχωριστή, καθώς η χώρα μας έχει πολύ υψηλό χρέος και είναι η μοναδική εκτός επενδυτικής βαθμίδας. Και τα χαμηλά επιτόκια της τελευταίας διετίας ήταν μεν αποτέλεσμα των βελτιωμένων προοπτικών της ελληνικής οικονομίας, αλλά ήταν και απότοκο των ανέσεων του PEPP (οι επενδυτές αγόραζαν ελληνικά ομόλογα που ήξεραν ότι μπορούν εύκολα να τα στείλουν στην ΕΚΤ, κάτι που σύντομα θα πάψει να ισχύει).
Ουσιαστικά είναι μια δύσκολη ισορροπία για το οικονομικό επιτελείο, ανάμεσα στις ανάγκες των πολιτών και στην εικόνα δημοσιονομικής σταθερότητας που πρέπει να μεταδοθεί προς τα έξω. Εξ ου και τα μηνύματα που εστάλησαν τη Δευτέρα –ξεχάστε τη μείωση του ΕΦΚ στα καύσιμα, ίσως και τη μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα– για αυτοσυγκράτηση όσον αφορά στα μέτρα στήριξης, τα οποία παρά την αναγκαιότητά τους, θέτουν νέα βάρη στον προϋπολογισμό και σταθερά προβληματίζουν τις αγορές.
Οπως προειδοποίησε τη Δευτέρα η Scope Ratings, οι αξιολογήσεις της Ελλάδας είναι αντιμέτωπες με προκλήσεις, όπως το πολύ υψηλό δημόσιο χρέος: οι αγορές επανεκτιμούν τον κίνδυνο που σχετίζεται με τον αυξημένο πληθωρισμό, τη σταδιακή «ομαλοποίηση» των πολιτικών της ΕΚΤ και τη βιωσιμότητα του χρέους των ευάλωτων χωρών.
Πάντως ο οίκος δεν φάνηκε να ανησυχεί για την άνοδο των ελληνικών αποδόσεων –που και πάλι είναι σε ιστορικά χαμηλά. Οπως σημείωσε, η ΕΚΤ αύξησε μεν την πιθανότητα ταχύτερης ομαλοποίησης της νομισματικής προσαρμογής, ωστόσο τα μέτρα της (PEPP, waiver, επανεπενδύσεις), μαζί με τη δημοσιονομική στήριξη της ΕΕ και το Ταμείο Ανάκαμψης, εδραιώνουν την πρόσβαση της Ελλάδας στις αγορές, στηρίζουν τη βιωσιμότητα του χρέους και δημιουργούν δημοσιονομικό χώρο για την ελληνική κυβέρνηση για δημόσιες επενδύσεις.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News