Οι πρωτοφανείς μαζικές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας που σημειώθηκαν στην Κούβα την Κυριακή, αποτέλεσαν μία από τις πιο κρίσιμες δοκιμασίες που έχει αντιμετωπίσει η νησιωτική χώρα και η κομμουνιστική κυβέρνησή της από τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης.
Ωστόσο φαίνεται πως «το σύστημα του θέσπισε ο Φιντέλ Κάστρο είναι ανθεκτικό και αυτοί που κατέχουν την εξουσία αποφασισμένοι» να την διατηρήσουν, υποστηρίζει σε κείμενό του ο Γουόλτερ Ράσελ Μιντ. Ο επικεφαλής σχολιαστής των διεθνών εξελίξεων στη (συντηρητική) Wall Street Journal και καθηγητής Διεθνών Υποθέσεων στο Bard College της Νέας Υόρκης, αναφέρει καταρχάς πως παρότι καταλήφθηκαν εξαπίνης αρχικά από τις διαμαρτυρίες, οι αρχές αντέδρασαν ταχέως και με πυγμή, αποκλείοντας την πρόσβαση στο Διαδίκτυο και ενισχύοντας τις δυνάμεις ασφαλείας με ομάδες φανατικών υποστηρικτών του καθεστώτος, ούτως ώστε να ανακοπεί το ταχύτερο δυνατό το πρωτοφανές κύμα αγανάκτησης και διαμαρτυρίας.
Ο Μιντ υπενθυμίζει πως πολλοί αναλυτές και λοιποί ειδικοί ανάμεναν ότι το κουβανικό καθεστώς θα κατέρρεε κάποια στιγμή κατά τη δεκαετία του 1990 καθώς, μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, η χώρα είχε απομονωθεί πολιτικά και απολέσει τις επιδοτήσεις που στήριζαν την οικονομία της, αποτρέποντας τη χρεοκοπία της. Σοβαρές ελλείψεις τροφίμων και ενέργειας σημάδεψαν την επονομαζόμενη από τον Κάστρο «Período especial» (ειδική περίοδος), ωστόσο το Κομμουνιστικό Κόμμα κατάφερε να παραμείνει στην εξουσία χάρη σε «σε έναν συνδυασμό αδίστακτης καταστολής και δαιμόνιου οπορτουνισμού», αναφέρει ο αμερικανός δημοσιογράφος.
Η μετασοβιετική οικονομία
Ο Φιντέλ Κάστρο μπόρεσε να βρει νέες πηγές εισοδήματος για να καλύψει τα τεράστια κενά που προκάλεσε το τέλος της Σοβιετικής Ενωσης. Σημειώθηκε μια σημαντική εισροή συναλλάγματος από τον τουρισμό, «από Ευρωπαίους και Καναδούς που αναζητούσαν ήλιο και σεξ». Η Βενεζουέλα του Ούγκο Τσάβες ικανοποιούσε τις ενεργειακές ανάγκες της χώρας με αντάλλαγμα πολιτική στήριξη και στρατιωτική βοήθεια ενώ σημαντική πηγή εισοδήματος αποτέλεσε και η «μίσθωση» γιατρών και νοσηλευτών στο εξωτερικό με την κυβέρνηση της Κούβας να παίρνει τη μερίδα του λέοντος από τα έσοδα και να παρέχει στους «στρατολογημένους επαγγελματίες της Υγείας πενταροδεκάρες».
Ο Κάστρο δεν παρέλειψε να εκμεταλλευτεί και τους οικογενειακούς δεσμούς ανάμεσα στους Κουβανούς των ΗΠΑ και στους συγγενείς τους που παρέμεναν στην πατρίδα τους. Το καθεστώς επέτρεπε στους εμιγκρέδες να επισκέπτονται το νησί και να αποστέλλουν χρήματα στις οικογένειές τους – έχοντας κατά νου τα δολάρια τους – και σύντομα η κυβέρνηση δημιούργησε ένα δίκτυο καταστημάτων που δέχονταν μόνο δολάρια και πουλούσαν δυσεύρετα αγαθά σε υψηλές τιμές ενώ τα όποια έσοδα κατέληγαν, φυσικά, στα κρατικά ταμεία.
Παρότι αντιμετώπιζε πάντα με επιφυλακτικότητα τις δυνάμεις της αγοράς και επέλεξε (παρά τις νουθεσίες του Πεκίνου) να μην εφαρμόσει το μοντέλο της Κίνας ή του Βιετνάμ, ο Κάστρο προέβη σε στοχευμένες μεταρρυθμίσεις όταν οι καιροί ήταν ιδιαίτερα δύσκολοι ενώ όταν οι συνθήκες βελτιώνονταν τις καταργούσε. Η Αβάνα ποτέ δεν επέτρεψε την ανεξάρτητη ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας ενώ οι ξένοι επενδυτές επιτηρούνταν προσεκτικά, ούτως ώστε να μην προβούν σε ενέργειες οι οποίες θα μπορούσαν, βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα, να απειλήσουν τις δομές της εξουσίας στην Κούβα.
Ο στρατός και ο τουρισμός
Την ίδια ώρα, ως επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων, ο αδελφός του Ραούλ Κάστρο φρόντιζε να καρπώνονται πιστοί στο καθεστώς αξιωματικοί τα οφέλη της τουριστικής ανάπτυξης και, όποτε δεν ήταν το κράτος ή το κομμουνιστικό κόμμα ο κύριος εταίρος των ξένων επενδυτών, ήταν ο στρατός.
Γνωρίζουμε πως το εν λόγω σύστημα δεν κατέστησε εύπορη την Κούβα, αλλά επέτρεψε στον Φιντέλ και στον Ραούλ Κάστρο να παραμείνουν στην εξουσία. «Υποστηριζόμενο από τον στρατό, το Κομμουνιστικό Κόμμα το οποίο διατηρεί ένα πανεθνικό δίκτυο από καταδότες και φορείς επιβολής (της κομματικής γραμμής), προστατεύει το καθεστώς. Το καθεστώς εξασφαλίζει ότι οι υποστηρικτές του έχουν πρόσβαση κατά προτεραιότητα στα όποια διαθέσιμα αγαθά», εξηγεί ο Μιντ.
Οσον αφορά τις σχέσεις του κουβανικού καθεστώτος με τις ΗΠΑ ο διακεκριμένος διεθνολόγος θεωρεί πως η κυβέρνηση της Κούβας κάθε άλλο παρά επιθυμεί να ομαλοποιηθούν οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ των δύο πλευρών. Το αμερικανικό εμπάργκο (το οποίο επίσημα δεν αφορά τρόφιμα και φάρμακα) αποτελεί συγχρόνως «μια βολική δικαιολογία και ένα σημαντικό πολιτικό εργαλείο για την Αβάνα». Το καθεστώς το επικαλείται για να αιτιολογήσει «60 χρόνια οικονομικών αποτυχιών» ενώ την ίδια ώρα το εμπάργκο «αποτρέπει τον χειρότερο εφιάλτη των καθεστωτικών: ένα παλιρροϊκό κύμα κουβανο-αμερικανικών επενδύσεων που θα αναζωογονήσει την οικονομία, τερματίζοντας το μονοπώλιο πόρων που διατηρεί την κυβέρνηση στην εξουσία».
Η επιβίωση του κομμουνιστικού καθεστώτος εξαρτάται καταρχάς από την ικανότητά του να ικανοποιεί τους σκληροπυρηνικούς υποστηρικτές του οι οποίοι στηρίζουν τους διαδόχους των Κάστρο. «Είναι διατεθειμένοι οι καταδότες και τραμπούκοι που αποτελούν την ραχοκοκαλιά της κομμουνιστικής ισχύος να συγκρούονται με τους αντιφρονούντες για όσο χρειαστεί; Εως τώρα έχουν ανταποκριθεί στην έκκληση του προέδρου Μιγκέλ Ντίας Κανέλ προς “όλους τους επαναστάτες της χώρας, όλους τους κομμουνιστές” να καταλάβουν τους δρόμους. Θα συνεχίσουν να το κάνουν; Δίχως τουρισμό πόσο χαρούμενοι είναι οι στρατιωτικοί; Και, φτάνοντας στα άκρα, είναι τόσο πιστοί (στο καθεστώς) ούτως ώστε να βάλουν κατά διαδηλωτών στους δρόμους;», διερωτάται ο Μιντ.
Υπάρχουν αντιαμερικανικοί «ξενιστές»;
Σύμφωνα με τον αμερικανό ειδικό οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα θα καθορίσουν βραχυπρόθεσμα τις εξελίξεις στην Κούβα. Μακροπρόθεσμα, ωστόσο, το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: «Μπορεί το παράσιτο να βρει νέους ξενιστές; Μπορεί η κουβανική κυβέρνηση να επωφεληθεί από την κινεζική και ρωσική εχθρότητα για τις ΗΠΑ, ούτως ώστε να εξασφαλίσει μία νέα εισροή εισοδήματος;».
Ολοκληρώνοντας την ανάλυσή του ο Μιντ υπενθυμίζει πως, την ώρα που ο Μιγκέλ Ντίας – Κανέλ κατηγορεί ανοιχτά τις ΗΠΑ για την εκρηκτική κατάσταση στη χώρα, η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν θα ήθελε να εκτραχυνθεί περαιτέρω. Εχοντας αναμφίβολα επηρεαστεί από τα «αντικομμουνιστικά αισθήματα» του Δημοκρατικού προέδρου της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της αμερικανικής Γερουσίας Μπομπ Μενέντεζ αλλά και από την εκλογική ισχύ της Φλόριντα όπου ζουν πάρα πολλοί κουβανικής καταγωγής Αμερικανοί, η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν προέβη στην άρση των κυρώσεων που είχε επιβάλει στην Κούβα ο Ντόναλντ Τραμπ. Ωστόσο, εάν η κατάσταση στο νησί δεν καταστεί ανεξέλεγκτη στο προσεχές μέλλον, το πιο πιθανό είναι η Ουάσιγκτον να κάνει τα στραβά μάτια και να ικανοποιήσει το καθεστώς, παρά να ασκήσει ισχυρές πιέσεις για ριζικές αλλαγές, προβλέπει ο Μιντ.
Το ότι ο Λευκός Οίκος «βαδίζει επάνω σε τεντωμένο σκοινί» όσον αφορά τις εξελίξεις στην Κούβα υποστηρίζει σε άρθρο του και ο Ισάν Θαρόρ της Washington Post. Εως και την προηγούμενη εβδομάδα στελέχη της κυβέρνησης Μπάιντεν επισήμαιναν πως η αναθεώρηση των σχέσεων της Ουάσιγκτον με την Αβάνα δεν συγκαταλεγόταν μεταξύ των προτεραιοτήτων της. «Αντιμετωπίζουμε μία πανδημία και την κατάρρευση της δημοκρατίας σε μία σειρά από χώρες. Αυτό είναι το περιβάλλον στο οποίο βρισκόμαστε. Οσον αφορά την Κούβα, θα κάνουμε ό,τι είναι προς το συμφέρον της εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ», είχε δηλώσει τον προηγούμενο μήνα στην αμερικανική εφημερίδα, υψηλόβαθμος κυβερνητικός αξιωματούχος, διατηρώντας την ανωνυμία του.
Δυνατότητες και… ευκαιρίες
Ομως τα δεδομένα δεν είναι πλέον τα ίδια και ο Λευκός Οίκος καλείται να πάρει θέση. Την Δευτέρα ο αμερικανός πρόεδρος περιέγραψε τις σκηνές που εκτυλίχθηκαν στην Κούβα ως «έκκληση για ελευθερία και ανακούφιση» έπειτα από «δεκαετίες καταπίεσης και οικονομικών δεινών που υποβλήθηκαν από το αυταρχικό καθεστώς της Κούβας» ενώ προειδοποίησε τις κουβανικές αρχές να μην αποπειραθούν να φιμώσουν τον κουβανικό λαό. Επίσης τη Δευτέρα η εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου Τζεν Ψάκι σημείωσε πως κυβερνητικοί αξιωματούχοι «εκτιμούν πώς μπορούμε να συνδράμουμε απευθείας τον κουβανικό λαό». Ο γερουσιαστής Μενέντεζ, φανατικός πολέμιος του κουβανικού καθεστώτος, έκανε λόγο για «ευκαιρία να αλλάξουμε τον ρου των γεγονότων στην Κούβα».
Ωστόσο, οι πολιτικοί αντίπαλοι του Τζο Μπάιντεν, παρότι οι περισσότεροι συμμερίζονται το αίτημα του Μενέντεζ για σκλήρυνση της στάσης των ΗΠΑ απέναντι στην Αβάνα, εκλαμβάνουν τις εξελίξεις στην Κούβα ως μία ευκαιρία να επικρίνουν την αμερικανική κυβέρνηση. Ο Ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής της Φλόριντα Μάρκο Ρούμπιο, σφοδρός επικριτής του καθεστώτος της Αβάνας, προέτρεψε με επιστολή του τον Λευκό Οίκο να λάβει μία σειρά από μέτρα (πρόσβαση στο Διαδίκτυο μέσω δορυφόρου για τους Κουβανούς, επιβολή κυρώσεων σε αξιωματούχους που φέρουν την ευθύνη για την άσκηση βίας κατά διαδηλωτών και, κυρίωςμ, συνέχιση της επιθετικής πολιτικής του Ντόναλντ Τραμπ) «για τη στήριξη του κουβανικού λαού στον αγώνα του για ελευθερία».
Η αριστερή πτέρυγα
Αλλά έως το τέλος την προηγούμενης εβδομάδας σφοδρή κριτική στον αμερικανό πρόεδρο όσον αφορά το ζήτημα της Κούβας ασκούσαν περισσότερο τα μέλη της αριστερής πτέρυγας του Δημοκρατικού Κόμματος παρά οι Ρεπουμπλικάνοι, ζητώντας από τον Τζο Μπάιντεν να άρει κάποιες από τις «βάναυσες κυρώσεις» του Τραμπ, όπως οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί και το μπλοκάρισμα της αποστολής χρημάτων από τις ΗΠΑ στην Κούβα.
Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας ο Μπάιντεν επέκρινε την άτεγκτη στάση του προκατόχου του, σημειώνοντας πως επιβάρυνε περαιτέρω τους χειμαζόμενους Κουβανούς, δίχως να συμβάλει στην προώθηση της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ομως τώρα διστάζει να συνεχίσει την πολιτική του Μπαράκ Ομπάμα ο οποίος επιδίωξε την ουσιαστική αποκατάσταση των σχέσεων ανάμεσα στις δύο πλευρές μέσω της διπλωματικής οδού. «Η εσωτερική πολιτική και η εκλογική σημασία της Φλόριντα επί του παρόντος καθιστούν παρόμοια ανοίγματα μη λειτουργικά», εξηγεί ο Ισάν Θαρόρ.
Αρκετοί στις ΗΠΑ υποστηρίζουν πως η κυβέρνηση μπορεί να συνεχίσει να καταγγέλλει το κουβανικό καθεστώς, προβαίνοντας συγχρόνως σε προσεκτικά εμπορικά και οικονομικά ανοίγματα τα οποία θα μπορούσαν να ωφελήσουν σημαντικά τον κουβανικό λαό. Ομως δεν αποτελεί μυστικό ποια είναι η θέση του Λευκού Οίκου. «Ο Τζο Μπάιντεν δεν είναι ο Μπαράκ Ομπάμα όσον αφορά την Κούβα», ανέφερε τον περασμένο Απρίλιο στο CNN ο Χουάν Γκονζάλες, επικεφαλής για το Δυτικό Ημισφαίριο στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ. Τα δεδομένα, ωστόσο, έχουν αλλάξει και ο Τζο Μπάιντεν καλείται πλέον να αποφασίσει πώς θα κινηθεί υπό το πρίσμα των νεότερων εξελίξεων.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News