Η ατμοσφαιρική ρύπανση αυξάνει την πιθανότητα για σοβαρές ψυχικές παθήσεις και κατάθλιψη, σύμφωνα με τη μεγαλύτερη επιστημονική έρευνα που έχει γίνει ποτέ σε εκατομμύρια κατοίκους των ΗΠΑ και της Δανίας.
Οι επιστήμονες εξέτασαν τη σύνδεση ανάμεσα στις εκπομπές θερμοκηπικών αερίων και ψυχιατρικών διαταραχών, μελετώντας ιατρικά αρχεία ασφαλιστικών εταιρειών 151 εκατ. κατοίκων των ΗΠΑ, σε συνδυασμό με τα στατιστικά στοιχεία για την ατμοσφαιρική ρύπανση στις περιοχές τους.
Στη συνέχεια, οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Σικάγο, τα συνέκριναν με αντίστοιχα αρχεία 1,4 εκατ. κατοίκων της Δανίας.
Οι Αμερικανοί που ζουν σε ιδιαίτερα μολυσμένες περιοχές είναι 27% περισσότερες πιθανότητες να διαγνωστούν με διπολική διαταραχή και 6% με σοβαρή κατάθλιψη.
Αντίστοιχα, οι Δανοί που είχαν εκτεθεί σε υψηλά επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης πριν την ηλικία των 10 ετών, είχαν 50% μεγαλύτερες πιθανότητες να υποφέρουν από σοβαρή κατάθλιψη ως ενήλικες και διπλάσιο τον κίνδυνο εκδήλωσης σχιζοφρένειας και άλλων διαταραχών προσωπικότητας, σε σύγκριση με τους κατοίκους περιοχών με καθαρότερη ατμόσφαιρα.
Βρετανοί επιστήμονες δήλωσαν στην Telegraph ότι αυτό σημαίνει ότι η βελτίωση της ποιότητας του αέρα μπορεί να προλάβει πολλές ψυχικές παθήσεις.
Ο συγγραφέας της επιστημονικής εργασίας, Ατίκ Καν, ειδικός στην Υπολογιστική Βιολογία, είπε: «Οι μελέτες μας στις ΗΠΑ και τη Δανία κατέδειξαν ότι ζώντας σε περιοχές με ρύπανση, ειδικά στα πρώτα χρόνια της ζωής μας, μπορούν να προβλέψουν την εκδήλωση ψυχικών διαταραχών. Αυτές οι νευρολογικές και ψυχιατρικές παθήσεις -που είναι εξαιρετικά κοστοβόρες, κοινωνικά και οικονομικά, στην αντιμετώπισή τους- συνδέονται με το περιβάλλον, ειδικά την ποιότητα του αέρα».
Οι επιστήμονες έχουν ανακαλύψει τα τελευταία χρόνια, ότι μεταλλάξεις στο DNA (δηλαδή η κληρονομικότητα) αυξάνουν τον κίνδυνο για τέτοιες παθήσεις, μόλις κατά 10%, πράγμα που σημαίνει ότι ευθύνεται συνδυασμός παραγόντων γενετικών, νευροχημικών και κοινωνικών.