Η ιστορία της Μεξικανής Γιαλίτσα Απαρίσιο, η οποία, αν και δεν είναι επαγγελματίας ηθοποιός είναι υποψήφια για το Οσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου καθώς ξεχώρισε μέσα από την ταινία «Roma» του Αλφόνσο Κουαρόν, μοιάζει με παραμύθι.
H 25χρονη Γιαλίτσα, έκανε την πρακτική της προκειμένου να γίνει δασκάλα σε σχολείο, όταν αποφάσισε να πάει με μισή καρδιά στην οντισιόν του Κουαρόν, ο οποίος την ερωτεύθηκε-καλλιτεχνικά-κεραυνοβόλα! Η οντισιόν ήταν για τον κεντρικό ρόλο μίας οικιακής βοηθού. Η δυναμική παρουσία αυτής της νεαρής γυναίκας, αλλά και η εμφανισιακή ομοιότητα με την οικιακή βοηθό που θυμάται ως παιδί στο πατρικό του σπίτι-και στην οποία βασίζεται η ταινία-, ήταν αρκετά για να της δώσει τον ρόλο.
Καθώς λοιπόν βρέθηκε στο επίκεντρο της προσοχής χάρη στον συγκεκριμένο ρόλο, έγινε η πρώτη γυναίκα με ινδιάνικες ρίζες που πόζαρε για το εξώφυλλο της μεξικανικής Vogue. Επίσης, βλέποντας τη δημοτικότητά της στα social media να ανεβαίνει ραγδαία, ανέβασε στο Twitter ένα βίντεο που έδειχνε την ίδια να κλαίει από χαρά, με το που πληροφορήθηκε για την υποψηφιότητά της στα Οσκαρ 2019.
Sumamente feliz, cuando desperté hoy tan temprano, (claro, a la hora de aquí) no esperaba está noticia, gracias Ale A. García y @marielmmayorga por despertarme ? pic.twitter.com/PdziTnDKxh
— Yalitza Aparicio Martínez (@YalitzaAparicio) January 22, 2019
Οπως αναφέρει σχετικό ξένο δημοσίευμα, αν τη βραδιά των Οσκαρ η Απαρίσιο κερδίσει το πολυπόθητο αγαλματίδιο, θα γίνει η πρώτη Λατίνα με ινδιάνικες ρίζες που το καταφέρνει, και θα προσθέσει το όνομά της στη μικρή λίστα ερασιτεχνών ηθοποιών που κερδίζουν το βαρυσήμαντο βραβείο.
Σε αυτή τη λίστα με τους ταλαντούχους ερασιτέχνες ηθοποιούς, βρίσκουμε επίσης την Αννα Πάκουιν, η οποία το 1993, σε ηλικία μόλις 11 ετών, κέρδισε το Οσκαρ Β’ γυναικείου ρόλου για την ταινία «Μαθήματα πιάνου». Αλλά και ο Χάινγκ Σ. Νγκορ, γιατρός από την Καμπότζη, κέρδισε το 1985 Οσκαρ Β’ ανδρικού ρόλου για την ταινία «The killing fields». Οι προσωπικές του τραυματικές εμπειρίες, μετουσιώθηκαν σε μία εξαιρετική ερμηνεία στον ρόλο ενός τοπικού ρεπόρτερ.
Ομως η ιστορία της κινηματογραφικά αθώας και απονήρευτης Γιαλίτσα, ξεχωρίζει και για έναν ακόμη λόγο, καθώς είναι η κλασική περίπτωση μίας ανίδεης επαρχιωτοπούλας, που έφτασε να περπατά στο κόκκινο χαλί φορώντας εντυπωσιακές τουαλέτες.
Στις συνεντεύξεις που έχει δώσει, πάντα τονίζει πόσα λίγα ήξερε από σινεμά, ότι δεν ήξερε καν ποιος είναι ο Κουαρόν και ότι αρχικά φοβήθηκε μήπως από την πρόταση για τον συγκεκριμένο ρόλο, έκρυβε από πίσω κάποια συμμορία… τράφικινγκ.
Η αυθεντικότητα, είναι το στοιχείο που περιγράφει καλύτερα την «πρωτάρα» Απαρίσιο. Βρέθηκε ξαφνικά σε έναν χώρο όπου οι ήδη υπάρχουσες γυναίκες, έχουν ξοδέψει πολύ χρόνο για να μάθουν πώς να φέρονται και να επιβιώνουν μέσα σ’ αυτόν. Η έμφυτη ευγένεια της Γιαλίτσα, σε συνδυασμό με τον αυθορμητισμό και τη φυσική της ομορφιά, μας κάνει να μιλάμε για μία σύγχρονη Σταχτοπούτα, που βρέθηκε ξαφνικά στο παλάτι των Οσκαρ.
Η ιστορία της, θυμίζει τα ακατέργαστα και τόσο ταλαντούχα παιδιά από την Ινδία που ανακάλυψε ο Ντάνι Μπόιλ για την οσκαρική του ταινία «Slumdog Millionaire». Ο ίδιος ο Μπόιλ, αναγνώρισε κατόπιν εορτής πόσο επικίνδυνη θα μπορούσε να είναι η ξαφνική δόξα, ειδικά για παιδιά που ζούσαν σε μία χώρα όπως η Ινδία. Υπήρξαν ακόμη και ισχυρισμοί ότι ο πατέρας ενός κοριτσιού αποπειράθηκε να το… πουλήσει, προκειμένου να κρατήσει για τον ίδιο τα χρήματα που είχε κερδίσει από την ταινία.
Η αξιοποίηση και ανάδειξη στο σινεμά ανθρώπων που δεν ήταν επαγγελματίες ηθοποιοί, δεν είναι κάτι καινούριο στην ιστορία του κινηματογράφου. Στην Ιταλία που άρχισε να ανθίζει καλλιτεχνικά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το φόρτε του ιταλικού νεορεαλισμού ήταν να βρίσκει ηθοποιούς κυριολεκτικά στον δρόμο.
Λαμπρό και χαρακτηριστικό παράδειγμα, η βραβευμένη με Οσκαρ το 1948 ταινία του Βιτόριο Ντε Σίκα «Κλέφτης Ποδηλάτων». Οι ερασιτέχνες επιλέχθηκαν περισσότερο με γνώμονα το φιζίκ τους, παρά το ερμηνευτικό τους ταλέντο- αν και ως δια μαγείας, υπήρξε πλήρης σύμπνοια μεταξύ των δύο.
Πίσω όμως από την ομορφιά αυτής της ταινίας, κρύβονται διάφοροι (διασταυρωμένοι) αστικοί μύθοι, που έχουν να κάνουν με την όχι και τόσο μεγαλειώδη συμπεριφορά του Βιτόριο Ντε Σίκα. Ο πρωταγωνιστής της ταινίας, Λαμπέρτο Ματζοράνι, που υποδυόταν τον τραγικό πατέρα, έχασε τη δουλειά του στο εργοστάσιο μετά την ταινία και πάσχιζε να βρει κι άλλες δουλειές ως ηθοποιός, παρακαλώντας τον Ντε Σίκα να τον βοηθήσει, αλλά μάταια. Οσο για τον εννιάχρονο Εντσο Σταϊόλα, έπαιξε σε διάφορες άλλες ταινίες, αλλά… αποσύρθηκε σε ηλικία 15 ετών.
Εχουν γίνει γνωστές οι μαρτυρίες του ότι ο Ντε Σίκα τον γελοιοποιούσε δημοσίως προκειμένου να τον κάνει να κλάψει «αυθόρμητα» για την ταινία, ενώ και άλλοι σκηνοθέτες του νεορεαλισμού, είχαν κατηγορηθεί ότι είχαν χρησιμοποιήσει αντι-επαγγελματικές μεθόδους σε μη-επαγγελματίες ηθοποιούς. Τους προσέβαλλαν, ή έφταναν ακόμη και στο σημείο να τους χτυπήσουν! Η τέχνη θέλει (ανθρωπο)θυσίες;
Αυτή η διαφορά δυναμικής, ανάμεσα στον «ισχυρό« σκηνοθέτη και στον «ανίσχυρο» ηθοποιό, γίνεται ακόμη πιο έντονη όταν ο ηθοποιός είναι ερασιτέχνης και δεν διαθέτει κάποιον έμπειρο ατζέντη που θα τον σώσει από τις κακοτοπιές.
Ενώ ο Κουαρόν ήταν πολύ προστατευτικός απέναντι στην άπειρη Απαρίσιο κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, υπάρχει ένα περιστατικό που έχει διαρρεύσει, έχοντας προκαλέσει αρνητικά σχόλια. Σε μία πολύ βασική και τραυματική σκηνή για την ηρωίδα που υποδύεται, ο σκηνοθέτης παραδέχτηκε ότι εσκεμμένα δεν της αποκάλυψε τι ακριβώς θα συνέβαινε. Η αγωνιώδης αντίδρασή της είναι 100% αληθινή. Και ίσως να μην ήταν τόσο επιτυχημένη, αν ο Κουαρόν δεν είχε ακολουθήσει αυτή την τακτική.
Η Απαρίσιο έχει δηλώσει ότι σκοπεύει να συνεχίσει την υποκριτική, αν και δεν αποκλείει ότι το «Roma» μπορεί να είναι η πρώτη και η τελευταία της ερμηνεία. Οσες συνεντεύξεις κι αν έχει δώσει πάντως μαζί με τον κινηματογραφικό της Πυγμαλίωνα, ένα πράγμα δεν έχει ποτέ αναφερθεί: η αμοιβή της.
Μολονότι κάποιος μπορεί να υποθέσει ότι έλαβε κάποιο ικανοποιητικό χρηματικό ποσό, είναι κοινό μυστικό ότι οι ερασιτέχνες κοστίζουν πολύ λιγότερο από τους επαγγελματίες. Ως μέρος της αμοιβής τους, θεωρείται και η πρωτόγνωρη εμπειρία τους, το δικαίωμά τους στο παραμύθι. Δεν μένει παρά να δούμε, πώς θα διαχειριστεί στο μέλλον όλη αυτή την αναγνωρισιμότητα, αυτή η μοντέρνα, εξωτικής ομορφιάς Σταχτοπούτα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News